Η ιστορία της σύγχρονης Ρωσίας του 20ου αιώνα είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της Ευρώπης, δεν είναι άλλωστε τυχαία η ανάμειξη της Ρωσίας σε διάφορα ευρωπαϊκά θέματα και βέβαια στους ευρωπαϊκούς πολέμους, τόσο του 19ου όσο και του 20ου αιώνα. Θα αναφερθώ σε δύο μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας που με τη γραφή τους, τη σκέψη τους και την πολυτάραχη ζωή τους σημάδεψαν, όχι μόνο τη λογοτεχνία, αλλά και την ιστορία της χώρας και κατ’ επέκταση όλου του κόσμου και της αντίληψης για αυτόν. Διήγαν παράλληλους βίους, τα βιβλία τους λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν, γεύτηκαν τη βαρβαρότητα και την αδικία του ολοκληρωτικού και απολυταρχικού σταλινικού και εν μέρει του μετασταλινικού καθεστώτος και κατάφεραν να αποκατασταθούν ηθικά στο εξωτερικό όπου και αναγνωρίστηκαν. Αυτό άλλωστε συμβαίνει με προσωπικότητες της διανόησης ανά τον κόσμο που αναζητούν μια σανίδα σωτηρίας και έκφρασης όταν σκοτεινές εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις, είτε επιβουλεύονται το έργο τους, είτε με τάση παραποίησής του το οικειοποιούνται για ίδιον όφελος. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Βασίλι Γκρόσμαν είναι προσωπικότητες που πάλεψαν με το έργο τους και την αστείρευτη δύναμη της ψυχής τους και βγήκαν ζωντανοί από τη λαίλαπα του «πολέμου» που δέχτηκαν, ενώ μέσα από το λογοτεχνικό τους αποτύπωμα έγραψαν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ιστορία.
Βασίλι Γκρόσμαν: Ακούραστος συγγραφέας και αγωνιστής
Ο Βασίλι Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1905 και ήταν Σοβιετικός, εβραϊκής καταγωγής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Υπήρξε ανταποκριτής στα μέτωπα του πολέμου στις μάχες του Στάλινγκραντ, της Μόσχας, του Κουρσκ και του Βερολίνου όπου και έζησε από κοντά τη βαναυσότητα των μαχών, τη μυρωδιά του θανάτου καθώς και τις μάχες σώμα με σώμα. Δεν δίστασε να καταγράψει – κάλυψε τα γεγονότα για το περιοδικό «Κόκκινο Αστέρι» ως εθελοντής ανταποκριτής λόγω φυματίωσης που δεν του επέτρεψε να καταταγεί στον στρατό – με κίνδυνο της ζωής του κάθε στιγμιότυπο και συμβάν ενώ ήταν παρών στο Στρατόπεδο Τρεμπλίνκα όταν έφτασαν τα σοβιετικά στρατεύματα. Οι εικόνες που είδε ιδίοις όμμασι τον οδήγησαν να τις μεταφέρει στο χαρτί στο κείμενο του «Η κόλαση της Τρεμπλίνκα» όπου και έδωσε μια πρώτη μαρτυρία σχετικά με αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης ενώ οι συνεντεύξεις που πήρε από πρώην κρατούμενους χρησιμοποιήθηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Το κείμενο αυτό θυμίζει κατά πολύ τα αντίστοιχα μυθιστορήματα/χρονικά τόσο του Πρίμο Λέβι «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» όσο και εκείνο του Χόρχε Σεμπρούν «Το μεγάλο ταξίδι», κείμενα που επίσης μαρτυρούν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις συνθήκες κράτησης και τα βασανιστήρια που υπέστησαν τόσοι άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν με φρικιαστικό τρόπο.
Στο δρόμο προς τη συγγραφή
Ήδη από το 1934 ο Γκρόσμαν εγκαταλείπει την δουλειά του μηχανικού για να αφοσιωθεί στη συγγραφή και ξεπηδούν τα πρώτα του κείμενα. Είχαν προηγηθεί οι σπουδές του στη χημεία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ενώ μάλιστα εργαζόταν ως μηχανολόγος είχε ξεκινήσει να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, όπως για παράδειγμα το «Στην Πόλη του Μπερντίτσεφ», το οποίο και τράβηξε το ενδιαφέρον του Μαξίμ Γκόρκι, του Ισαάκ Μπάμπελ και του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Σε αυτό το διήγημα, εμπνευσμένο από την εργασία του ως υπεύθυνος εργατών στα ανθρακωρυχεία του Ντόνετσκ, θα υπερασπιστεί την εβραϊκή του καταγωγή τοποθετώντας σε πρώτη προβολή τη μιζέρια μιας εβραϊκής οικογένειας και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής της. Ο ίδιος, αν και υποστήριζε πως ο κομμουνισμός μπορεί να είναι η λύση για να αντιμετωπιστεί ο αντισημιτισμός και ο φασισμός που εκείνη την περίοδο επελαύνουν επικίνδυνα, δέχτηκε σφοδρή κριτική. Μέσα σε όλο το κυνηγητό που δέχτηκε και τις διώξεις για τα φρονήματά του, εκείνο που ουσιαστικά και καίρια στιγμάτισε, τόσο το συγγραφέα αλλά κυρίως τον άνθρωπο Γκρόσμαν, είναι η διαπίστωση της θανάτωσης χιλιάδων Εβραίων στα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με την βοήθεια και ρωσικών δυνάμεων. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της ολέθριας τακτικής και η μητέρα του, την οποία δυστυχώς δεν μπόρεσε να σώσει. Αυτό το συνταρακτικό για τον ίδιο γεγονός δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει και το έφερε βαριά στην συνείδησή του, ενώ στα γραπτά του είναι εμφανής η προσπάθεια να λυτρώσει τον πόνο του. Ο ίδιος βρίσκεται πολύ κοντά στον ανθρωπισμό έτσι όπως αυτός εκφράστηκε από τα έργα του συμπατριώτη του Αντόν Τσέχοφ, με αυτή την αγάπη για τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, τα συναισθήματά του, την αλήθεια του απλού ανθρώπου που στέκεται μακριά από την υποκρισία και το ψέμα, του ανθρώπου που εκλιπαρεί να τον προσέξουν οι κυβερνώντες.
Στη δίνη της λογοκρισίας και της απαγόρευσης
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω εμπειρίες του Γκρόσμαν από τα διάφορα πολεμικά μέτωπα αποτέλεσαν πρώτης τάξεως υλικό για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του, των διηγημάτων του και των χρονικών πολέμου, τα οποία και καταθέτουν τη σκληρότητα και την ωμότητα που βίωσε ο ίδιος από νωρίς στη ζωή του. Με πικρία και πόνο περιγράφει τις διάφορες σκηνές και στιγμές που έζησε. Με δραματικό τόνο και ανατριχιαστική λεπτομέρεια μας κάνει κοινωνούς της απίστευτης βιαιοπραγίας σε βάρος αθώων ανθρώπων και της σφαγής τεράστιων πληθυσμών. Ο ίδιος δεν εντάχθηκε στο κίνημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που εκείνη την περίοδο ήταν ευρέως διαδεδομένος, σημειωτέο πως στους κύκλους του κατέφευγαν οι περισσότεροι στρατευμένοι διανοητές και συγγραφείς της εποχής. Βέβαια, παρότι εκείνος ήταν πιστός στο κομμουνιστικό ιδεώδες και πίστευε στη δράση του κατά του φασισμού και του αντισημιτισμού, κυνηγήθηκε και έργα του θεμελιώδη όπως «Ζωή και Πεπρωμένο» και «Τα πάντα ρεί» θεωρήθηκαν αντισοβιετικά. Ακόμα περισσότερο, τα βιβλία αυτά απαγορεύτηκαν και λογοκρίθηκαν σε τέτοιο βαθμό που πράκτορες της KGB κατέσχεσαν έγγραφα του «Ζωή και πεπρωμένο» και με ειρωνεία του διαμήνυαν πως το βιβλίο αυτό δεν πρόκειται να εκδοθεί ούτε στα επόμενα διακόσια με τριακόσια χρόνια. Τελικά το έργο, το οποίο είναι εμπνευσμένο από τον Τολστοϊκό κόσμο του «Πόλεμος και Ειρήνη», εκδόθηκε στη Ρωσία το 1988 αφού προηγουμένως είχαν καταφέρει κρυφά από το καθεστώς να βγάλουν αντίγραφο στο εξωτερικό όπου και πρωτοεκδόθηκε.
Αυτό που προκύπτει από την αφήγησή του είναι η πικρία με την οποία έφυγε από τη ζωή, με το παράπονο δηλαδή πως πίστεψε σε μία ουτοπία και σε ένα βασανιστικό όνειρο πως ο Κόκκινος Στρατός που κέρδισε μάχες θα έβγαζε την χώρα από το κακό παρελθόν, θα άφηνε χώρο για περισσότερη ελευθερία και θα σήμαινε το τέλος της τρομοκρατίας των γκούλαγκ και των εξοριών. Δυστυχώς, απογοητεύτηκε σαν είδε τις διώξεις του σταλινικού καθεστώτος αλλά και της μετασταλινικής εποχής να παίρνουν σάρκα και οστά και να αποτελούν πρωταρχική απειλή για τους πολίτες και κυρίως τους ανθρώπους της τέχνης και της διανόησης που δεν συμμορφώνονταν με τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραζε το καθεστώς. Θα δει με τα ίδια του τα μάτια το ναζισμό και το σοβιετικό ιδεώδες, που πίστευε πως είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες και διέπονταν από διαφορετική ηθική βάση, να κινούνται και να άγονται τελικά από τις ίδιες «αξίες» και κανόνες, με αποτέλεσμα μάλιστα να θεωρηθεί ο ίδιος εχθρός του συστήματος αφού απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη σοβιετική κομμουνιστική καθεστηκυία τάξη. Το κορυφαίο του έργο «For a just cause» (δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά), λογοκρίθηκε πολύ έντονα και τον κατέστησε εχθρό του λαού αφού αναφερόταν σε όλα τα δεινά και τις κακουχίες που το ίδιο το καθεστώς και οι συν αυτώ προκαλούσαν.
Αλεξάντρ Σολζενίτσιν: Ένας αιώνιος εξόριστος
Σχεδόν σύγχρονος του Γκρόσμαν – τους χωρίζει περίπου μια δεκαετία – ο Σολζενίτσιν γεννιέται το 1918 σε μια Ρωσία που όλα σφύζουν από επανάσταση, δολοφονίες και αναστάτωση, κοινωνική και πολιτική. Παράλληλο βίο διήγε και ο Σολζενίτσιν, όμοιο με εκείνον του Γκρόσμαν, με τη διαφορά πως εκείνος πολέμησε, καθότι υγιής, στο μέτωπο και παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του. Παρόλη την προσφορά του όμως σε διάφορα τάγματα, ένα γράμμα του στο οποίο υπήρχε η υπόνοια πως εκφράστηκε ειρωνικά για το πρόσωπο του Ιωσήφ Στάλιν τον στιγματίζει και έτσι με το τέλος του πολέμου το 1945 καταδικάζεται σε ισόβια εκτόπιση, σε οκταετή καταναγκαστική εργασία και σε ένα χρονικό εξοριών που θα λήξει πολλές δεκαετίες αργότερα. Ο Σολζενίτσιν είναι και αυτός ένας αγωνιστής, επώνυμος γιατί υπάρχουν και πολλοί ανώνυμοι, κυνηγημένος και διωγμένος από μία πατρίδα, την οποία ναι μεν υπηρέτησε με σθένος, υψηλό φρόνημα και αυταπάρνηση αλλά αυτή αρνήθηκε να του το αναγνωρίσει και μάλιστα τον αντιμετώπισε ως το χειρότερο εγκληματία και προδότη. Κατά τη διάρκεια της οκταετούς καταναγκαστικής εργασίας μεταφέρθηκε σε πολλά στρατόπεδα στο ασιατικό κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης και αντιμετώπισε την ύστατη στιγμή καρκίνο που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή.
Ο Σολζενίτσιν είναι μια αμιγώς πολιτική μορφή που με την δράση του και τον λόγο του αγωνίστηκε για την ελευθερία της έκφρασης ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης και δικτατορικής συμπεριφοράς. Από το δικό του μετερίζι της εξορίας και του διωγμού, το οποίο ποτέ δεν τον λύγισε, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με το καθεστώς του Στάλιν και αργότερα με εκείνο του Μπρέζνιεφ και να δηλώσει παρών στο δρόμο προς έναν εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής στην Ρωσία και προς μία βελτίωση των συνθηκών ζωής, όπως ακριβώς έπραξε με κίνδυνο της ζωής του και ο Γκρόσμαν. Για ένα διάστημα κατάφερε να απολαύσει τη χαρά της ηρεμίας και να αποφύγει τις διώξεις μια και προστατεύθηκε από το καθεστώς Χρουστσόφ, ο οποίος άλλωστε επέτρεψε και την έκδοση του βιβλίου «Μια ημέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Δυστυχώς, αυτή η περίοδος χάριτος διήρκησε πολύ λίγο και ήταν μόνο ένα διάλειμμα στον ορυμαγδό της συκοφαντίας που υπέστη.
Εξορία: Τόπος γέννησης του συγγραφέα Σολζενίτσιν
Στους τόπους εξορίας ο Σολζενίτσιν θα συλλάβει το πρώτο μυθιστόρημα που έμελλε να γίνει η αιτία της φήμης του αλλά και της νέας του περιπέτειας. Με θάρρος και τόλμη θα προχωρήσει στην παράδοση του χειρόγραφου του βιβλίου που εκδόθηκε αργότερα υπό τον τίτλο «Μια ημέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Εκεί αποτυπώνει και καταγράφει μια δική του ημέρα από την καθημερινότητα του ως εξόριστος στα γκούλαγκ, όλο αυτό τον αγώνα επιβίωσης στον οποίο επιδίδεται χωρίς να γνωρίζει τη μέρα απελευθέρωσής του από το ζυγό μιας άδικης ομηρίας. Ζώντας σαν σκλάβος ουσιαστικά, ο Σολζενίτσιν περιγράφει την προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπεια μέσω της καθημερινής πάλης με την ίδια του την υπόσταση και μέσω της εργασίας που του είχε επιβληθεί να κατορθώσει να κρατηθεί πνευματικά –κυρίως- και σωματικά ζωντανός, όρθιος στον αγώνα για ελευθερία συνείδησης. Δεν απέχει και πολύ το μυθιστόρημα από την αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ «12 χρόνια σκλάβος», μόνο που ο εγκλεισμός και η στέρηση ελευθερίας επιβλήθηκαν για διαφορετικούς λόγους, ο ένας λόγω φυλετικής διάκρισης και ο άλλος λόγω επικίνδυνων πολιτικών φρονημάτων.
Μεταξύ 1973 και 1978 εκδίδονται στο εξωτερικό τα δύο μέρη του εμβληματικού βιβλίου του Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», ένα ιστορικό καταγραφής των γεγονότων που έλαβαν χώρα και διαδραματίστηκαν στα διάφορα στρατόπεδα κράτησης πολιτικών κρατουμένων και αντιρρησιών. Μέσα από μαρτυρίες τόσο του ίδιου του συγγραφέα που βίωσε την αθλιότητα και την βαρβαρότητα από πρώτο χέρι, όσο και μέσα από τις μαρτυρίες 227 ανθρώπων που έζησαν τον εφιάλτη της φυλάκισης και του εξευτελισμού τους, ο Σολζενίτσιν με σθένος ψυχής και λογοτεχνική ευφυία φέρνει στο φως και δημοσιοποιεί πρόσωπα και πράγματα. Την περίοδο δημοσίευσής του αλλά και πριν, δηλαδή από το 1965 και μετά, βιώνει ένα δεύτερο κύμα κυνηγητού από την κυβέρνηση και τις μυστικές υπηρεσίες και διώκεται τακτικά λόγω των όσων γράφει και αναφέρει στα βιβλία του. Τα γραπτά του κατάσχονται επανειλημμένα καθιστώντας τον ανοιχτά και απροκάλυπτα στόχο και απειλή του σοβιετικού καθεστώτος και εχθρό του λαού ενώ του ανακοινώνεται πως βρίσκεται σε στενό κλοιό συνεχής παρακολούθησης και υπό αυστηρή δυσμένεια. Να σημειωθεί πως του είχε ήδη απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ το 1970, το οποίο βέβαια ποτέ δεν παρέλαβε γιατί δεν πήγε στην Στοκχόλμη από φόβο μήπως δεν του επιτραπεί η επανείσοδος στη χώρα.
Στο Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ ξεδιπλώνεται καταφανώς η θλιβερή μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων που, είτε βρήκαν το θάνατο, είτε εξοντώθηκαν ψυχικά και σωματικά υπό το βάρος των πιέσεων για ομολογία ανύπαρκτων πράξεων συνέχεια ανυπόστατων κατηγοριών. Θα γράψει χαρακτηριστικά: «Η περιοχή του ποταμού Κολύμα ήταν το μεγαλύτερο και το πιο φημισμένο νησί, ο πόλος της απανθρωπιάς αυτής της καταπληκτικής χώρας Γκουλάγκ, που η γεωγραφία την έχει κομματιάσει σε αρχιπέλαγος, αλλά η ψυχολογία την αλυσόδεσε σε ήπειρο – μιας χώρας σχεδόν αθέατης, σχεδόν ανεπαίσθητης, όπου και κατοικούσε ο λαός των Ζεκ [κρατουμένων]». Το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, πέρα από ένα πρωτοποριακό και πρωτοφανές χρονογράφημα και πόνημα ιστορικής και λογοτεχνικής φύσεως σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι και ένα σαφές ανοιχτό διάβημα διαμαρτυρίας και καταγγελίας προς το καθεστώς και τις αήθεις τακτικές του, ενώ εύλογα προκάλεσε τριγμούς στο σύστημα διακυβέρνησης και της τακτικής απόκρυψης πληροφοριών. Ακριβώς όπως συνέβη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με το «Τσέρνομπιλ» της επίσης Νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, όπου καταγράφει μόνο μέσα από μαρτυρίες άλλων το χρονικό καταστροφής μιας ολόκληρης περιοχής αλλά και αυτή την πάγια τακτική αποσιώπησης της πραγματικότητας των συμβάντων.
Ευτυχώς για εκείνον η ηθική του ικανοποίηση και η αποκατάσταση του ονόματός του ήρθε, έστω και αργά, προς το τέλος της ζωής του. Το 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσώφ τού επαναχορήγησε τη σοβιετική ιθαγένεια, αλλά ο Σολζενίτσιν επέστρεψε μόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1994 μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του. Εγκαταστάθηκαν σε μία ντάτσα (εξοχική κατοικία) στη δυτική Μόσχα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστου του 2008, σε ηλικία 89 ετών. Σε αυτά τα τελευταία χρόνια ο κλονισμός της υγείας του ήταν εμφανής. Ασχολήθηκε κυρίως με δύο έργα, το «Σιτάρι ανάμεσα στις μυλόπετρες» (μυθιστορηματική βιογραφία για τη ζωή του στην Αμερική) και το «Διακόσια χρόνια μαζί» (η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στη Ρωσία), τα οποία κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Αποσπάσματα
«Σήμερα αποχαιρετώ το Στάλινγκραντ και φεύγω για το Κοτελνίκοβο και την Ελίστα. Φεύγω με ένα τέτοιο αίσθημα στενοχώριας σαν να έλεγα αντίο σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, διακατέχομαι από συναισθήματα, σκέψεις, μια έντονη συγκίνηση για την πόλη. Η πόλη είναι πια για μένα ένα πρόσωπο υπαρκτό». Βασίλι Γκρόσμαν
«Έχετε εξουσία πάνω στους ανθρώπους, μέχρι τη στιγμή που τους πήρατε τα πάντα. Όμως από τη στιγμή που τους αφήσατε χωρίς τίποτα, τότε τους χάσατε, είναι ελεύθεροι». Αλεξάντρ Σολζενίτσιν