Ο Νίκος Καχτίτσης ανήκει σε εκείνη την κατηγορία λογοτεχνών που δεν ορίζονται ως λογοτέχνες κατ’ επάγγελμα, αλλά κατ’ ανάγκη, ανάγκη γιατί η ζωή του δεν του εξασφάλισε ήρεμα λιμάνια και έτσι κατέφυγε στο γράψιμο για να ανακουφίσει την ψυχή του μακριά από ανέμους. Και αυτή η ανάγκη έκφρασής του σε όλη την διάρκεια της ζωής του δε θα πάψει να είναι ο κύριος μοχλός και η κινητήριος δύναμη της ύπαρξής του. Σε όλο το διάβα της σύντομης και ταλαιπωρημένης ζωής του, ανάμεσα σε πολέμους και αυτοεξορία, ο Καχτίτσης χτίζει μοναδικούς λογοτεχνικούς κόσμους, εμπνευσμένους από τις κακουχίες της ζωής του, τα γεγονότα που ανεξίτηλα χαράχτηκαν στην ψυχή του, σε μια προσπάθεια να λυτρωθεί, να αναζητήσει μονοπάτια εσωτερικής ηρεμίας και αγαλλίασης μακριά από τις σκοτεινές σκέψεις και τις ανησυχίες που ταλανίζουν το ευαίσθητο και κλονισμένο του μυαλό. Σε όλα τα βιβλία του ενυπάρχει και αναδεικνύεται αυτός ο διακαής πόθος να αντιμετωπίσει ενδότερους προβληματισμούς μετατρέποντάς τους σε λέξεις. Αυτό το κατορθώνει μέσα από φανταστικούς ήρωες και πόλεις, πρόσωπα και τόπους που του πρόσφεραν νηνεμία και πνευματική ξεκούραση.
Μια ζωή στο ρίσκο
Τί και αν ο Νίκος Καχτίτσης έζησε μια σύντομη ζωή, καθώς πέθανε από οξεία λευχαιμία μια ανοιξιάτικη μέρα του Μαΐου του 1970, ο ίδιος πρόλαβε να αφήσει πίσω του κληρονομιά ένα πλούσιο, όχι τόσο σε αριθμό, αλλά σε νόημα έργο. Ο Καχτίτσης γεννήθηκε το 1926, αλλά ήδη από την περίοδο της Κατοχής αρχίζουν γι’ αυτόν τα πρώτα εκφραστικά σκιρτήματα και οι πρώτες προσπάθειες να εξωτερικεύσει τις πνευματικές του ανησυχίες. Εκεί στην επαρχία όπου θα μεγαλώσει και θα γαλουχηθεί, θα προσπαθήσει μέσω της γραφής να προβάλλει τη δική του αντίσταση και να ορθώσει το λογοτεχνικό του ανάστημα. Είναι σαφές πως μορφές όπως ο Καχτίτσης φλέγονται από κύματα εγκεφαλικών διεργασιών που με κάποιο τρόπο οφείλουν να εκτονωθούν. Έτσι λοιπόν, με φίλους του – να σημειώσουμε πως είχε συνδεθεί με στενή φιλία με το γνωστό ηθοποιό Ντίνο Ηλιόπουλο – εκδίδουν ένα περιοδικό, τη «Μέλισσα», με πατριωτικό περιεχόμενο, το οποίο δυστυχώς υπό το βάρος επικίνδυνων απειλών αναγκάστηκαν να διακόψουν. Ήδη λοιπόν από πολύ νωρίς ο Καχτίτσης έρχεται αντιμέτωπος με το πλήγμα της λογοκρισίας, η οποία θα ακολουθήσει και αργότερα, τα επόμενα χρόνια, στην πορεία για την πραγμάτωση των πολυπόθητων στόχων του.
Στα χρόνια που ακολουθούν θα βιώσει από πρώτο χέρι πολλές δυσκολίες που θα διαμορφώσουν τον μετέπειτα χαρακτήρα του και θα τον αναγκάσουν τελικά να διαφύγει στο εξωτερικό για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα συγγραφικά του όνειρα. Λίγο μετά την απελευθέρωση της Πάτρας θα συλληφθεί από τα τάγματα ασφαλείας για ανάρμοστη και επικίνδυνη συμπεριφορά και δράση, παρά το γεγονός πως δεν ανήκε σε καμία ομάδα. Όμως το εμφυλιοπολεμικό κλίμα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και οι διενέξεις μεταξύ των διαφορετικών ομάδων που επιζητούσαν ρόλο κυρίαρχο, είχαν δυναμιτίσει όσο τίποτε άλλο την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας και έτσι ο Καχτίτσης έπεσε θύμα αυτής της συγκυρίας δίχως να τον βαραίνουν πραγματικές ενοχές, παρά μόνο υπόνοιες. Με παρέα φίλων από την εκδοτική ομάδα της Μέλισσας αποφασίζουν να εκδώσουν ένα νέο περιοδικό με το όνομα «Νέος ρυθμός» αλλά μετά από δύο τεύχη και εν αναμονή του τρίτου, το περιοδικό αναστέλλει και πάλι την λειτουργία του εν μέσω αντιδράσεων για το περιεχόμενο του. Αυτά τα γεγονότα, από τη μία πεισμώνουν τον νεαρό Καχτίτση αλλά και τον απογοητεύουν βαθύτατα, γιατί κάθε προσπάθειά του πέφτει στο κενό. Αρχίζει ήδη να σκέφτεται τα μελλοντικά του βήματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Η φυγή στο εξωτερικό
Οδηγούμενος από την ανάγκη επιβίωσης και μιας αξιοπρεπούς εργασίας αφού η ενασχόληση με τις εκδόσεις δεν του έχουν επιτρέψει να εξασφαλίσει επαρκή εισοδήματα, λίγο μετά την απελευθέρωση θα εργαστεί στη γραμματεία της «Αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» και παράλληλα θα διδάξει στο Παράρτημα Πατρών της Βρετανικής Ακαδημίας. Αυτή η επαφή με τον ξένο τρόπο εργασίας και η εκτίμηση στο πρόσωπό του θα αρχίζουν να γεννούν μέσα του την ιδέα της φυγής στο εξωτερικό μακριά από πιέσεις παντός τύπου που βιώνει εντός των τειχών και πάντα υπό τον φόβο μιας νέας σύλληψης. Λίγο μετά την απόλυσή του από τον ελληνικό στρατό το 1952 δεν θα χάσει χρόνο και θα μεταβεί για δύο χρόνια στο γαλλικό Καμερούν για να εργαστεί ως λογιστής σε μία βρετανική εταιρεία, αλλά το σαράκι της γραφής δε θα πάψει να τον κυνηγά και έτσι παράλληλα θα εργαστεί αφιλοκερδώς ως συντάκτης για το περιοδικό «Ελευθερία». Οι προσπάθειές του μετά το πέρας των δύο χρόνων για εξεύρεση εργασίας στην Ελλάδα ως συντάκτης σε εφημερίδα και πάλι δεν έχουν αποτέλεσμα και έτσι θα ανταποκριθεί στην πρόσκληση της Θάλειας Τσαπουλάρη να την νυμφευθεί στο Μόντρεαλ του Καναδά. Οι εποχές ήταν δύσκολες για τον ίδιο και μη έχοντας κάποιο λόγο παραμονής στην Αθήνα, το 1956 θα ολοκληρώσει τη διαδικασία γάμου με κουμπάρο τον επιστήθιο φίλο του Ντίνο Ηλιόπουλο.
Στο Μόντρεαλ βιοπορίστηκε με ποικίλες εργασίες όπως κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που αποτέλεσε την κύρια πηγή εσόδων του. Βέβαια, ο πυρετός της συγγραφής συνέχισε να καίει όλα αυτά τα χρόνια μέσα του και ήδη από το 1949 και κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του θα γράψει στα Αγγλικά δεκατέσσερα ποιήματα υπό τον τίτλο Vulnerable Point. Στα ποιήματα αυτά θα φανούν και πάλι τα σημάδια ενός Καχτίτση μοναχικού, ανήσυχου και βασανισμένου, αλλά κυρίως ενός ανθρώπου που το μυαλό του έχει ανάγκη να καταγράψει το ευάλωτο του χαρακτήρα του και την εύθραυστη ψυχική του κατάσταση στο χαρτί. Η επιλογή του τίτλου των ποιημάτων δεν είναι καθόλου τυχαίος αφού ουσιαστικά και καίρια συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω. Την παραπάνω συλλογή την εξέδωσε ο ίδιος το 1968 στο Μόντρεαλ με δικά του έξοδα και τρία από τα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Symposium που εξέδιδε η Βρετανική Ακαδημία, Παράρτημα Πατρών.
Ύστατη δικαίωση ενός πιστού λογοτέχνη
Μέσα σε όλο αυτό το οδοιπορικό, την ανάλωσή του σε διάφορες ανούσιες για τον ίδιο εργασίες, που απλά του διασφάλιζαν τα προς το ζην και την αδυναμία εύρεσης μιας θέσης στο λογοτεχνικό στερέωμα, αλλά κυρίως λόγω των αλλεπάλληλων αναχωμάτων στις διάφορες εκδοτικές απόπειρες, ο Καχτίτσης θα αναζητήσει διέξοδο με όποιο κόστος για να εκδώσει τα βιβλία του και να γευτεί την χαρά της έκδοσης. Επίμονος και αποφασιστικός, θα αποφασίσει πλέον, εν μέσω δικτατορίας στην Ελλάδα, να γράψει τα βιβλία του μόνο στα Αγγλικά, με εξαίρεση τον «Ήρωα της Γάνδης», τον οποίο είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει στον Πύργο το 1967. Η απαγόρευση κειμένων στα Ελληνικά ήταν ένα ακόμα πλήγμα για τον ίδιο αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, ενώ κείμενά του, κυρίως βιβλιοκριτικά άρθρα, είχαν δημοσιευτεί από το 1957 και μετά στην αγγλόφωνη εφημερίδα Montreal Star και άλλα κείμενα στα Ελληνικά στην ομογενειακή εφημερίδα Ελληνοκαναδικό Βήμα, από το 1966 έως το 1970.
Αξίζει να σημειωθεί πως, τόσο στα περιοδικά που εξέδωσε, όσο και στα βιβλία, είχε αναλάβει την καλλιτεχνική και αισθητική τους πλευρά, χειροτεχνώντας ο ίδιος τα τεύχη και τα τετράδια, ενώ κατάφερε έστω και καθυστερημένα να ασχοληθεί και με την τυπογραφία, με την οποία υπήρξε μανιακός. Μαρτυρίες περί αυτού υφίστανται στις επιστολές του προς τον Γ. Παυλόπουλο, στον οποίο είχε αναθέσει τη στοιχειοθεσία στον Πύργο Ηλείας της «Περιπέτειας ενός βιβλίου» και του «Ήρωα της Γάνδης» κατά τα έτη 1965-1967.
Ήρωας της Γάνδης και Εξώστης
Ο Ήρωας της Γάνδης, μοναδικό μυθιστόρημα μαζί με τον Εξώστη, είναι η κατάθεση ψυχής που ο ίδιος επιχειρεί. Στο βιβλίο αυτό, το οποίο είναι σαφώς καφκικής προέλευσης και επιρροής αλλά και επηρεασμένος από λογοτέχνες όπως ο Τζόυς, ο Ντοστογιέφσκι, η Γουλφ και ο Παπαδιαμάντης, ο Καχτίτσης ξεδιπλώνει το κουβάρι της θλίψης του σύγχρονου ανθρώπου που διακατέχεται από ένα συνεχή φόβο και το φάντασμα της ενοχής. Ο Καχτίτσης συμπορεύεται και με τη σχολή της Θεσσαλονίκης, τη σχολή του εσωτερικού μονολόγου όπως συνηθίζεται να λέγεται, με κύριο εκφραστή το Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη. Αναφορικά με τον Ήρωα της Γάνδης, ένα βιβλίο σταθμό στην ελληνική -και όχι μόνο- λογοτεχνία, ο Καχτίτσης θα θελήσει εκεί να εξουδετερώσει, αφού πρώτα αναμετρηθεί με αυτές, σκιές και μορφές που τον κατατρέχουν και τον απειλούν. Δεν είχε επισκεφθεί ποτέ τη Γάνδη, Γάνδη για αυτόν είναι μία εξωπραγματική τοποθεσία όπου λαμβάνει χώρα το μυθιστόρημα και ο ήρωας – πολύ πιθανό το alter ego του – είναι η πάλη του ανθρώπου να αποκρούσει κάθε σκέψη σκοτεινή που τον οδηγεί μακριά από την ύπαρξη, μακριά από τη λογική, μακριά από την ίδια τη ζωή. Είναι έκδηλες οι πληγές και τα τραύματα που του προξένησε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και τα οποία έμειναν ανοιχτά και ανεπούλωτα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, έτσι που ο ίδιος αισθανόταν συνεχώς κατατρεγμένος από ανύπαρκτους και φανταστικούς εχθρούς, αυτούς που περιγράφει και στα δύο βιβλία και προσπαθεί να εξουδετερώσει ονοματίζοντάς τους και δίνοντάς τους υπόσταση.
Ο «Εξώστης« είναι η επιτομή και το απαύγασμα της ίδιας του της προσωπικότητας που προσπαθούσε να ισορροπήσει σε μία πραγματικότητα ξένη, αλλόκοτη και απειλητική. Αγαπημένες του ασχολίες ήταν πάντα η αλληλογραφία με φίλους, όπου άλλοι τον πλήγωσαν και άλλοι τον στήριξαν, η γραφή ποιημάτων – μάλιστα μικρός ακόμα κέρδισε σε διαγωνισμό στο σχολείο το 1941 – και βέβαια η συγγραφή εν γένει καθ’όλη τη διάρκεια του ταραγμένου όσο και δημιουργικού βίου του. Μοιάζει η ζωή του με αρχαία ελληνική τραγωδία που όσο φτάνει προς το τέλος της κορυφώνεται σε ένα χορό που έχει πίκρες, λίγες χαρές και πολύ πόνο. Αυτό το μυθιστόρημα γεννήθηκε μέσα από τα εσώψυχά του, την καρδιά του, που νιώθουμε να σφίγγεται όταν διώχνεται και απομονώνεται, μη θέλοντας τίποτα και κανέναν. Ο Καχτίτσης εμπεριέχεται και αυτοαναφέρεται με τα σημάδια του αόρατου και αφανούς ήρωά του που μονίμως αισθάνεται ένα χέρι εχθρικό να θέλει να τον αγγίξει για να του κάνει κακό. Ένα αδέσποτο σκυλί είναι ο πρωταγωνιστής σε μία θάλασσα μοναξιάς και περιθωριοποίησης γιατί οι καιροί, οι τότε και οι σημερινοί, είναι σκληροί και απάνθρωποι.
Οι λέξεις-κλειδιά και οι φράσεις που χρησιμοποιεί με τόνο απελπισμένο και τελεσίδικο αποκαλύπτουν το δικό του κόσμο, αυτόν που γεύτηκε και έμελλε να ζήσει στον εμφύλιο πόλεμο όταν και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε αντιστασιακή δράση και αυτό γιατί διατηρούσε αλληλογραφία με ένα μέλος της ΕΠΟΝ. Κατόπιν τούτου βίωσε το θέατρο του πολιτικού παραλόγου και βρέθηκε σε ένα κυκλώνα σωματικής βίας προς το άτομό του που τον στιγμάτισε βαθιά σε όλη του την ζωή. Το γεγονός επίσης πως στο κείμενο σημειώνει συχνά πως ο θάνατος είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να τον ανακουφίσει γιατί πολύ απλά κανείς δε θα ψάξει να τον βρει, αποδεικνύει έναν άνθρωπο βαθιά δυστυχισμένο και απογοητευμένο, που μαραζώνει εκεί μακριά στα πέρατα της Αφρικής, μακριά από την πατρίδα του και μη έχοντας την λύση της επιστροφής γιατί δεν γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει. Εδώ υπεισέρχεται το αέναο μικρόβιο της επιστροφής του Οδυσσέα που διακατέχει κάθε Έλληνα και βέβαια και με αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην ταυτίσουμε τον ίδιο ως αφηγητή, αυτόν που έφυγε από τον τόπο του και περιπλανήθηκε για να μην βρει ποτέ χώμα φιλόξενο όπως εκείνος θα το επιθυμούσε.
Ο Καχτίτσης, με την καφκική εμπειρία από το διάβασμα στα Αγγλικά, τόσο της «Δίκης» όσο και του «Πύργου», σφίγγει τον κλοιό και υποφέρει ο ίδιος μέσω του πρωταγωνιστή του, περιμένοντας σαν τον Γκοντό τη λύτρωση που ίσως και ποτέ να μην φτάσει. Πρόκειται άραγε για έναν ήρωα της εποχής του που παλεύει με τα τέρατα της ψυχής του ή είναι μια σκιά της ύπαρξής του και ζει την κάθε μέρα μη γνωρίζοντας το αύριο; Σημειώνει ο ίδιος: «Τρέφω τις πιο σκληρές ιδέες για κείνους που πάνε να μου ταράξουν την ησυχία στην μοναξιά μου». Δεν ονοματίζει τον ήρωά του, τον αφήνει να συνομιλεί άλλοτε με τον ίδιο του τον εαυτό ή μάλλον το άλλο του μισό, με το οποίο σαν ένας άλλος Οξαποδώ που τον έχουν πάρει στο κατόπι προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τις αλυσίδες του νου του και άλλοτε πάλι με κάποιο πρόσωπο, το οποίο δεν ξέρουμε αν υφίσταται και αν υφίσταται εξουθενώνεται από αυτήν την συνομιλία τους, η οποία παίρνει διαστάσεις κολάφου και μαρτυρίου. Η κατάληξή της κουβέντας τους δε βγάζει πουθενά, γιατί οι απόψεις του δεν διασταυρώνονται όπως δύο πτέρυγες εχθρικές που αν βρεθούν θα καταλήξουν σε μάχη σώμα με σώμα. Είναι μία συνεχόμενη πάλη με την ύπαρξή του και την αναζήτηση της που επιχειρεί ο Καχτίτσης. Τελικά τί ζητάει πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη και σ’ αυτή τη γη, γιατί να πληρώνει το τίμημα αυτό; Έλεγε ο ίδιος: «Είμαι το ζωντανό μνημείο του ανυπόφορου ανθρώπου».
«Δεν ξέρω τί δυσκολίες θα βρω. Δεν ξέρω πότε θα πεθάνω. Δεν ξέρω αν είναι αρκετή η τιμωρία που επιβάλλω στον εαυτό μου»