Arthur Rimbaud, Εκλάμψεις, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο διασημότερος ποιητής του κόσμου εδώ και εκατό χρόνια, ο λυρικός με τις περισσότερες πωλήσεις σύμφωνα με το σύγχρονο βιογράφο του Γκράχαμ Ρομπ, στο τέλος της σταδιοδρομίας του, κι αφού είχε εξαντλήσει την ικανότητά του να πειραματίζεται και να διαπρέπει σε πρωτοτυπία και τόλμη στο χειρισμό του στίχου σταθερής μορφής, πέτυχε, στα είκοσί του χρόνια, να εναντιωθεί στις δεξιοτεχνικές αρετές του, να θάψει τους θησαυρούς του, να διαμορφώσει έναν κώδικα γλώσσας, που βρισκόταν πολύ κοντά στον αποκρυφισμό, και να τον χρησιμοποιήσει στη συγγραφή των “Εκλάμψεων”. Έναν κώδικα γλώσσας όπου η μαεστρία κρύφτηκε μέσα σε μια θαυματουργική “αδεξιότητα”, κι όπου η “παιδικότητα” συγχωνεύτηκε με την πιο βαθιά ενόραση, ο ρεαλισμός με την ουτοπία, η ύλη με τ’ όνειρο, η μελαγχολία με την άγρια χαρά, η ηθική και η λογική έχασαν όλα τα ερείσματά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κέρδισαν έδαφος η ανηθικότητα και το παράλογο. Αποτέλεσμα: μια ποίηση εντελώς μετέωρη, εντελώς ανοιχτή, έξω και πάνω από όλες τις εποχές, πάντα επίκαιρη και πάντα κρίσιμη, βαθιά προσωπική-απολύτως αντικειμενική, στην εντέλεια επεξεργασμένη-γραμμένη στο γόνατο, και το κυριότερο φρέσκια σαν λουλούδι και ταυτόχρονα παλιά σαν χιλιόχρονο παραμύθι, καυτή σαν λάβα και ψυχρή σαν λογισμικός τύπος, άμεση σαν καθημερική φράση και σιβυλλική σαν αίνιγμα, ρυπαρή σαν ανατολικός δρόμος και αγνή σαν αγγελικό πρόσωπο. Ποίηση εφηβικού σφρίγους όπου φώλιασε η οραματική ψυχή αιωνόβιου ερημίτη. (Από τον πρόλογο του Στρατή Πασχάλη).
Καρυωτάκης: Ποιήματα και πεζά, Εκδόσεις Πατάκη
Έχοντας δημοσιεύσει μόλις τρεις ποιητικές συλλογές πριν θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) υπήρξε εξακολουθητικά παρών στη νεοελληνική ποίηση, συντροφεύοντας γενιές αναγνωστών μέχρι τις μέρες μας και επιβιώνοντας με ποικίλους τρόπους στις συνειδήσεις μεταγενέστερων ποιητών. Στην παρούσα έκδοση περιέχονται όλα τα ποιήματα των τριών συλλογών του Καρυωτάκη, μαζί με τις μεταφράσεις που πρόσθεσε ο ποιητής στις δύο τελευταίες συλλογές, οι οποίες, φωτίζοντας έμμεσα την ποιητική του, αποτελούν οργανικό τμήμα του έργου του. Περιέχονται επίσης τα τρία ποιήματα που έγραψε ο Καρυωτάκης τους τελευταίους μήνες της ζωής του, καθώς και τα πεζά του, εκ των οποίων ένα μόνο είχε δημοσιεύσει ο ποιητής όσο ζούσε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά, Εκδόσεις Gutenberg
Η Έμιλι Ντίκινσον, μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του ΙΘ’ αιώνα και μια από τις πιο μυστηριώδεις φιγούρες της παγκόσμιας γραμματείας, σε περίοπτη θέση ανάμεσα στους προδρόμους του μοντερνισμού, συνέθεσε περισσότερα από 1.700 ποιήματα, αλλά δέκα μόνο δημοσίευσε όσο ζούσε, ενώ αίσθηση προκαλούν με την ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία τους και οι επιστολές της που διασώθηκαν.
Το αναχείρας έργο αποβλέπει σε μια πληρέστερη γνωριμία με τη δημιουργία της. Περιλαμβάνει μια δίγλωσση αντιπροσωπευτική ανθολογία ποιημάτων και μια εκτενή επιλογή επιστολών (60 ποιήματα και 165 επιστολές) από όλες τις περιόδους της παραγωγής της. Η προτασσόμενη μονογραφία παρουσιάζει σφαιρικά και διεξοδικά την περίπτωση της Αμερικανίδας ποιήτριας (βίος, συγκρότηση, έργο, υποδοχή, ερμηνείες, τύχη) και επισυνάπτονται απαραίτητες πραγματολογικές πληροφορίες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος, Εκδόσεις Κέδρος
“(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.) Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου”… (Απόσπασμα από το βιβλίο).
Συλλογικό, Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Το βιβλίο αυτό αποτελεί επιλογή των σημαντικότερων, κατά τη γνώμη του επιμελητή του, κριτικών κειμένων που γράφτηκαν για το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, από την πρώτη εμφάνισή του έως σήμερα. Μέσα από την ανάγνωση αυτών των κειμένων, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει καλύτερα την εξέλιξη ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του αιώνα μας και, συγχρόνως, να μελετήσει την πορεία της πρόσληψης του έργου του από τους έλληνες κριτικούς. Η εκτενής εισαγωγική μελέτη του Μάριο Βίττι, που περιγράφει και σχολιάζει αυτή την πορεία, μπορεί να διαβαστεί και ως υποκεφάλαιο μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής. (Από την παρουσίαση της έκδοσης).
Ανθολογία σύγχρονης γαλλικής ποίησης, Εκδόσεις Άγρα
Ένα μόνο εδώ για δύο εκεί, να πράγματι μια πρωτοβουλία πέρα από τα συνηθισμένα. Κι αν ότι ισχύει για καθετί στον κόσμο, ισχύει και για τη λογοτεχνία, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι η επιθυμία μας να εκδώσουμε στην Ελλάδα την πρώτη ανθολογία σύγχρονης γαλλικής ποίησης προσκρούει σε δύο σκοπέλους : Πρώτα στο αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και έπειτα στο αν έχει νόημα. Αν είναι εφικτό, επειδή πρόκειται για ένα πολύπλοκο εγχείρημα. Αν έχει νόημα, επειδή το εγχείρημα αυτό εγκυμονεί κινδύνους. Να καταφέρεις να συναντηθούν δύο κόσμοι δεν είναι εύκολο πράγμα δεν είναι αυτονόητο να εκφράσεις σε δύο γλώσσες το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνάντησης και είναι ακόμα πιο δύσκολο να δικαιολογήσεις αύτη τη συνάντηση. Σε μια εποχή οπού το να γράφεις ποίηση αποτελεί περισσότερο από ποτέ άλλοτε μια περιθωριακή δραστηριότητα, όπου η απουσία υλικού οφέλους και η αφιλοκέρδεια της αισθητικής σου προσδίδουν στη δημιουργία σου μια υπόσταση ολοένα και πιο ασταθή στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, οπού η τέχνη και οι σύντομες μορφές έκφρασης είναι -πρέπει να το αποδεχτούμε- ελάχιστα κερδοφόρες, το να σχεδιάζεις να μεταφέρεις την ποίηση πέρα από τα σύνορα της χώρας σου θα μπορούσε να μοιάζει με τρέλα. Άραγε η ποίηση -πόσο μάλλον πού είναι και γαλλική- αποτελεί μια πολυτέλεια απαραίτητη σε μια χώρα η οποία ταλανίζεται από τις δυσκολίες πού όλοι μας γνωρίζουμε; Θα μπορούσαμε σήμερα, πιο πολύ απ’ ότι στο παρελθόν, να αναρωτηθούμε μαζί με τον Holderlin: “Κι οι ποιητές τί χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;” Στο απόσπασμα από τη συλλογή Les planches courbes (Οι κυρτές σανίδες) πού δημοσιεύεται στον τόμο αυτό, ο περαματάρης λέει στο παιδί: ” Πρέπει να ξεχάσουμε αυτές τις λέξεις. Πρέπει να ξεχάσουμε τις λέξεις “. Άραγε σήμερα στην Ελλάδα πρέπει να ξεχαστούν οι λέξεις και να υποχωρήσουν μπροστά στις πράξεις πού είναι να γίνουν άμεσα; Άλλωστε, εάν μπορούμε να αναρωτηθούμε για το νόημα της πρωτοβουλίας μας, κατά πόσον είναι αποδοτική, κατά πόσον είναι χρήσιμη, εάν αυτός ο λογικός παραλογισμός αποτελεί τη Χάρυβδή μας, τότε το ζήτημα του πολέμου, των προκλήσεων μιας τέτοιας απόπειρας, απεικονίζει αναμφισβήτητα τη Σκύλλα μας. Μεταφράζοντας γαλλική ποίηση στα ελληνικά, μεταφράζοντας μια γαλλική σκέψη γύρω από την Ελλάδα, θέτουμε ταυτόχρονα το ζήτημα της ταυτότητας του άλλου. Άραγε τί έχουμε να πούμε στη Γαλλία για την Ελλάδα; Και με ποιούς όρους, με ποιες λέξεις, είναι δυνατόν να μιλήσουμε ελληνικά και να μιλήσουμε στους Έλληνες; Πράγματι, στο πρακτικό πρόβλημα της απόδοσης ενός γαλλικού ποιητικού λόγου στα ελληνικά προστίθενται και πιο ουσιαστικά ζητήματα. Μέσα από την τραγωδία και τα ποιήματα πού μας κληροδότησε, η Ελλάδα έθεσε τα θεμέλια και κατόπιν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης της λογοτεχνικής, ποιητικής, δυτικής και γαλλικής παράδοσης. Όμως μας κληροδότησε επίσης την έννοια της ύβρεως. Και ακριβώς, μήπως υπάρχει μια μορφή ύβρεως σ’ αύτη την αξίωσή μας να μιλήσουμε για μια χώρα πού οι αρχαίοι της ποιητές αποτέλεσαν τις μούσες των Γάλλων διαδόχων τους; Σ’ αυτήν την ανεστραμμένη αλληλουχία, μήπως δεν υπάρχει και ένας κίνδυνος να αρνηθούμε τον ίδιο τον ελληνικό λόγο, να κάνουμε την Ελλάδα να σωπάσει; (OLIVIER DESCOTES, από την εισαγωγή της έκδοσης).
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Αγγελάκη-Ρουκ: Ποίηση, 1963-2011, Εκδόσεις Καστανιώτη
“Ο τόμος με τα άπαντά μου δεν είναι, μόνο η συγκέντρωση των ποιημάτων μου αλλά κι ολόκληρης της ζωής μου, αφού δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση. Μικρή, μου διάβαζε ποίηση η μητέρα μου και, βέβαια, μεγάλωσα στη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη. Ήξερα πώς γράφονται τα ποιήματα, δηλαδή ότι δεν μπορείς να τα προγραμματίσεις. Εκείνα αποφασίζουν πότε θα σε κατακτήσουν. Αρκεί να ‘χεις την όσφρηση που χρειάζεται για να τα συλλάβεις. Αυτό ίσως και να σημαίνει “ταλέντο”. Βέβαια, όταν είσαι νέος, τα κύματα της ποίησης πολλαπλασιάζονται, αφού ο έρωτας κυριαρχεί. Ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής μου ενέργειας είναι ότι πρωτοδημιούργησα στη δεκαετία του ’60, εποχή αναγέννησης της νεοελληνικής ποίησης και τέχνης γενικότερα, ή, όπως λέει ο Καβάφης, “με μουσικές εξαίσιες, με φωνές”. Είδαμε την ποίηση της Ελλάδας να αποσπά τη διεθνή προσοχή, ενώ ως τότε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες τους ενδιέφεραν. Ωραία εμπειρία ο συγκεντρωτικός τόμος”. (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Τάσος Λειβαδίτης, Λειβαδίτης: Ποίηση 1950-1966, Εκδόσεις Μετρονόμος
Συνάδελφε είσαι δω δε σε βλέπω στο σκοτάδι κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής αργεί τι ώρα νάναι κρυώνω. Κι εγώ κρυώνω άναψε ένα σπίρτο τι ώρα νάναι πώς θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο τι ώρα νάναι. Η πύλη αμπαρωμένη ο δρόμος έρημος σαν πεταμένα κόκκαλα τα φυλάκια στο σκοτάδι κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής Θέ μου αργεί γιατί φυσάει ο άνεμος. Τι ώρα νάναι μες στη νύχτα τι ώρα νάναι μες στη βροχή τι ώρα νάναι απόψε σ’ όλη τη γη! Τι ώρα νάναι. (Από την έκδοση).
Peter Mackridge, Εκμαγεία της ποίησης, Εκδόσεις Εστία
Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται δεκατρείς μελέτες που έγραψα κατά το διάστημα των τελευταίων είκοσι περίπου ετών, με θέμα το ποιητικό έργο των Διονυσίου Σολωμού, Κ. Π. Καβάφη και Γιώργου Σεφέρη. Το μεγάλο ενδιαφέρον μου για τους τρεις αυτούς ποιητές συνέπεσε με μιαν άνθηση της σχετικής κριτικής και επιστημονικής σκέψης, που εκδηλώθηκε με διάφορες δραστηριότητες, ιδίως στην Ελλάδα και στην Κύπρο: εκδόσεις έργων των ποιητών, αφιερώματα περιοδικών, συνέδρια και διαλέξεις. (. . .) (Από τον πρόλογο της έκδοσης).
Ανθολογία κινέζικης ποίησης, Εκδόσεις Ροές
Η ανθολογία αυτή, μια ουσιαστική και πολύπλευρη γνωριμία με τη λεπταίσθητη, κλασική κινέζικη ποίηση, προσεγγίζει τις τρεις τομές στην ιστορία της: την ποίηση Τζου, την ποίηση του Γουάνγκ Γουέι και την ποίηση του Λι Πο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Πατρίτσια Αιβαλή, Πως η ζωή, Εκδόσεις Θράκα
Μόνο με τα μάτια αναπνέω.
Φτάσαμε απένταροι
σε δανεική πατρίδα.
Κύριε εισπράκτορα,
μ’ ενέχυρο την ψυχή μου,
τι μου δίνεις;
Σε χαρτιά τετραγωνισμένα
ανακουφίζονται σταματημένοι
οι λεπτοδείκτες.
Οράματα που δεν ξέρω
η απομυθοποίηση αρρωστημένων σύννεφων.
Για ποια βροχή μιλάς;
Μπόρα του δεκάλεπτου
είναι μια απλή συνωμοσία.
Μην με ακουμπάς με αγωνίες.
Σκιάζομαι.
Άσε τον πόνο στον χρόνο.
Γιατί μου επιτρέπω σε κλειστές σοφίτες
να φαντάζομαι σιλουέτες που χορεύουν;
Φορούν άρωμα απ’ τους τοίχους,
μόνο με το φως της αύρας τους
κι ας είναι τα πόδια τους τάφος.
Θα φορέσω γυαλιά ηλίου
και τη νύχτα πλέον
με την αιώνια βροχή.
Έτσι προχωρώ.
Επιμένω ν’ ανήκω
εκεί που ξεκουράζομαι.
Φαντασία και πραγματικότητα
έχουν τον ίδιο δημιουργό. (Από την έκδοση)