«Ο καλλιτέχνης δεν είναι τίποτα χωρίς το ταλέντο, αλλά το ταλέντο δεν είναι τίποτα χωρίς τη δουλειά». Και πράγματι, ο κοινωνικά ευαίσθητος Εμίλ Ζολά ποτέ δε σταμάτησε να εργάζεται με όπλο το χάρισμά του στη γραφή. Ποτέ δεν κουράστηκε να κυκλοφορεί σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος και να καταγράφει με την ματιά του και ύστερα με το μελάνι του επάνω στο χαρτί τις κοινωνικές ανθρώπινες στιγμές, τις εξάρσεις, τις αδυναμίες, τα τρωτά σημεία που αντίκριζε. Αυτό το έκανε ακόμα και όταν δεν είχε το παραμικρό εισόδημα από τα γραπτά του, ακόμα και όταν με ένα απλό κερί και με ένα κομμάτι ψωμί για φαγητό πάσχιζε και μοχθούσε να αποτυπώσει αυτά που τον απασχολούσαν. Έχασε νωρίς τον πατέρα του και ζούσε για χρόνια με τη μητέρα του με πενιχρά μέσα και προσπαθώντας παράλληλα να μη χάσει τη διάθεσή του για γραφή, εκεί έβρισκε το καταφύγιο στις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε σε νεαρή ακόμα ηλικία όταν και επωμίστηκε το βάρος της επιβίωσης σε ένα κόσμο που τότε άλλαζε ραγδαία. Πέρασε μίζερα και δυστυχή παιδικά χρόνια με πολλές στερήσεις και αναγκαζόταν στο σχολείο λόγω έλλειψης δασκάλων να διαβάζει μόνος και λίγο, χωρίς όμως να αντιμετωπίσει πρόβλημα στα μαθήματα. Πάντα όμως κουβαλούσε στο σακίδιό του κάποιο βιβλίο ενός διάσημου Γάλλου συγγραφέα για να τον συντροφεύει στις δύσκολες στιγμές της καθημερινότητας, μια πρώτη γεύση και ένα πρώιμο σημάδι της επερχόμενης ενασχόλησής του με την γραφή.
Επίμονος μαχητής του λόγου
Ο Ζολά είναι ένας αγωνιστής του λογοτεχνικού είδους, ένας ιδεολόγος, όχι εξ’ ανάγκης αλλά εκ πεποιθήσεως, είναι ανθρωπιστής γιατί με τον τρόπο του υπηρετεί τον άνθρωπο και τον θέτει στο προσκήνιο, όχι για να τον ενοχοποιήσει, αλλά για να καταδείξει πως ο δρόμος της ανηθικότητας και της ανειλικρίνειας δεν έχει επιστροφή. Είναι στρατευμένος, με την έννοια πως πορεύεται από την αγάπη και τη λαχτάρα, το διακαή πόθο, ο λογοτεχνικός του κόσμος, αυτόν που με πολύ κόπο χτίζει, να επιφέρει αλλαγές και να προσφερθεί στον κόσμο ως κοινωνικό αγαθό. Στα έργα του ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, κυρίως δραματικών, αφού τον γδύνει από κάθε πέπλο αποκαλύπτοντας τα διλήμματά του, τις παλινωδίες του, τις μυστικές σκέψεις του, όλο το συναισθηματικό πυρετό που πολλές φορές θολώνει το νου. Όλες αυτές τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου θα τις βρούμε πρωταγωνίστριες στα βιβλία του, με νατουραλιστικά τρόπο δοσμένες, αφού υπήρξε αναμφισβήτητα κύριος και βασικός εκπρόσωπος αυτού του κινήματος.
Ο Εμίλ Ζολά είναι ένας αστός περιπατητής του Παρισιού και της γαλλικής υπαίθρου. Από εκεί εμπνέεται τα ποικίλα θέματά του που καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής, την οποία και ντύνει με ιμπρεσιονιστική γραφή. Οσμίζεται την ατμόσφαιρα της εποχής του και ως λογοτέχνης με ουσιώδη πένα που θυμίζει παλέτα, καταγράφει αυτά που οι φίλοι του Μανέ, Μονέ και Τουλούζ Λωτρέκ ζωγραφίζουν. Σε αυτή τη συγγραφική παλέτα ξεδιπλώνει το μωσαϊκό των συναισθημάτων των ηρώων του, την ανησυχία τους, τους φόβους τους, τα ζητήματα που τους απασχολούν, όπως το χρήμα, η φτώχεια, η συντροφικότητα, η μοναξιά, οι σχέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Έτσι, μέσα από τα χρώματα με τα οποία ντύνει τις ιστορίες του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα παρελθόν που δείχνει να επαναλαμβάνεται και σήμερα με άλλη μορφή. Περιγράφει τόσο στα διηγήματά του, όπως άλλωστε και στα μυθιστορήματά του, την αγωνία και τη δυσκολία με την οποία οι σύγχρονοί του και συμπατριώτες του βιώνουν το χώρο και το χρόνο σε μία Γαλλία που αλλάζει σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό και χωροταξικό, πολλές φορές εις βάρος του ανθρώπου λόγω της εξέλιξης της επιστήμης, της πάλης των τάξεων, της αναδιαμόρφωσης του αστικού τοπίου που αναβαθμίζει τις υποδομές αλλά υποβαθμίζει την ποιότητα της προ βιομηχανικής επανάστασης εποχής. Οι άνθρωποί του είναι πραγματικοί, αφού ο ίδιος τους συναναστρέφεται και μας τους παραδίδει πλούσιους σε αδυναμίες ή ελαττώματα και με την αίσθηση πως είναι ευάλωτοι στα μάτια μας, όπως ακριβώς θα περιμέναμε και όπως εκείνος δεν θα ήθελε να τους αλλάξει για να τους κάνει πιο αρεστούς ή πιο ελκυστικούς.
«Σε λάτρευα με όλες τις μορφές της αγάπης μου, εσένα, που πληρούσες την ύπαρξή μου, εσένα, που η ασύλληπτη ομορφιά σου με γέμιζε με το όνειρό μου» Παραμύθια για τη Νινόν
«Η εργασία πλουτίζει τους ανθρώπους, όμως η εργασία οδηγεί τα άλογα στα σφαγεία» Από το διήγημα «Το γέρικο άλογο»
Μυθιστορήματα που άφησαν εποχή
Νανά, Ζερμινάλ, Τερέζα Ρακέν, Ανθρώπινο κτήνος, Η χαρά της ζωής είναι μόνο μερικά από τα μυθιστορήματα που άφησαν το λογοτεχνικό στίγμα του Ζολά ως προς την εις βάθος περιγραφή και ανάλυση των χαρακτήρων, για την καθαρή και ακατέργαστη αποτύπωση της ζωής καθημερινών ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο του το εγώ. Όλα τα μυθιστορήματα εντάσσονται στη λογική της απεικόνισης της άστατης ανθρώπινης υπόστασης έτσι όπως είχε καταγραφεί από συγγραφείς τόσο του 18ου αιώνα όπως ο Choderlos de Laclos, ο Vivant Denon (ιδρυτής του Λούβρου στο Παρίσι), ο Benjamin Constant, που και αυτοί με τα βιβλία τους πραγματεύθηκαν τα θέματα που απασχόλησαν τον Εμίλ Ζολά. Οι ερωτικές περιπτύξεις στη Νανά, η γυναικεία απιστία και ο ανδρικός αδηφάγος πόθος για παράδειγμα, αναμφίβολα έχουν την προέλευσή τους σε ένα αριστούργημα του 18ου αιώνα, τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό που ακόμα και σήμερα προκαλεί σκάνδαλο η τόσο απροκάλυπτη και έκδηλη ερωτική επιθυμία των ηρώων, μια ερωτική έλξη που δεν έχει κανένα φραγμό ή ηθικό ανάστημα και είναι έτοιμη να καταβροχθίσει κάθε λογική και να γκρεμίσει την οποιαδήποτε πιθανή αναστολή.
Νανά, γυναίκα θύτης ή θύμα;
Η Νανά είναι η πρωταγωνίστρια των καμπαρέ, της πολυτελούς ζωής και της λάμψης όταν βγαίνει στην σκηνή για να διασκεδάσει τον αρσενικό πληθυσμό που βλέπει στο πρόσωπό της μία γυναίκα ποθητή, μία ερωτική οπτασία και ένα σύμβολο ηδονιστικό. Εκμεταλλευόμενη το γεγονός αυτής της απογείωσής της και του θαυμασμού στο πρόσωπό της, θα αναλωθεί σε ένα παιχνίδι επικίνδυνο όπου άλλοτε θα βγει νικήτρια και άλλοτε χαμένη. Γιατί κατά βάθος κανένας άντρας δε δέχεται να καταπατάται ο εγωισμός του και να γίνεται έρμαιο της σαγήνης της. Απογοητευμένη όταν κατεβαίνει από τον θρόνο της σκηνής που τα μάτια των ανδρών την έχουν τοποθετήσει, θα νιώσει την απαξίωση σαν η βαφή της περάσει και την αντικαταστήσει κάποια άλλη πιο φανταχτερή, πιο απαστράπτουσα και πιο λαμπερή. Αυτό είναι εξάλλου και το τίμημα της προβολής και της επιβίωσης σε ένα κόσμο όπου τίποτα δεν χαρίζεται, κανένας δεν συμπονά και ο χρόνος είναι αμείλικτος και εχθρός της αξιοπρέπειας. Το χρήμα είναι η μόνη πυξίδα και η μόνη επένδυση και οι άνθρωποι είναι απλά τα εργαλεία του. Αυτό το σκληρό ρόλο θα παίξει η Νανά, θα απωλέσει τον εαυτό της, θα τον ξαναβρεί, θα γίνει σκιά του εαυτού της, θα ξαναέρθει στο φως, αλλά στο τέλος δε θα είναι ποτέ πια ίδια, μία κούκλα που χάνει λίγο-λίγο την λάμψη της και ξεθωριάζει σαν βρίσκεται εκτεθειμένη στο πολύ κοινό χωρίς προστασία. Αναφέρει η Νανά: «Χωρίς τους άνδρες, αγαπητέ μου, αν δεν με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα, θα ήμουν σε κάποιο μοναστήρι και θα προσευχόμουν στο Θεό, γιατί από μικρή ήμουν θρήσκα…». Κανείς όμως δεν βυθίζεται μόνος του στον βούρκο αν προηγουμένως δεν έχει εισέλθει σε αυτόν από επιθυμία ή από ανάγκη.
Είναι όμως παράλληλα και η γυναίκα-θύμα που επωμίζεται την ασυδοσία των αντρών για επιθυμία, για ανεξέλεγκτη χειραγώγηση του αδύναμου φύλου, όπου θέλει να ξεσπάσει κάθε κρυφό και παράνομο πόθο του. Με οργασμικές διαθέσεις μακριά από τη λογική και τη σύνεση, είναι το θύμα της αδυναμίας ενός αντρικού πληθυσμού που επιθυμεί διακαώς να τιθασεύσει τις ορέξεις του και επιδίδεται αλόγιστα στον εμπαιγμό της φύσης της. Οι άντρες, όργανα κυρίαρχα και με καμία αυτοσυγκράτηση, θα βρουν το οχυρό που λέγεται Νανά έτοιμο για πολιορκία και τα δικά της όπλα, ανίκανα να τους αντισταθούν, θα τη βρουν εξιλαστήριο θύμα τους. Αυτοί οι ακόλαστοι στρατιώτες θα την οδηγήσουν, εκούσια ή ακούσια, στην πλήρη ηθική κατάπτωση και σε έναν εξευτελισμό που, αν και θα ωραιοποιηθεί από τα πλούσια αρώματα, τα ακριβά ρούχα και τα υπέρογκα χρηματικά ποσά, θα είναι η ανακοίνωση ενός τέλους που ήρθε νωρίς. Η Νανά, ένοχη και η ίδια αλλά και συμμέτοχη σε αυτό το έγκλημα που διαπράττεται εις βάρος της, θα τυφλωθεί από τη μαγεία της δόξας και της γοητείας της και θα παρασυρθεί σε έξοδα που δεν μπορεί να καλύψει. Σε αυτό το σημείο θα γίνει σύντροφος και συνοδός αντρών, αμέτρητων θαυμαστών κάθε ηλικίας που θα πλαγιάσουν μαζί της για να ξεκλέψουν λίγο από τον ψυχικό και σωματικό της θησαυρό. Θα γίνουν οι ληστές, κυρίως της ψυχής της, γιατί αυτή παραδίνει κάθε φορά που δέχεται κάποιος να εισβάλει στον μικρόκοσμό της και να την διαφθείρει, να την εξουσιάσει, να την «μαστιγώσει» με έναν τρόπο που δεν πονάει μεσοπρόθεσμα αλλά μακροπρόθεσμα, εδώ ο θάνατος θα είναι αργός και μοιραίος.
Διηγήματα με ανθρώπινο πρόσημο
Εκτός από τα γνωστά μυθιστορήματα, ο Ζολά έγραψε και μια σειρά εξεχόντων διηγημάτων μία διάχυτη μελαγχολία και μία εύπλαστη πραγματικότητα που διέπεται από τους νόμους μίας σκληρής καθημερινότητας και μίας αγριότητας που δεν έχει σταματημό όσο ο άνθρωπος γίνεται θύμα της υποτιθέμενης εξέλιξής του. Άνθρωποι που επιβουλεύονται τις ζωές των διπλανών τους και φθονούν την επιτυχία του πλησίον τους, κυρίες που περπατάνε τις μεγάλες λεωφόρους του εκσυγχρονισμένου Παρισιού και μέσα στη χλιδή τους αδιάφορες και ψυχρές ποτίζουν με ελεημοσύνη τους αδικημένους, ζώα, όπως το γέρικο άλογο σαν από μύθο του Αισώπου, που παραμερίζονται και λησμονούνται λόγω γήρατος ενώ έχουν προσφέρει μία ολάκερη ζωή, αυτά είναι μεταξύ άλλων τα πρόσωπα που απασχολούν έντονα την ψυχή του Ζολά. Στο χαρτί, που είναι το μέσο πυρόσβεσης των προβληματισμών του για αυτά που διαπιστώνει γύρω του, ο Ζολά καταθέτει μία αυξανόμενη καταθλιπτική και γκρίζα συννεφιασμένη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία είναι βουτηγμένοι οι πρωταγωνιστές του και από την οποία κανείς δεν διαφεύγει. Είναι σαν τα φυλλώματα των δέντρων που χάνουν το χρώμα τους το φθινόπωρο τα πρόσωπα του Ζολά, μοναχικοί και διαλυμένοι ψυχολογικά, κατακερματισμένοι από την φθορά του χρόνου, επιβιώνουν και γεύονται λίγη χαρά και πολύ θλίψη σε ένα περιβάλλον που τους φυλακίζει. Είναι η προσπάθεια του Ζολά να καθρεφτίσει αυτούσια τόσο το θόρυβο της πόλης που καταντάει σιωπηλός, αφού κανείς δεν ακούει και δεν ενδιαφέρεται για τον διπλανό του, σαν οι υπάρξεις να είναι αόρατες και θολές και το εγωιστικό μικρόβιο να έχει μολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις, όσο και την ειλικρινή μάχη των απλών και ήρεμων ανθρώπων που με την εργασία τους, το μόχθο τους, τον ιδρώτα τους, προσπαθούν να χτίσουν το παρόν τους και το μέλλον τους αγνοώντας τις αντίξοες συνθήκες που σαν τοίχος εμφανίζονται εμπρός τους.
Κατηγορώ: Ο δίκαιος αγώνας του Ζολά
Είναι εξαιρετικά τιμητικό για τον Ζολά πως εν έτει 1898 και διάσημος πια, δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του αλλά συνέχισε με μεγαλύτερο πείσμα τον αγώνα του για την υπεράσπιση της αλήθειας και της δικαιοσύνης στη Γαλλία. Θα αναλάβει να υπερασπιστεί τον αξιωματικό Ντρέυφους με ένα κείμενο καταπέλτη υπό τον τίτλο «Κατηγορώ». Το είχε πράξει λίγα χρόνια πριν με το Ζερμινάλ όπου ουσιαστικά αποκάλυψε τις άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των ανθρακωρύχων στην ομώνυμη πόλη. Το βιβλίο αυτό, το οποίο έχει μεταφερθεί και στην μεγάλη οθόνη, είναι μια γροθιά στο κατεστημένο που θέλει τον άνθρωπο εργαλείο χωρίς ούτε τα υποτυπώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Ο Ζολά με ωμότητα περιγράφει το σκληρό αγώνα των ανθρώπων που καθημερινά και με κίνδυνο της ζωής τους δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και για πενιχρούς μισθούς την εποχή της βιομηχανοποίησης.
Αυτή την φορά με το «Κατηγορώ», ο Ζολά ξεπερνά τον εαυτό του και κινδυνεύει ο ίδιος τη στιγμή της δόξας του και σε εκείνο τον χρονικό ορίζοντα όπου θα μπορούσε να γευτεί τους καρπούς της δημοτικότητάς του. Αναλαμβάνει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη γενναία και όχι αναγκαία από μέρους του υπεράσπιση, όχι μόνο ενός ανθρώπου αλλά και της ιδέας του κράτους δικαίου, η οποία οδεύει προς την απόλυτη σύληση. Χωρίς να του ζητηθεί και όντας ο μόνος που υπερασπίζεται τον Ντρέιφους με το εξαιρετικά δομημένο και άρτιο κείμενό του που ξεπερνάει βέβαια τα λογοτεχνικά όρια θυμίζοντας δικανικό εγχειρίδιο, ο Ζολά βράζει και είναι εξοργισμένος έπειτα από τις αποκαλύψεις πως η δίωξη του αξιωματικού Ντρέιφους σκηνοθετημένη από το Γαλλικό Υπουργείο Άμυνας και η χωρίς καμία απόδειξη ενοχής του έχουν πραγματοποιηθεί λόγω του γεγονότος πως ο εν λόγω αξιωματικός είναι Εβραϊκής καταγωγής. Ο Ζολά υπερασπίστηκε το Ντρέιφους στέλνοντας ανοιχτή επιστολή στο Γάλλο πρόεδρο, η οποία δημοσιεύτηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1898 στο εξώφυλλο της παριζιάνικης καθημερινής εφημερίδας L’Aurore, του Ζωρζ Κλεμανσώ, υπό τον τίτλο “Κατηγορώ!”. Ο Ζολά ξεσκέπασε μία μηχανορραφία που κόστισε την ελευθερία στο στρατιωτικό Άλφρεντ Ντρέιφους εξαιτίας του αντισημιτισμού του Υπουργείου Αμύνης. Το γράμμα αυτό προκάλεσε αίσθηση σε όλο τον κόσμο. Η πρόθεση του Ζολά ήταν να κατηγορηθεί ο ίδιος για συκοφαντική δυσφήμιση ώστε να δημοσιοποιήσει τα νέα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του Ντρέιφους. Την αποκάλυψη ακολούθησαν δραματικά γεγονότα. Πολλές γαλλικές εφημερίδες τον χτύπησαν, μποϊκόταραν τα βιβλία του και ο ίδιος μόλις που κατόρθωσε να σωθεί από τη μανία του όχλου δραπετεύοντας στην Αγγλία. Το γράμμα του όμως έφερε το αποτέλεσμα που ήθελε. Έγινε αναθεώρηση της δίκης και ο Ντρέιφους αποδείχτηκε αθώος, γεγονός που οδήγησε και στη μεταρρύθμιση του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του χωρισμού εκκλησίας και κράτους. Ο Ζολά λοιπόν δικαιώθηκε για την επιλογή του και όλα συμπυκνώνονται στην παρακάτω επίκαιρη φράση του: «Μια κοινωνία δεν είναι ισχυρή παρά μόνο όταν βγάζει την αλήθεια στο άπλετο φως του ήλιου».
«Η τέχνη δεν μπορεί ν’ αναπαραστήσει την πραγματικότητα».
«Τίποτε δεν τελειώνει ποτέ, αρκεί λίγη ευτυχία για να ξαναρχίσουν όλα».