Πριν λίγα χρόνια είχα την τύχη να δω την εξαιρετική ταινία «Ο τελευταίος σταθμός», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τζέι Παρίνι, με πρωταγωνιστές μεταξύ άλλων τον Κρίστοφερ Πλάμερ και την Έλεν Μίρεν. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται μέσω των ημερολογίων και της αλληλογραφίας του συγγραφέα με την γυναίκα του, τα παιδιά του και τους συνεργάτες, στο έτος 1910, δηλαδή στον τελευταίο χρόνο της ζωής του μεγάλου και σοφού Ρώσου Λέοντος Τολστόι και καταδεικνύει με εμφατικό τρόπο τον εσωτερικό αγώνα του -πιστού στο δικό του Θεό- Τολστόι. Σε όλη του τη ζωή και μέχρι το τέλος υπηρέτησε με ζήλο τις αρχές και τις αξίες που ο ίδιος είχε ορίσει, χωρίς να παρεκκλίνει από αυτές. Υπηρέτησε όμως και ως στρατιώτης στον πόλεμο της Κριμαίας και είδε από κοντά τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα που λέγεται πόλεμος, κάτι που κατέγραψε στο μεγαλειώδες μυθιστόρημα «Πόλεμος και ειρήνη».
Ο Τολστόι ήταν από τους τυχερούς ανθρώπους, αφού δεν είχε οικονομικές δυσκολίες και έτσι κατόρθωσε να αφοσιωθεί, τόσο στη συγγραφή όσο και στο στοχασμό, μια και οι έντονες εσωτερικές αγωνίες του και οι επίμονες φιλοσοφικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στην καταγραφή των σκέψεών του με διάφορους τρόπους. Το ανήσυχο πνεύμα του παρέμεινε ζωντανό μέχρι το τέλος της ζωής του και δεν δίστασε στη δύση της ζωής του να έρθει σε ρήξη με τις αντιλήψεις της κραταιάς Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία τελικά το 1901 τον εκδίωξε από τις τάξεις της.
Στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου
Είναι πολύ δημοφιλής η πρώτη φράση από την Άννα Καρένινα. Ο Τολστόι έγραψε πως «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Παρατήρησε από κοντά τις οικογένειες των φτωχών μουζίκων και βρέθηκε κοντά σε ανθρώπους με προβλήματα, προσπαθώντας με το λόγο του να τους απαλύνει τον πόνο και να τους εξηγήσει την ανάγκη στην πίστη. Έχοντας εξασφαλίσει μία άνετη ζωή λόγω της καταγωγής του από πλούσια οικογένεια, σκύβει πάνω από τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής του και με τα γραπτά του δε σταματά να δίνει ελπίδα στους μη έχοντες. Η Άννα Καρένινα είναι η επιτομή της αποτύπωσης των όσων απασχολούν το μυαλό και την ψυχή του Τολστόι και με όπλο την ηρωίδα του μυθιστορήματος δε θα διστάσει να εκθέσει την ανθρώπινη δίψα για εύκολη καταδίκη, το πάθος του μίσους που φωλιάζει στην ανθρώπινη ψυχή, η οποία με την πρώτη ευκαιρία αδημονεί για εκδίκηση και τιμωρία με κάθε κόστος.
Η Άννα Καρένινα είναι μια γυναίκα που δεν ξεφεύγει από την ανθρώπινη αδυναμία, είναι μια καθημερινή γυναίκα με πάθη και το μόνο που ζητά είναι να αγαπήσει. Θύμα και εκείνη των ερωτικών περιπτύξεων, θα γευτεί τον εξευτελισμό και τη μοχθηρία των ανθρώπων που τελικά θα την οδηγήσουν στο θάνατο, ανήμπορη να τους αντιμετωπίσει. Μέσω της Άννας Καρένινα, ο Τολστόι θα καταδείξει πως η γυναίκα αυτή είναι το εξιλαστήριο θύμα, μια άλλη Μαρία Μαγδαληνή που κουβαλάει όλες τις αμαρτίες του κόσμου πάνω της σαν μέχρι τότε κανείς να μη ρίγησε από ένα ασίγαστο και φλογερό πάθος, σαν κανείς ποτέ να μην αμάρτησε. Και όμως, ο ίδιος ο Τολστόι δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θα την καταδικάσει ή θα την συγχωρέσει, καθιστώντας την έρμαιο της δικής του αδυναμίας και αμφιβολίας. Να συνεχίζει να γεύεται τους καρπούς της ζωής ή να φέρεται σεμνά και ταπεινά προσευχόμενος για τα μελλούμενα; Η Άννα Καρένινα για τον Τολστόι είναι ό,τι η Μόνα Λίζα για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, μία ύπαρξη φανταστική αλλά και πραγματική που καθρεφτίζει τη βασανιστική αγωνιώδη φύση του δημιουργού και τον ατελείωτο αγώνα του για πραγμάτωση των πόθων του από τη μία και λύτρωσης των παθών του από την άλλη. Λένε πώς όταν ζήτησαν κάποτε από τον Ουίλιαμ Φώκνερ να κατονομάσει τα τρία καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, εκείνος απάντησε: “Η Άννα Καρένινα, η Άννα Καρένινα, η Άννα Καρένινα”.
Από το κείμενο «Περί Τρέλας» που έγραψε προς το τέλος της ζωής του και ουσιαστικά είναι απαύγασμα καλοσύνης, ταπεινότητας και σεμνότητας, μοιάζει να ανατέλλει μία δεσμίδα λάμψης και ένας πυρετός θέλησης για αλλαγή. Αυτή η αλλαγή κηρύττεται με πάθος από έναν άνθρωπο μαχητή της ζωής, ένα σοφό που σέβεται το παρελθόν και έτσι μπορεί και διδάσκει την ανάγκη για απάλλειψη φαινόμενων που θα καταστρέψουν το μέλλον και θα προκαλέσουν μεγαλύτερη οδύνη εάν συνεχιστούν. Αναφέρει ο Τολστόι: «Όσο ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα του, κουβαλάει στην ψυχή του το αληθινό καλό και μπορεί πάντα να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του». Εκεί έγκειται η συνεισφορά του στα γράμματα και την κοινωνία, δηλαδή τον απλό κόσμο, στην απλότητα με την οποία διήγε το βίο του, που αν και οικονομικά εύρωστος, αποκηρύσσοντας την πολυτέλεια, πάλεψε με όπλο το λόγο του για να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική ανισότητα. Κατάφερε να γίνει ο εξομολογητής και ο ανακουφιστής ανθρώπων με αυτοκτονικές τάσεις που δεν ήταν ικανοί να ορίσουν την μοίρα τους και έστεκαν έρμαια των άβουλων σκέψεών τους. Προσφέρεται να τους ακούσει, να τους συμβουλεύσει, να γίνει ο πνευματικός τους πατέρας, σα να είχε την πρόθεση να πάρει όλα τα βάρη επάνω του. Στέκεται όμως επίμονα στην επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι να θέσουν τον εαυτό τους εις το όλον γιατί όπως θα πει αργότερα και ο Stephen Hawking: «Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα». Με λίγα λόγια, δεν νοείται, κατά τον Τολστόι, και είναι στάση ζωής από έναν άνθρωπο που έπαιξε επικίνδυνα με την τρέλα και δοκίμασε τα όρια των αντοχών του κολυμπώντας σε λίμνες παραλογισμού, ο άνθρωπος να καταφεύγει σε λύσεις μηδενιστικές απλώνοντας μέσα του την δυστυχία ενώ η ευτυχία είναι μία στάση λίγο πιο μακριά. Το λεωφορείο της ζωής έχει μακρά διαδρομή και εμείς οι επιβάτες του πρέπει να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να τη διανύσουμε ως το τέλος της, όποια και αν είναι τα εμπόδια.
Στην αναζήτηση του θείου
Ο Τολστόι είχε ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγει στο θείο και δεν είναι τυχαίο πως τόσο οι νουβέλες και τα μυθιστορήματά του, όσο και οι χαρακτήρες του έχουν μία αθόρυβη φυγή προς το δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους. Εκεί έγκειται το μεγαλείο του Τολστόι, να καταφέρνει πλήγματα στους ήρωές του και να τους θέτει τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, της ίδιας της ύπαρξης, ακριβώς όπως ο ίδιος ένιωθε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και να στροβιλίζεται συνεχώς σε σκέψεις και σε συλλογισμούς. Ανασφαλής και ανικανοποίητος με τα πλούτη του, αναζητούσε διακαώς και αενάως την σωτηρία της ψυχής του.
Ο Λέων Τολστόι είχε γράψει στα ημερολόγιά του: «Για να μπορέσει κανένας να πλησιάσει το Θεό, πρέπει να ναι εντελώς μόνος». «Το πιο αξιοσημείωτο συμβάν της ζωής του ανθρώπου είναι η στιγμή που παίρνει συνείδηση του εαυτού του. Οι συνέπειες του περιστατικού αυτού μπορεί να ναι οι πιο ευεργετικές ή οι πιο φοβερές». «Η Σονάτα του Κρόυτσερ» είναι εμπνευσμένη από τον Μπετόβεν, την ομώνυμη σονάτα από όπου και πήρε το όνομά της η νουβέλα. Δεν είναι υπερβολή το γεγονός πως ο ρυθμός της νουβέλας αυτής, η οποία έχει εγείρει πλείστα ερωτήματα σχετικά με το νόημά της και τα μηνύματά της, έχει την δραματικότητα του Μπετόβεν, σα να έχει ντυθεί η μουσική με λόγια μέσα από το πνεύμα του Τολστόι. Εκείνη την εποχή, δηλαδή το 1887 που γράφτηκε η νουβέλα αυτή, ο Τολστόι είχε φτάσει στην κορύφωση της συγγραφικής του ζωής και είχε εξασφαλίσει στον εαυτό του την άνεση να εκφράζει την εσωτερική φωνή του. Αυτή δηλαδή την ισχυρή φωνή που αντιπάλευε μέσα του και που ξεστόμιζε και εξωτερίκευε όλα αυτά που τον απασχολούσαν στο μυαλό του, τον προβλημάτιζαν, τον κυρίευαν σε τέτοιο βαθμό που να του προκαλούν πολλές φορές αυτοκτονικές τάσεις. Εργάστηκε πολύ με την σκέψη του, αγαπήθηκε και μισήθηκε για τις απόψεις του, συγκρούστηκε με το κατεστημένο και κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου βλέποντας γύρω του αλλά και μέσα στην ίδια του την πολυμελή οικογένεια την σαθρότητα και την διάβρωση που είχε υποστεί το ανθρώπινο είδος με πλήθος αμαρτιών που για τον ίδιο ήταν ολέθριες και όφειλαν να διορθωθούν.
Μέσα από τα συγγράμματά του αποδεικνύει τη βαθυστόχαστη και ειλικρινή αναζήτηση του εσωτερικού του κόσμου που εκλιπαρούσε για σωτηρία ψυχής και για ένα ταξίδι μεταθανάτιο χωρίς αλλοτριώσεις, ενοχές και βάσανα. Ο Τολστόι στάθηκε ικανός να αφουγκραστεί σαν τον Χριστό την δίψα των συμπατριωτών του για έναν λόγο καθαρτικό που θα έσβηνε κάθε τους λύπη και θα έδινε ένα τόνο αισιοδοξίας στη μαύρη οθόνη του νου τους. Με τη λαχτάρα προσφοράς να τον διακατέχει και απαλλαγμένος από τους φόβους του, αφού συνομίλησε πρώτα με τον εσωτερικό του κόσμο και επανήλθε σε μία κατάσταση νηφάλια, συγκρούστηκε και κατακεραύνωσε τη θρησκεία που έγινε το νεκροταφείο των συνειδήσεων των ανθρώπων. Αυτή η εκκλησία που τον αφόρισε, είναι αυτή που ο ίδιος προηγουμένως αποκήρυξε και κάλεσε τον κόσμο που συναναστράφηκε να αγνοήσει τις ψεύτικες διδασκαλίες, αυτές που δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να απομακρύνουν το λόγο του Χριστού από την πραγματικότητα. Όλα όσα εκείνος πρέσβευε απειλούσαν την καλοστημένη μηχανή των «σοφών γερόντων κληρικών» που με δόλο και απανθρωπιά παγίδευαν αθώους, προσηνείς και θεοσεβούμενους που το μόνο που ζητούσαν ήταν γαλήνη, στήριγμα και διέξοδο από τα προβλήματα που τους ταλάνιζαν.
Διάλογος με το θάνατο
Πώς στην είδηση του επερχόμενου τέλους του βίου του μπορεί κανείς να δει τα λάθη του, να τα μετρήσει και να μηδενίσει τον μετρητή για να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν (ο απόλυτος ορισμός της εξίσωσης όλων άρα και της εφαρμογής του φυσικού νόμου της δικαιοσύνης κατά τον Πυθαγόρα), ο θάνατος μπορεί να είναι μία ζωή μετά τη ζωή; Ερωτήματα που απασχολούσαν τον ίδιο τον Τολστόι καθ΄όλη την διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν ο σύγχρονός του Ντοστογιέφσκι πάλευε με την ανέχεια και την απώλεια, ο Τολστόι αγωνίζεται για το “είναι” του μετά θάνατον, μια και η ζωή του φέρθηκε καλά, τον προίκισε με δώρα, χάρες και χαρές, του εξασφάλισε μια ζωή που πολλοί όμοιοί του θα ζήλευαν. Στην ανήσυχη ψυχή του ωστόσο αναζητά τα κλειδιά εκείνα που θα φέρουν την πραγματική ευτυχία στον ίδιο και στην οικογένειά του, κυριεύεται από την ανάγκη για τη γλώσσα της αλήθειας, την αλήθεια που η ψυχή του ορίζει, καθώς νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, εδραιώνεται στο μυαλό του η επιθυμία για αιώνια γαλήνη.
Σύμφωνα πάλι με όσα αφηγείται ο Τζέι Παρίνι στον «Τελευταίο σταθμό» και σύμφωνα με αυτά που ο ίδιος ο Τολστόι φαίνεται να καταγράφει στην αλληλογραφία του, μετά από έντονο τσακωμό με την γυναίκα του Σοφία Αντρέγιεβνα αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι του. Ίσως αισθανόμενος πως το τέλος του πλησιάζει, επιβιβάζεται σε ένα τρένο και οδεύει προς άγνωστο προορισμό. Όμως από την μία μεριά το βεβαρημένο της υγείας του και από την άλλη η κούραση του ταξιδιού τον λυγίζουν και δεν τον αφήνουν να συνεχίσει το ταξίδι του αφού νιώθει αδύναμος και ήδη αρχίζει να παραδίδει το πνεύμα του. Έτσι αναγκάζεται να καταλύσει στο δωμάτιο ενός σταθμού, του Αστάποβο στα άδυτα της ρωσικής υπαίθρου και εκεί θα είναι και ο τελευταίος του σταθμός καθώς αφήνει την τελευταία του πνοή αφού πρώτα έχει καταφέρει να δει για τελευταία φορά την γυναίκα του και τα παιδιά του που σπεύδουν να τον συναντήσουν. Κανείς δε γνωρίζει αν ο ίδιος είχε συμφιλιωθεί με το θάνατο αλλά είχε γράψει για αυτόν και είχε προετοιμάσει τον εαυτό του για αυτό το ύστατο χαίρε και τη συνάντηση με την μοίρα που για όλους επιφυλάσσει η ζωή στο τελικό της στάδιο. Ο θάνατος ήταν για τον Τολστόι και μια μορφή λύτρωσης από όλα αυτά που τον ταλάνιζαν και τον βασάνιζαν μια και ανέκαθεν αναζητούσε το νόημα της ζωής στην απλότητα και την φώτιση που προέρχεται από την προσευχή και την πίστη στα θεία, τα θεία όπως εκείνος τα εννοούσε, μακριά από την υποκρισία της θρησκείας που χειραγωγούσε τον μέσο άνθρωπο για να υφαρπάξει την πίστη του και έτσι να τον νουθετεί.
«Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς»: ένα προφητικό σύγγραμμα;
Στο πρόσωπο του Ιβάν Ίλιτς, ενός υψηλόβαθμου δικαστικού, o Τολστόι θα καθρεφτίσει τις αγωνίες του για τη σημασία της ζωής, θα συγκεντρώσει το πάθος του για διάλογο με την ίδια τη ζωή και τον θάνατο, έτσι όπως ο απλός άνθρωπος τον αντιλαμβάνεται όταν έρχεται η στιγμή του απολογισμού και μετά την σύνταξη του «λογαριασμού» αρχίζει να αντιμετωπίζει τα καλώς και τα κακώς κείμενα της ζωής που έζησε ή αυτής που δεν έζησε και μέλλει να ζήσει σε κάποια άλλη σφαίρα. Ο Ιβάν Ίλιτς είναι η προσωποποίηση του ανθρώπου που πασχίζει, μάχεται και προσδοκά σε ένα καλύτερο μέλλον. Ποια όμως τροπή μπορεί ξαφνικά να πάρει η ζωή του, αναγκάζοντάς τον να αναθεωρήσει τα μέχρι τώρα πιστεύω του είναι κάτι που ο Ιβάν Ίλιτς δεν είναι έτοιμος να απαντήσει. Όταν η βαριά αρρώστια του χτυπάει την πόρτα τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα που ούτε είχε φανταστεί. Αδυνατεί να δει μέσα στην ψυχή του γιατί επιλέχθηκε εκείνος να περάσει αυτή την δοκιμασία, ποια θα είναι η κατάληξή της και πόσο ο φόβος για το άγνωστο τον διακατέχει κάθε μέρα και περισσότερο. Γιατί η ζωή είναι μία ομπρέλα που όσο περνάει ο καιρός αρχίζει να φθείρεται, να γίνεται ελαττωματική και αυτό που ο Ιβάν Ίλιτς αδημονεί να μάθει είναι κατά πόσο θέλει να βραχεί αν εκείνη σπάσει ολοκληρωτικά.
Στο κρεβάτι του πόνου ο Ίλιτς καλεί το θάνατο να έρθει να τον πάρει γιατί αυτή τελικά είναι η λύτρωσή του, όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας του προσπάθησε να βρει την ισορροπία της ψυχής του για να καταλάβει πως ο θάνατος ήταν για αυτόν μία σωτηρία προσωπική, ένα τέλος που θα έβαζε τέλος στο βάσανο του περίγυρού του, γιατί η λύπη θα έδινε θέση στην χαρά της ανακούφισης για εκείνον που δεν είχε πλέον να φοβηθεί τίποτε. «Πέθανε ο θάνατος, δεν υπάρχει πια» θα αναφωνήσει ως στερνό αντίο σε μία ζωή που εγκατέλειπε, μία άλλη ξεκινούσε, «στην θέση του θανάτου υπήρχε το φως». Ο Τολστόι ανακοινώνει με αυτό το συγγραφικό εγχείρημα και με βλέμμα προς το μέλλον το δικό του τέλος. Προετοίμαζε τη δική του «φυγή» και ήθελε αυτή να γίνει με αρμονία και ευφροσύνη τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες με τον εσωτερικό του κόσμο για να κοιμηθεί ήρεμα τον αιώνιο ύπνο. Έφυγε για το αιώνιο ταξίδι πλήρης ημερών και έργων γνωρίζοντας πως «ευτυχία δεν είναι πάντα να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις».
«Η ζωή μας θα ήταν μία κόλαση απελπισίας αν είχαμε συναίσθηση της κατάστασής μας. Εμείς όμως ούτε την καταλαβαίναμε ούτε την βλέπαμε»
«Η αγάπη, δηλαδή η προαίρεση των ανθρώπινων ψυχών να ενωθούν και οι πράξεις που απορρέουν από τούτη την προαίρεση είναι ο υπέρτατος, ο μοναδικός νόμος που διέπει τη ζωή των ανθρώπων».
«Η ζωή, μία σειρά από μαρτύρια που γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερα, πετάει όλο και πιο γρήγορα προς το τέλος της»