Ελληνική λογοτεχνία

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον…, ΠΕΚ

Τα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, κείμενα εξαιρετικής αφηγηματικής τέχνης, περιγράφουν με ένταση, πυκνότητα, μυστικό παλμό και χάρη ταυτόχρονα, τον έρωτα που πυρπολεί τον άνθρωπο και τον τρελαίνει, καθώς και την απάρνηση του πάθους, με το μεγαλείο και τη μελαγχολία της. Μιλούν για το πόσο ηρωικό είναι να σκοτώσει κανείς μέσα του τον δράκο του πόθου, αλλά και για την «αγρία χαρά» εκείνου που επιλέγει να ζει μέσα στο βάσανό του. Ο Νοσταλγός τού επέκεινα, ο αθεράπευτα μελαγχολικός Παπαδιαμάντης, βλέπει τον γήινο έρωτα ως συγκαλυμμένο ναρκισσισμό, ενώ θεωρεί πως οι μόνες στιγμές αληθινής ευτυχίας για τον άνθρωπο γεννιούνται από τον έρωτα προς το θείο. Είναι αυτές οι μυστικές στιγμές, ωστόσο, που αποδίδονται από τον μεγάλο τεχνίτη με εξόχως γήινο και αισθησιακό τρόπο.
Στη μελέτη της η Αγγέλα Καστρινάκη επιχειρεί να φωτίσει τα αινιγματικά παπαδιαμαντικά κείμενα, με οδηγό τα πανανθρώπινα και τα χριστιανικά σύμβολα. Όμορφες κόρες, κάτω από τη γοητευτική τους όψη αποκαλύπτονται επικίνδυνα στοιχειά του νερού, και νεαροί άντρες κρύβουν κάποτε μέσα τους τη βία του αρπακτικού, ακόμα και τον ίδιο τον διάβολο. Η θάλασσα και η λίμνη, η φωτιά, τα λουλούδια, οι σπηλιές, τα άστρα κι η σελήνη δεν είναι μονάχα διάκοσμος του φυσικού κόσμου, παρά αποτελούν σημεία που οδηγούν βαθύτερα στο νόημά του. Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης χειρίζεται το θέμα του προπατορικού αμαρτήματος, η μελετήτρια υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας έμμεσα αλλά επίμονα υποβάλλει την ανάγκη αποφυγής του σαρκικού έρωτα και της τεκνογονίας, που μόνο δεινά προσθέτουν στον κόσμο, κινούμενος έτσι στα όρια της αποδεκτής χριστιανικής πίστης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Μίμης Ανδρουλάκης, Σαλός Θεού. Ο μυστικός Μίκης, Εκδόσεις Πατάκη

Ο ιλιγγιώδης στροβιλισμός του Μίκη Θεοδωράκη -μουσικός, πολιτικός, ερωτικός, παιγνιώδης- οδηγεί τον αναγνώστη σε εκατό ζωές, στο πανόραμα διακοσίων χρόνων, σε εννιά κεφάλαια:
Το Γαλάζιο Κορίτσι του Μπουένος Άιρες, Το Γαλάζιο Βαγόνι στο Μεγάλο Κόκκινο Τρένο, Σαν Δυτικός Άνεμος: Από την Τυφλή στη Γαλάζια Οπτασία, Ο Άνθρωπος που ήθελε να γίνει Μπετόβεν συν Βοναπάρτης, Ο Σωσίας σε 33 παραλλαγές, Το Πλοίο Φάντασμα ή Ο Ιπτάμενος Κρητικός, “Πυροβολήστε τα Ρολόγια”·. Η Ανάληψις, Στις Συμπληγάδες: “Ανδρέα μου!” “Κώστα μου!”, O θεραπευτής: Οι Ερινύες Ευμενίδες.
Ο Σαλός Θεού συναντιέται, μέσα από χαραμάδες του χρόνου, με τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ, τον Σοστακόβιτς και τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ιάνη Ξενάκη, τον Βασίλη Τσιτσάνη – ανταλλάσσουν τα απόκρυφα του βίου και του έργου τους. Ανασηκώνει το πέπλο της Ίσιδος από τις γυναίκες της ζωής του, μοιράζεται μαζί τους την αθανασία. Ζωντανεύει άγνωστες στιγμές με τους Λένιν, Στάλιν, Τίτο, Τσε, Φιντέλ, Μιτεράν, καθώς και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Μητσοτάκη, τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Αλέξη Τσίπρα και δεκάδες άλλες προσωπικότητες. Στη δίνη του κυκλώνα Μίκης, με την πένα στενού του φίλου επί δεκαετίες, ο χρόνος μεταβάλλεται και δεν έχει νόημα να διακρίνουμε ζωντανούς και πεθαμένους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Κώστας Γουρνάς, Ω γλυκύ μου έαρ, Οι εκδόσεις των Συναδέλφων

Με έναν αδόκιμο όρο, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “road trip-επιτάφιος”.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει μόλις τελειώσει και δύο άντρες, ο Αλέξανδρος και ο κυρ-Φραγμός, αποκομμένοι από την ομάδα των συναγωνιστών τους, επιχειρούν μια, όσο το δυνατόν, διακριτική κάθοδο προς την Αθήνα, σε αναζήτηση μιας επιστροφής στην κανονικότητα, μετά την έξαψη του μετώπου. Με το χάσμα των γενεών να τους χωρίζει, συνοδοιπορούν στους όμορφους τόπους της Θράκης και της Μακεδονίας, ανάμεσα σε ξεχασμένα χωριά που συναντούν τυχαία στον δρόμο τους. Σύντομα θα διαπιστώσουν ότι η ώσμωση μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο κι επίπονο εγχείρημα, μακριά από κάθε διαλεκτικό σχήμα. Ένας μακρύς διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ τους, για την πολιτική, τη φιλία, τις σχέσεις γονιού και παιδιού, αλλά και για την αμφισημία της αρρώστιας που κουβαλά ο καθένας μέσα του. Ένα βιβλίο για τη ζωή και τον θάνατο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Ελεάννα Βλάχου, Εκ των πραγμάτων, Εκδόσεις Ροδακιό

Θαρρώ πως δεν υπήρξε αθηναϊκό σπίτι που να άνοιξε τη δεκαετία του ’50 -τονίζω τη δεκαετία ως ξεκίνημα των νέων νοικοκυριών μετά από την αφάνεια των πολέμων- και να μην είχε έστω ένα κομμάτι σκυριανού επίπλου. Ντελικάτα, ξύλινα, λίγο ή περισσότερο σκαλιστά ή σε ίσια γραμμή καθιστικά και τραπεζάκια επίπλωσαν χυτά τα πρώτα ελπιδοφόρα χρόνια εξυπηρετώντας την οικογένεια αξιοπρεπώς. Χωρίς τίποτα εξεζητημένο, σε τέλειες μεταξύ τους αναλογίες, σταθερά αλλά χωρίς ιδιαίτερο όγκο ούτε περιττά καλύμματα να τα σκεπάζουν, φάνταζαν μέσα στο χώρο μόνο με τη στιλπνάδα του φυσικού τους λούστρου, σκούρο καφέ ή μαύρο. μαύρη μουριά συνήθως η πρώτη ύλη: το ξύλο της, που με τον καιρό παίρνει αυτό το χρώμα, γερό κι ανθεκτικό στο σαράκι, έχει αντίθετα φλοιό μαλακό και εύκολα κατεργάσιμο. Έτσι μας έμειναν γνωστά για τα χειροποίητα σκαλίσματά τους, τα απλά εκείνα μοτίβα που διατρέχουν επαναλαμβανόμενα την πάνω και εξωτερική επιφάνεια του τραπεζιού, την πλάτη ή τα μπράτσα μιας πολυθρόνας. Μικρά οβάλ αβαθή βαθουλώματα στην αφή -σα να τα έχεις μόλις ζουλήξει με το δάχτυλο ο ίδιος εσύ- τρέχουν ευχάριστα στο χέρι σαν χάντρες κομπολογιού και με τα πισωγυρίσματα δεν τελειώνουν ποτέ. Στο μάτι πάλι, καθώς το φως σκαλώνει πάνω τους αφήνει τον ίσκιο να μοιάζει με πούπουλο, το πτέρωμα του δικέφαλου που στολίζει διακριτικά την πλάτη. Στην “παΐδα”, την πλάτη όπως τη λένε οι Σκυριανοί μαστόροι, ο αετός ανοίγει τις φτερούγες του προστατευτικά και σου καλύπτει τα νώτα με ασφάλεια. […] (Από “Τα Παρακοιμώμενα”).


Δημήτρης Καρακίτσος, Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολιβιέ, Εκδόσεις Ποταμός

Ως γνωστόν η Κέρκυρα είναι το κέντρο του κόσμου. Η θάλασσα που την κυκλώνει της χαρίζει όμορφες ακρογιαλιές και ήσυχους χειμερινούς μήνες. Εδώ, κάτω από του ουρανού το μέγα πολυκάντηλο, οι άνθρωποι ζουν δυο ζωές, παρά τις αυταπάτες τους. Άλλωστε τίποτα δεν είναι αληθινό. Ο Βαρθολομαίος Ολίβιε, ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο με διάχυτες φυλλωσιές, έχοντας διαβρωθεί από τη σιωπή της νυχτερινής βάρδιας, ονειρεύεται ότι μπορεί να γράψει ιστορίες. Το νησί δεν αγνοεί κανένα τέκνο του. Αργά το βράδυ, που στα καντούνια παρελαύνουν στοιχειωμένες φιλαρμονικές, ο ρεσεψιονίστ δίνει τη θέση του στον διηγηματογράφο. Ο Βαρθολομαίος δεν χρειάζεται να επινοήσει τίποτα: οι ιστορίες του υπάρχουν αιώνες εδώ, χαραγμένες στα δέντρα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Γιάννης Μαρής, Η τελευταία ώρα της δίκης – Το σπίτι της κυρίας Χ., Εκδόσεις Άγρα

“Μέρες ολόκληρες ο νεαρός δικηγόρος αγωνιζόταν για να βρει ένα κομματάκι της αλήθειας, και τώρα, εκεί στο μικρό πάρκο του Αγίου Παντελεήμονος, μπροστά σ’ ένα καφέ, κάτω από τα δέντρα, η αλήθεια ήρθε ολόκληρη, επικίνδυνη, δραματική. Η Λέλα Μαυρομμάτη του διηγήθηκε όσα έγιναν κι ο Γιάννης Αποστόλου βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο δίλημμα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος κι ένας δικηγόρος…”
Ο Γιάννης Μαρής έγραψε διάφορα είδη αφηγημάτων, αστυνομικών και μη: “ελαφρά” αστυνομικά, πολλά κλασικά (Whodunit), ολίγα νουάρ, αρκετά ιστορικά αστυνομικά και περισσότερα ψυχολογικά και αισθηματικά θρίλλερ. Ανέκδοτα σε βιβλίο παρέμεναν ως τώρα δύο σύντομα δικαστικά αστυνομικά μυθιστορήματά του (Η τελευταία ώρα της δίκης και Το σπίτι της κυρίας X.), είδος διαδεδομένο εκείνη την εποχή σε βιβλία, σε τηλεοπτικές σειρές και κυρίως στον κινηματογράφο. Ο Μαρής εργαζόταν και ως κινηματογραφικός κριτικός, έβλεπε δεκάδες ταινίες. Πολλές από τις δικαστικές ταινίες, αν όχι όλες, τις είχε δει και σίγουρα γνώριζε το είδος, με το οποίο είχαν ασχοληθεί οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες της εποχής.
Δεύτερη πηγή έμπνευσής του ήταν οι δικαστικές ιστορίες του Erle Stanley Gardner (1889-1969), με ηρώα τον Πέρρυ Μέησον, ο οποίος, εκτός από τα 135 εκατομμύρια αντίτυπα που πούλησε μόνο στην Αμερική, έγινε αργότερα ευρύτερα γνωστός και στην Ελλάδα μέσω της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς. Και ο Ζώρζ Σιμενόν, από την πλευρά του, έγραψε τους Άγνωστους μέσα στο σπίτι και το Γράμμα στον δικαστή μου.
Τρίτη και πιο σημαντική πηγή έμπνευσης ήταν η δημοσιογραφία της εποχής: το δικαστικό ρεπορτάζ, το οποίο ως είδος σήμερα είναι ανύπαρκτο: η κάλυψη μιας δίκης από την εφημερίδα. Η κάλυψη ήταν “ζωντανή” και γέμιζε σελίδες ολόκληρες του καθημερινού Τύπου, αποτελώντας ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του κοινού.
Το σπίτι της κυρίας X. ξεκινάει στην Κυριακάτικη Ακρόπολη στις 19 Αυγούστου 1962, σε εικονογράφηση Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ Η τελευταία ώρα της δίκης σε εικονογράφηση Μ. Γάλλια (κόμικ στριπ με τρεις ή τέσσερις εικόνες) στην πιο μοντέρνα Απογευματινή, τη Δευτέρα 27 Αυγούστου 1962. Ολοκληρώνεται σε σαρανταεννέα καθημερινές συνέχειες τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 1962. Την ίδια μέρα ξεκινάει Ο 13ος επιβάτης, μυθιστόρημα σύνθετης πλοκής με υπόθεση πολυπρόσωπης κληρονομιάς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Χριστόφορος Μηλιώνης, Καλαμάς και Αχέροντας, Εκδόσεις Κίχλη

“ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΗ και τον συνειρμό, ο αφηγητής οδηγείται στα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, καθώς και στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Επιστροφή στον χαμένο χλοερό παράδεισο της απολεσθείσας παιδικής αθωότητας; Καθόλου. Διότι σύμφωνα με τις περιγραφές, τα χρόνια εκείνα δεν ήταν διόλου ζηλευτά – ούτε καν ιδωμένα από τη μακρινή απόσταση της κατοπινής μεσήλικης ζωής. Δεν υπάρχει επομένως καμιά εξιδανίκευση.” (ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ)

“Σ’ όλα τα διηγήματα της συλλογής Καλαμάς κι Αχέροντας, αν και σε διαφορετική ένταση στο καθένα, εμφανίζεται μια ψυχική αβεβαιότητα και αμφιθυμία, μια θλιμμένη αίσθηση που οσμίζεται παντού τη φθορά. Αυτή τη θλίψη, σαν απόηχο ηπειρώτικου τραγουδιού, την κουβαλούν τα πρόσωπα του Μηλιώνη -άντρες ηττημένοι και συνήθως χωρίς πολλές δυνάμεις- , στη ζωή-εξορία της πόλης αλλά και στη βουβή ζωή του κατεστραμμένου γενέθλιου τόπου.” (ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ)


Ανδρέας Στάϊκος, Άτακτα κορίτσια, Εκδόσεις Άγρα

ΑΝΤΟΝΕΛΛΙΑΝΑ, ΝΑΝΑ, ΑΝΝΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, ΛΕΛΑ, Λέλα και πάλι Λέλα, για πάντα Λέλα. Πολλές γυναίκες και πάντα μία, η ανύπαρκτη Λέλα των ονείρων.
Κορίτσια άτακτα, αδέσποτα κορίτσια της φαντασίας και της πραγματικότητας ενός φτωχού και ανυπεράσπιστου συγγραφέα συναντώνται στη φανταχτερή δεξίωση που παραθέτει το μικρό αυτό βιβλίο.
Με τις αταξίες και τα καμώματά τους, τα άτακτα κορίτσια σκορπίζουν αφειδώλευτα τη σαγήνη και την ταραχή στο σώμα και το πνεύμα των τυχερών-άτυχων συμπρωταγωνιστών τους.
Τα άτακτα κορίτσια και οι εκάστοτε συμπρωταγωνιστές τους, στο κοινό τους παιχνίδι, κερδίζουν χρόνο, καλύπτουν με ουτοπίες και πλουμίδια το κενό της ύπαρξής τους και επιμηκύνουν την παράστασή τους αναβάλλοντας διαρκώς, για κάποια άλλη φορά -έως πότε;- την αναπόφευκτη πτώση της αυλαίας.
Μια συλλογή διηγημάτων, διασκορπισμένων, δυσεύρετων ή και χαμένων σε εφημερίδες και περιοδικά, που καλύπτουν το διάστημα μιας τριακονταετίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Πάνος Βούλγαρης, Το αερόστατο, Εκδόσεις Λέμβος

Ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα το τουριστικό αερόστατο μιας φανταστικής πρωτεύουσας φεύγει ακυβέρνητο στους αιθέρες. Όλα δείχνουν εκ πρώτης όψεως ότι πρόκειται για ατύχημα. Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη, αφού το συμβάν είναι σκηνοθετημένο με κάθε λεπτομέρεια από τις πολιτικές ηγεσίες δύο γειτονικών χωρών που μισιούνται θανάσιμα. Επιφανείς πολιτικοί, δήμαρχοι, ιερείς κι επιχειρηματίες, είναι όλοι μαζί στο κόλπο άλλος βαθύτερα κι άλλος όχι, ανάλογα με την αμοιβή που αντιστοιχεί στον καθένα.
Μέσα στο αερόστατο, ο ξυλουργός με την πανέξυπνη κόρη, ένα ζευγάρι ομοφυλόφυλων, ένας ιερέας, μία ηλικιωμένη κυρία, ένας μελαγχολικός κύριος κι ένας φωτογράφος, είναι αναγκασμένοι να συμβιώσουν και να διευθετήσουν τις όποιες συγκρούσεις προκύπτουν μέσα στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που τους αναλογούν. Καθώς οι αβοήθητοι επιβάτες αναμετριούνται σιωπηλά με τους δαίμονές τους και τον φόβο του τέλους, το αερόστατο όλο και ξεμακραίνει βαθύτερα στον ουράνιο θόλο.
Το αερόστατο άλλες φορές κωμικό κι άλλες τραγικό περιγράφει τον παραλογισμό της σύγχρονης εποχής, τη βία και τον κυνισμό της εξουσίας.
Όλα θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους, παρόλα αυτά ορισμένοι άνθρωποι αντιστέκονται και παραμένουν μέχρι το τέλος άνθρωποι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).


Γιάννης Πάσχος, Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο, Εκδόσεις Περισπωμένη

Οι ιστορίες του Δον Ντομίνγκο είναι το δώρο που άφησε ο Δήμος (αγνώστων λοιπών στοιχείων) στους συνανθρώπους του πριν εξαφανιστεί. Είκοσι και μία μαγικές και παράξενες ιστορίες που άλλους τρόμαξαν κι άλλους παρηγόρησαν, όταν η ζωή έσφιγγε περίεργα γύρω τους και τα περιθώρια αντίδρασης μίκραιναν. Οι ιστορίες του Δον Ντομίνγκο ελάφρυναν τις λογικές σκέψεις από το βάρος του αποτελέσματος, τον στόχο από το βάρος της αποτυχίας, απάλυναν τις ψυχές των ανθρώπων και τις γέμισαν με τον μύθο, το παιχνίδι και την αστείρευτη επιθυμία για ανατροπή. Αν και τόσο διαφορετικός και παρεξηγημένος από τους πιο πολλούς, ο Δον Ντομίνγκο ήταν ο μόνος που τους δάνεισε με γενναιοδωρία τη ματιά του κι έμεινε πιστός, κοντά τους, σαν σκυλί, μέχρι τέλους.
Ο Δον Ντομίνγκο ήταν ένας μοναδικός φίλος. Μέσα στην τραγικότητά του παρέμενε αισιόδοξος, τραγουδούσε άριες και φωτογράφιζε τον κόσμο όπως δεν το ‘κανε ποτέ κανείς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).