Stefan Zweig, Επικίνδυνος οίκτος, Εκδόσεις Άγρα
Κάποιοι ορίζουν αυτό το μυθιστόρημα ως ψυχολογικό, δεδομένης της φιλίας του με τον Φρόυντ, άλλωστε ο ίδιος αισθάνεται περήφανος για αυτήν και εκείνη την χρονική στιγμή αλληλογραφεί με τον Φρόυντ για την πορεία του βιβλίου του και του παραθέτει πληροφορίες για το περιεχόμενό του. Πρόκειται όντως για ένα σύγγραμμα με βαθιές κοινωνικές νύξεις και ανατρεπτικό ως προς το ξεγύμνωμα αναστολών και στερεοτύπων που ακόμα και σήμερα που υποτίθεται πως η κοινωνία είναι απελευθερωμένη αυτά συνεχίζουν να κατατρώγουν την όποια προσπάθεια για την οριστική τους εξάλειψη. Θέτει θέματα ηθικής που λίγοι τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι τολμούν να αγγίξουν, το ζήτημα της αγάπης είναι πνευματικό, σωματικό ή είναι κάτι άλλο αόριστο και αιωρούμενο? Έχει το δικαίωμα κάποιος να συμπονά μόνο και μόνο για να μην προκαλέσει θλίψη και πόνο σε έναν άνθρωπο που ήδη είναι έρμαιο της μοίρας του και πασχίζει καθημερινά να την καταπολεμήσει με ένα θάρρος όμοιο με αυτό του στρατιώτη στη μάχη? (πηγή: culturenow).
Άλφρεντ Ντέμπλιν, Οι δύο φίλες και η υπόθεση φαρμακείας, Εκδόσεις Καλέντη
Tη δυσκολία της υπόθεσης θέλησα να δείξω, να σβήσω την εντύπωση ότι τα καταλαβαίνει κανείς όλα ή τα περισσότερα σε μια τόσο συμπαγή ζωή. Τα καταλαβαίνουμε σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο». Αυτά αναφέρει ο Ντέμπλιν στον επίλογο του βιβλίου που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά. Το έργο αυτό δημοσιεύεται το 1924 και σχετίζεται περισσότερο με την εμπειρία του στην ψυχιατρική, στην οποία εξειδικεύτηκε, και την προσπάθειά του να κατανοήσει ο ίδιος και να προσεγγίσει τον ασταθή εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Ντέμπλιν αναρωτιέται ως που μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει, τι κρύβει η ψυχή, μπαίνει βαθιά στην ανάλυση των πράξεων και με μέθοδο του ψυχαναλυτή μας παραδίδει ένα κείμενο δραματικό ως προς την εξέλιξή του και την κορύφωση της υπόθεσης. Θα γράψει: «Η ανάλυση των ενστίκτων, η αποκάλυψή τους, φέρνει στο φως τις κινητήριες δυνάμεις που είναι εξαιρετικά καθοριστικές για τις πράξεις μας». (πηγή: culturenow).
Thomas Bernhard, Πρόζα, Εκδόσεις Κριτική
Στα διηγήματα που βρίσκουμε εδώ ο Bernhard παρουσιάζει διάφορους ανθρώπους καθρέφτες του, alter ego του, παραλλαγές χαρακτήρων του που όπως ο Κ. στον Κάφκα παλεύουν με τα φαντάσματα της ύπαρξής τους με απώτερο σκοπό να απεμπλακούν από τις σκοτεινές και δυσοίωνες προβλέψεις που οι ίδιοι έχουν διαμορφώσει για το μέλλον τους. Ο Βασίλης Τσαλής, ο οποίος έφερε εις πέρας την δύσκολη μετάφραση του βιβλίου, αναφέρει στο εξαιρετικό επίμετρο που έχει ετοιμάσει το εξής: «Η αναζήτησή του είναι εμμονική, σαρώνεται από τον ίδιο στρόβιλο τρέλας που καταστρέφει τον Πάουλ Βίτγκενστάιν, ενώ στον Μπέρνχαρντ μετατρέπεται σε ιδιοφυή δημιουργία». Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει για τον εαυτό του και προσπαθώντας να εξηγήσει την επιλογή των θεμάτων του: «Το θέμα μου είναι ο θάνατος, επειδή η ζωή είναι το θέμα μου … Είμαστε όλοι πλάσματα της αγωνίας». Οι ήρωές του είναι ο δικός του τρόπος να διοχετεύσει με κάθε λογής τρόπο τα όρια και τις γραμμές που τον κράτησαν στην ζωή, έτσι ο παρ’ ολίγον θάνατός του μετατρέπεται ευθύς αμέσως σε έμπνευση για επιστροφή στον εαυτό του όχι για να περιγράψει τον ίδιο του τον εαυτό αλλά για να επιδοθεί σε ανάλυση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ο εκάστοτε ήρωας δρα και συλλογίζεται και αποφασίζει τις επόμενες δράσεις απαλλαγής από την επικίνδυνη τροπή των πραγμάτων. Έτσι το περιβάλλον καθίσταται η κολυμπήθρα στην οποία βουτάει για να ξαναβγεί πιο δυνατός, αναγεννημένος. (πηγή: culturenow).
Κλαρίσε Λισπέκτορ, Η ώρα του αστεριού, Εκδόσεις Αντίποδες
Το τελευταίο βιβλίο και συνάμα αριστούργημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ, μιας γυναίκας που υποδύεται κάποιον άλλο σαν αυτή να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην έγραψε ποτέ αυτό το κύκνειο άσμα της προτού μεταπηδήσει σε έναν κόσμο ήσυχο και αλλοτινό είναι μία ελεγεία και ένας ύμνος αλλά και τραγωδία. Η ίδια καταγράφει τον μαρτυρικό πόνο μίας ηρωίδας που μοιάζει να είναι ο δικός της καθρέφτης, μία άλλη Frida Kahlo που ζωγραφίζει παρά την αδυναμία που δηλώνει λόγω των συμβάντων της υγείας της, των πολύ οδυνηρών. Ο αφηγητής ανώνυμος αν και επώνυμος, η ηρωίδα χαμένη αν και παρούσα, όλα εδώ παραθέτονται ατάκτως ερριμμένα με διάθεση για έρευνα εις βάθος πριν το τέλος χαράξει στην αυγή του αύριο. Πότε θα σημάνει η ώρα του αστεριού ή μήπως είναι ήδη πραγματικότητα και κανείς δεν το έχει αντιληφθεί; Όσο προχωράει η απολογία της ηρωίδας που σπαρταράει και εκλιπαρεί, τόσο αντιλαμβάνεται κανείς την ταυτότητα που αναζητάται σαν μία άλλη Σεραφίτα Σεραφίτους για να θυμηθούμε το μεταφυσικό μυθιστόρημα του «πατέρα» του μυθιστορήματος Ονορέ ντε Μπαλζάκ. (πηγή: culturenow)
Tristan Garcia, Ο καταστροφέας, Εκδόσεις Πόλις
Ίσως να ξαναγυρίσει, αλλά δεν είναι πια εδώ. Η ανάμνησή του ξεθωριάζει. Κάτι δικό του μιλάει μέσα μου και με βάζει κατά καιρούς ακόμα σε πειρασμό, όταν κάθομαι στο τραπέζι μου και γράφω. Ζει στα βιβλία μου. Εκεί μόνο, κατά τα άλλα έχει τελειώσει ͘ με στοίχειωσε και με παράτησε» γράφει ο συγγραφέας κλείνοντας την κουρτίνα της αφήγησής του και το μάτι στον ήρωά του Φάμπερ. Αυτός ο Φαμπέρ ενσαρκώνει τόσο εύληπτα και γλαφυρά έναν ολόκληρο κόσμο και μία εποχή που βρίσκεται πλέον στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Με ανάμνηση τον αιματηρό και επαναστατικό Μάη του ’68 ο Φαμπέρ παραβιάζει κανόνες και αρχές από πολύ μικρή ηλικία, με μία διάθεση να επιβληθεί της εποχής του, να διαφοροποιηθεί από πολύ νωρίς. Είναι ένας «καταστροφέας» του καιρού του και εισβάλει με τρόπο σαρωτικό στις ζωές των ανθρώπων που τον συναναστρέφονται προκαλώντας αναστάτωση, παραβατική συμπεριφορά και μπελάδες. Ο Φαμπέρ είναι ένα πρόσωπο που καθρεφτίζει όλα εκείνα τα παιδιά που επιθύμησαν να αναδειχτούν μέσα σε έναν κόσμο ολοένα μεταβαλλόμενο, άστατο και ασταθή, μέσα σε μία κοινωνία που τα ανέδειξε δια της απουσίας πολιτικών πρωτοβουλιών για την ορθολογική και συστηματική διαπαιδαγώγησή τους. (πηγή: culturenow)
Κέιτ Σοπέν, Η ιστορία μιας ώρας και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Ροές
Η Σοπέν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο και παίζει πολλές φορές με τα τοπωνύμια, τα ονόματα ενώ χρησιμοποιεί πολύ συχνά εκφράσεις ιδιαίτερα πιπεράτες και πικάντικες που ερεθίζουν την ανάγνωσή μας. Είναι μία συγγραφέας που δεν φείδεται λόγων και στις ιστορίες της, τις πολύ ρεαλιστικές, παρατηρούμε έναν ολόκληρο κόσμο να ξεδιπλώνεται σαν να βρισκόμασταν σε μία παρισινή λεωφόρο ή σε ένα καφέ της πόλης του φωτός. Αγαπούσε εξάλλου τον Μωπασάν από τον οποίο επηρεάστηκε από όσο και η ίδια αναφέρει: «Την περίοδο που έβγαινα από την απέραντη μοναξιά μέσα στην οποία έκανα τη γνωριμία με τον εαυτό μου, έπεσα πάνω στο Μωπασάν. Διάβασα τα διηγήματά του κι έμεινα έκθαμβη. Εδώ υπήρχε ζωή, όχι μυθοπλασία … Εδώ υπήρχε ένας άνθρωπος που είχε διαφύγει την παράδοση και την αυθεντία που είχε μπει μέσα στον εαυτό του και είχε κοιτάξει τη ζωή από τη δική του ύπαρξη και με τα δικά του μάτια και που, με άμεσο και απλό τρόπο, μας είπε τι είχε δει». (πηγή: culturenow)
Vladimir Nabokov, Το μάτι, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Το θέμα στο Μάτι είναι μία έρευνα που οδηγεί τον πρωταγωνιστή μέσα από έναν κυκεώνα από καθρέφτες στη συγχώνευση δίδυμων εικόνων». Αυτά γράφει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου όπου και αναλύει την φιλοσοφία πίσω από την σύλληψη της ιδέας για το Μάτι. Ο συγγραφέας παίζει ανοιχτά το παιχνίδι της ρήξης, δηλαδή καθιστά τον ήρωα έρμαιο του ίδιου του εαυτού και δημιουργεί μία πραγματικότητα γεμάτη ερωτήματα, απορίες και αγωνίες. Ο ήρωας στο Μάτι είναι ένα υποκείμενο-υποχείριο των φόβων του, αυτής της αέναης αναζήτησης του χαμένου εγώ σε έναν λαβύρινθο ψυχολογικό που τον καταρρακώνει. Είναι κουρασμένος από τον χρόνο, βυθισμένος σε μία θλίψη, αδύναμος μπροστά στο κοινωνικό σύνολο και βιώνει την κατρακύλα που δεν έχει τελειωμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο για να μπορέσει να ξεχάσει, να θεραπεύσει τις έγνοιες του και ως μέσο απαλλαγής από τις ολοένα και πιο οδυνηρές στιγμές που περνάει εφευρίσκει ένα δωμάτιο για να μπορεί να παρακολουθεί την ίδια του την ζωή, αλλά ασφαλής πλέον γιατί τίποτα δεν τον αγγίζει. Το Μάτι είναι αυτό που θα του δώσει νέα ζωή, αλλά αυτό είναι μόνο μία παραίσθηση, ένα όνειρο θερινής νυκτός και εκείνος δεν το παραδέχεται διότι το θολό τοπίο παραμείνει ακέραιο. (πηγή: culturenow)
Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, Εκδόσεις Εστία
Όσο πιο πολύ αγαπάμε και τόσο πιο πολύ άσκυφτοι γινόμαστε. Όσο πιο αληθινά αγαπάμε τόσο πιο ωραία υποφέρουμε» θα γράψει σε ύφος μελαγχολικό και ποιητικό η Μαρία Πολυδούρη προς τον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά. Το Ρομάντσο, που κατέχει και τον μεγαλύτερο χώρο στην παρούσα έκδοση, η Πολυδούρη το έγραψε το 1926 σε ηλικία μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων και εμπεριέχει πολλά καινοτόμα στοιχεία, τα οποία είναι πρωτόγνωρα εκείνη την εποχή τόσο για την ίδια την ελληνική λογοτεχνία όσο και για την ευρωπαϊκή γενικότερα. Ως προς το περιεχόμενο του Ρομάντσου και την γραφή της, είναι φανερό πως διακατέχεται από μία έκδηλη αγωνία και μία ανησυχία για την αναγνώριση του έρωτά της στα μάτια του αγαπημένου της, ο οποίος δυστυχώς για εκείνη δεν εκδηλώνει με την ίδια διαχυτικότητα και αυθορμητισμό τα ίδια συναισθήματα με εκείνη, αφήνοντάς την να περπατά ολομόναχη τον δρόμο της αγάπης. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης πάσχει μαζί της και βιώνει σε κάθε λέξη της και σε κάθε εικόνα που σχηματίζεται στην φαντασία του ένα πλάσμα που συνεχώς βρίσκεται σε κυνηγητό πραγματοποίησης των επιθυμιών του και των πόθων του και δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση παρά μία ενδελεχή άρνηση που καταντά απελπιστικά μονότονη πλην κάποιων λίγων εκλάμψεων. (πηγή: culturenow)
Alejandro Zambra, Τρόποι να γυρίζεις σπίτι, Εκδόσεις Ίκαρος
Το θέμα με το οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται είναι σαφέστατα ευαίσθητο, θα έλεγε κανείς πως είναι το τρωτό σημείο κάθε συγγραφέα σε μία προσπάθεια να χτίσει την λογοτεχνική του κατοικία με ισχυρά θεμέλια. Αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία αλλά και έναν μοχλό εύρεσης του ίδιου του εαυτού αφού ουσιαστικά αναλαμβάνει να σκύψει και να σκάψει βαθιά μέσα του και να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές ή μεγάλες του αδυναμίες και έτσι να αρθρώσει έναν λόγο τόσο προσωπικό και αυτοαναφορικό όσο και γενικότερο. Καθένας από εμάς μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον προστατευτισμού – αυτό ισχύει τόσο για τις χώρες του Νότου της Ευρώπης όσο και της Λατινικής Αμερικής στο όλον της – επιχειρεί από πολύ νωρίς και μάλιστα εκούσια ή ακούσια να κόψει τον ομφάλιο λώρο με αυτό που ονομάζεται οικογενειακή στέγη και θαλπωρή για να ανοίξει τα δικά του φτερά. Στην πορεία όμως της ζωής του θα ανακαλύψει ότι όλα αυτά που στο παρελθόν απαρνιόταν τώρα επιθυμεί να τα ξαναζήσει σαν αυτά να μην τα απαρνήθηκε ποτέ. (πηγή: culturenow)
Καμέλ Νταούντ, Μερσώ. Ο άλλος ξένος, Εκδόσεις Πατάκη
Βρίσκω εξαιρετική πρόκληση την αναμέτρηση του Νταούντ με το αξεπέραστο όσο και καθηλωτικό βιβλίο του νομπελίστα Καμύ και αυτή η ασχολία εμπεριέχει και μία δυναμική όσο και απαραίτητη επαναπροβολή ενός εκ των κορυφαίων βιβλίων που μας χάρισε ο 20ος αιώνας, αν και δύσκολα μπορεί να λησμονηθεί. Ο Νταούντ επιθυμεί να παρουσιάσει την δική του τάξη πραγμάτων και όχι να ερμηνεύσει τον Καμύ γιατί αυτός παραμένει ανεξήγητος και μη προσεγγίσιμος όσα χρόνια και αν πέρασαν και όσες αναλύσεις και αν πραγματοποιήθηκαν στο διάβα των χρόνων, ίσως αυτή να είναι και η μαγεία του. Ο ήρωας του Νταούντ δεν κινείται μακριά από τον Μερσώ, είναι μία μορφή alter ego του, ένα πρόσωπο προβληματισμένο που τελεί υπό σύγχυση ενώ βρίσκεται σε αναζήτηση εννοιών, πραγμάτων και προσωπικών αγωνιών. Η πράξη του τον βαραίνει αλλά παράλληλα τον λυτρώνει και σαν ένας Σωκράτης που αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δεν τις αποποιείται, καθίσταται ενώπιον των ανθρώπων έτοιμος να δικαστεί ή να αθωωθεί. Και δηλώνει με ωμότητα και ειλικρίνεια: «Ο θάνατος, τις πρώτες μέρες της Ανεξαρτησίας, ήταν εξίσου αναίτιος, παράλογος και απρόσμενος όσο και τότε, σ’ εκείνη την ηλιόλουστη παραλία το 1942». (πηγή: culturenow)