Ο κόσμος του Τσέχοφ είναι ένα ανεξάντλητο μαγικό κουτί όπου κάθε φορά έρχονται στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία και τα δεδομένα που τον διαμόρφωσαν ως συγγραφέα, γιατρό, κοινωνικό λειτουργό της εποχής του, μα πάνω από όλα ως άνθρωπο. «Αν ένα βιβλίο δεν μας συγκλονίζει όπως ένα χτύπημα στο κρανίο, για ποιον λόγο να το διαβάσουμε;» είχε δηλώσει πολύ επιτυχημένα ο Κάφκα. Και σκέφτομαι με το φτωχό μου μυαλό πως αυτός ο αθόρυβος Ρώσος – το όνομα του οποίου αναγράφεται επάνω – ο οποίος με τα γραπτά του σημάδεψε την λογοτεχνική ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο, καταφέρνει κάθε φορά να μας συγκλονίζει συθέμελα, να μας συγκινεί από την κορφή ως τα νύχια, ενώ έχει τον τρόπο να μας ταρακουνάει με τα κοινωνικά του μηνύματα, τα οποία μας διαπερνάνε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία είναι η ερωμένη μου» έλεγε ο ίδιος. Ο Τσέχοφ στα γραπτά του εξέφρασε όλο τον πόνο, την δυστυχία, τα βάσανα των ανθρώπων, τους οποίους συνάντησε καθ’ όλη την διάρκεια της κατά τα άλλα σύντομης ζωής του. Ασθενική φύση ο ίδιος, μια και αρρώστησε από πολύ νωρίς και έτσι γέρασε πολύ νωρίς, ανακούφιζε την ψυχή του αφιερώνοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία του ανθρώπου και της λογοτεχνίας, έτσι όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν. Είτε στα θεατρικά του όπως ο Γλάρος και οι τρεις Αδελφές, είτε στα διηγήματά του όπως ο Θάλαμος αρ.6 και ο Μαύρος μοναχός, είτε στα μυθιστορήματά του όπως η Νήσος Σαχαλίνη και η Μονομαχία, είτε πάλι στην αυτοβιογραφία του με τίτλο η Ζωή μου άφησε στον αναγνώστη την αμφιβολία για τα γραπτά του και για το νόημά τους αλλά τον εμπότισε με την σιγουριά πως όλη του η πορεία είχε έναν και μόνο σκοπό, την αποτύπωση της αλήθειας έτσι όπως ο ίδιος την βίωσε στον τόπο της αδικίας.
Η τέχνη της γραφής του Τσέχοφ είναι ένα κομψό καλλιτέχνημα, ένας πίνακας παθών και μαρτύρων, εκεί αποτυπώνει και απεικονίζει χωρίς περιστροφές αλλά με διαφάνεια και ειλικρίνεια τη σχοινοβασία της ανθρώπινης ψυχής που είναι έτοιμη για κάθε πιθανή εμπειρία της ζωής. Την κακία, το μίσος, την επίθεση, το φθόνο για αυτά που δεν κατέχει και δεν μπορεί να αποκτήσει. Και δεν γίνεται να μη θέσει υπό την κριτική του ματιά όλη αυτή την λαίλαπα και την λάβα διαφθοράς και σήψης που κατακαίει τα χλωρά μαζί με τα ξερά και έχει μολύνει τον κοινωνικό ιστό.
Εμπνευσμένος και αυτοδημιούργητος, παρατηρητικός και ρομαντικός μέσα στην καταχνιά, με έμφυτο ταλέντο που καλλιεργήθηκε μέσα από τις οδυνηρές του εμπειρίες, ο Τσέχοφ κατάφερε να μεγαλουργήσει και να εκτιμηθεί από τους ανθρώπους γύρω του σε τέτοιο βαθμό που ο θάνατός του επέφερε ρίγη συγκίνησης στην Μόσχα όπου κηδεύτηκε με μεγαλειώδεις τιμές. Γιατί αγαπήθηκε από τον κόσμο για την απλότητά του, τη γενναιοδωρία του, τη μεγαλοσύνη και την καλοσύνη του, την απαράμιλλη και ανιδιοτελή προσφορά του στα κοινά, κάτι που δεν κατάφεραν οι πολιτικοί της εποχής του αλλά και οι μεταγενέστεροι. Εξάλλου «αυτός που στάθηκε ένας πραγματικός πολίτης και πατριώτης» διακήρυττε με κάθε ευκαιρία την πεποίθησή του πως: «Η επιθυμία να υπηρετείς το κοινό καλό πρέπει να είναι μία ανάγκη της ψυχής, μία ανάγκη για προσωπική ευτυχία, αν όμως δεν πηγάζει από εκεί αλλά από θεωρητικές ή άλλες αντιλήψεις τότε δεν είναι αυτό που πρέπει». Το έργο του στο σύνολό του κινείται βάση αυτής της πεποίθησης και ανάμεσα στους σύγχρονούς του, τον Τολστόι, τον Γκόρκι, τον Μπούνιν, με τους οποίους ανέπτυξε σχέσεις προσωπικές, υπήρξε αυτός που πάντα πρωτοστατούσε σε δράσης υπέρ της απάλυνσης της ένδειας, πολλές φορές με δικούς του πόρους.
Ο Στανισλάφσκι, στο βιβλίο του «Η ζωή και η τέχνη μου» αφήνει ανοιχτό το μέτωπο της προσωπικότητας του Τσέχοφ, με τον οποίο συνδέθηκαν φιλικά, επισημαίνοντας εύστοχα: «Το κεφάλαιο για τον Τσέχοφ δεν έχει τελειώσει ακόμα, κατά συνέπεια δεν έχουμε διεισδύσει στην ουσία του αφού το βιβλίο του έκλεισε πρόωρα. Ας το ξανανοίξουμε για να μελετήσουμε και να το διαβάσουμε μέχρι τέλος».
Η γοητεία της αφήγησης: Η Κυρία με το σκυλάκι
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν “Η κυρία με το σκυλάκι” μπορεί να θεωρηθεί δείγμα αντιπροσωπευτικό του, πάντως είναι ένα διήγημα λάγνου χαρακτήρα, μεθυστικού ύφους που παίζει σε έναν τόνο ερωτικό και σαγηνευτικό που πολλοί σύγχρονοι θα ζήλευαν.
Ο Ντιμίτρι και η Άννα, η Άννα και ο Ντιμίτρι δύο λαθρεπιβάτες του έρωτα που βιώνουν με μυστικές και υπόγειες διαδρομές είναι τα πρόσωπα πάνω στα οποία είναι θεμελιωμένο αυτό το βιβλίο των λίγων σελίδων που όμως είναι πλούσιο σε εικόνες, σε νοήματα, σε συναισθήματα, σε στιγμές μακριά από την πεζή καθημερινότητα μέσα στην οποία είναι πνιγμένοι οι δύο πρωταγωνιστές και από την οποία θέλουν να ξεφύγουν, να αποδράσουν σε ένα δικό τους κόσμο. Η γνωριμία τους πραγματοποιείται σε ένα καφέ της Γιάλτας, όπου τυχαίνει να συμβεί το μοιραίο συναπάντημα με ένα απλό κοίταγμα, έναν ανθρώπινο διάλογο όπως θα τον ζούσε ο καθένας από εμάς που αναζητάει μία συντροφιά καθόλου προβλέψιμη. Εκείνος μόνος, μοναχικός, άτακτα και αόριστα ταξιδεμένος στις σκέψεις του, εκείνη παντρεμένη και δεσμευμένη αλλά επίσης μόνη, μια και ο δεσμός που με κόπο συντηρεί την φυλακίζει, τη βουλιάζει όλο και πιο πολύ στο βούρκο της αθεράπευτης ανίας της. Η συναναστροφή τους αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μία απελευθέρωση, από μία άλωση της μονότονης ζωής τους. Δραπετεύουν σα να ήταν και οι δύο δεμένοι χειροπόδαρα σε μία άλλη πραγματικότητα που ούτε είχαν φανταστεί, για να αγκαλιάσουν την μοίρα τους, την τύχη τους.
Όλο το διήγημα είναι δομημένο και βασισμένο σε στοιχεία αδιαμφισβήτητα αυτοβιογραφικά, μις και ο Τσέχοφ τα περισσότερα βιβλία του τα εντάσσει σε ένα περιβάλλον κλειστό, μελαγχολικό και αποστασιοποιημένο από τον έξω κόσμο, ακριβώς όπως ήταν και ο ίδιος. Εξάλλου δεν πέρασε και τα καλύτερα παιδικά χρόνια, από μικρός ένιωσε την πατρική αυστηρότητα, τη βίαιη αφοσίωση και προσήλωση σε κάτι που δεν του αφέθηκε χρόνος να το γνωρίσει, για αυτό και έτρεμε την θρησκεία, η οποία του έγινε θηλιά στον λαιμό. Όλα του τα έργα αποπνέουν ένα άρωμα χρόνου που σταμάτησε σε μία χαμένη παιδική ηλικία που και ο ίδιος αναγνωρίζει πως ποτέ δεν έζησε. Όλη του η ζωή, η σύντομη ζωή του, πάσχει από αγάπη, χάσκει από έγνοια και τρυφερότητα, κάτι όμως που προσπάθησε να μεταδώσει στις σκηνές που έπλασε στα έργα του και τα οποία έντυσε με μία ζεστασιά άγνωστη σε αυτόν, μόνο στο νου του ήθελε να την ζωγραφίσει και να την απεικονίσει.
Κόκκινο λουλούδι και Θάλαμος αρ. 6: συγκοινωνούντα δοχεία
Μετά την Κυρία με το σκυλάκι, στην οποία γνωρίσαμε έναν Τσέχοφ έντονα μελαγχολικό, ερωτικό αλλά συνάμα και βαθιά ρομαντικό όσο και ευαίσθητο, ήρθε η ώρα να συναντήσουμε ένα Τσέχοφ πολύ πιο σκοτεινό, φιλοσοφημένο, προβληματισμένο και απογοητευμένο θα έλεγα. Υπάρχει μία δόση ανασφάλειας, αγωνίας και περίλυπης ατμόσφαιρας σε αυτήν την νουβέλα την οποία κτίζει με τόση προσοχή πάνω σε ανθρώπινα και αληθινά θεμέλια, τα οποία είναι από εύθραυστα έως και ετοιμόρροπα. Ο Τσέχοφ περιγράφει στα έργα του έναν κόσμο στάσιμο αλλά και δραστήριο, ικανό να αλλάξει, αλλά λόγω των συνθηκών δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τα σίδερα στα οποία τoν έχουν αλυσοδέσει σαν έναν άλλο Προμηθέα. Είναι συμπονετικός, αλληλέγγυος και παρηγορητικός στον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία, αυτήν την καταβεβλημένη από τις κακουχίες και τις αγκυλώσεις της εξουσίας κοινωνία υφαίνει σε κάθε του γραμμή και εμείς κατανοούμε πόσο η κοινωνία δεν έχει διόλου μεταβληθεί αλλά καθίσταται όλο και πιο τερατώδης, δογματική και κυρίως ματαιόδοξη.
Η ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή της την ίδια την ζωή. Πως είμαστε δηλαδή κλειδωμένοι στην μικρότητα μας και στις σκέψεις μας, βαθιά εσωστρεφείς με τάσεις αλληλοσπαραγμού και υποχθόνιου μίσους ο ένας για τον άλλο. Αυτό χαρακτήριζε τις κοινωνίες του χθες, αυτό κηλιδώνει τις κοινωνίες του σήμερα, αυτό θα στιγματίζει τις κοινωνίες του αύριο. Ο Τσέχοφ μας μιλάει για ένα γιατρό, τον Αντρέι Εφίμιτς σε μία κλινική μίας επαρχιακής πόλης, ένα φιλήσυχο και πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, μία μορφή που αν βάδιζε δίπλα μας θα την εξυφαίναμε ως αόρατη, ως μη ούσα. Και όμως αυτός ο γιατρός που κινείται, κατά πως δείχνει ο ρους της αφήγησης, μακριά από τα πλοκάμια του διεφθαρμένου και σάπιου κυκλώματος των γιατρών, οι οποίοι μεταχειρίζονται τους αρρώστους ως ζώα και χειρότερα ακόμα, έρχεται σε επικοινωνία και επαφή με έναν έγκλειστο της κλινικής, έναν πρώην δικαστικό κλητήρα. Αυτός ο Ιβάν Ντμήτριτς, δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να βρίσκεται εκεί στην κλινική της αθλιότητας και της απαξίωσης του ανθρώπινου είδους. Πάσχει υποτίθεται από μανία καταδιώξεως και η ιατρική γνωμάτευση όρισε πως η θέση που του αρμόζει είναι μέσα σε ένα κελί μακριά από τα φώτα των δήθεν υγιών ανθρώπων του έξω κόσμου γιατί υπάρχει κίνδυνος να τους μολύνει.
Ο Γκάρσιν, ο συγγραφέας του βιβλίου “Το κόκκινο λουλούδι” είναι ένας βασανισμένος και τρομαγμένος από τα ίδια του τα βιώματα ιππότης. Σφράγισε με την προσωπικότητα του και την γραφή του την ευλογημένη λογοτεχνική γενιά του 1870 και είναι αυτός – άγνωστο σε πολλούς – που προανήγγειλε και ανακοίνωσε τον ερχομό του Αντόν Τσέχοφ. Ο Γκάρσιν μας μυεί στον δικό του κόσμο, σε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος που περιγράφει στο σύντομο αυτό διήγημα, υποφέρει έτσι όπως ακριβώς υπέφερε ο ίδιος ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Τέτοιο Γολγοθά, τέτοια ανηφόρα καλείται να ανέβει μήπως και κατά τύχη δει ένα κεράκι αναμμένο που θα φωτίσει την πελεκημένη του ψυχή. Μία ψυχή που μέσα στην αρρώστια και στον φιλάσθενο ψυχισμό του αναζητά στηρίγματα, δρόμους εναλλακτικούς για να κατευνάσει την πάλη με το εγώ του. Το «κόκκινο λουλούδι» είναι ένα συγκοινωνούν δοχείο με τον «Θάλαμο 6» του Τσέχοφ και από αυτό το διήγημα ο Τσέχοφ αντλεί και εμπνέεται το κείμενό του. Απόδειξη αναμφισβήτητη και τρανή πως τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται και επιχειρούν έναν ανοιχτό διάλογο που δεν έχει όρια και δεν χωράει αναβολή.
Ο “Μαύρος μοναχός” καθρέφτης του ίδιου του συγγραφέα;
Ο Τσέχοφ περιγράφει μία ιδιόμορφη διατάραξη της καθημερινότητας του από την παρεμβολή ενός ξένου σώματος που εμφανίζεται μπροστά του και από το οποίο αδυνατεί να απεμπλακεί. «Το μεγαλύτερο θαύμα απ ’όλα είναι ο άνθρωπος, κι εμείς δεν θα κουραστούμε ποτέ να τον μελετούμε»… «σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή» γράφει ο Τσέχοφ σε μία επιστολή το 1892. Ο ίδιος την εποχή της γραφής του βιβλίου δηλώνει κουρασμένος από την ζωή και κυριεύεται από έντονες αγωνίες. Άρα οι μαύρες σκιές και οι έντονες ροπές προς ένα απαισιόδοξο μέλλον έχουν την πηγή τους σε αυτή την δήλωση κάτι που ενδεχομένως τον οδήγησε να εξομολογηθεί τις ανησυχίες του μέσω αυτής της διήγησης. Αν και ο ίδιος διαβεβαιώνει σε αλληλογραφία του πως δεν τον διέπει καμία τρέλα ούτε και υπάρχει λόγος να ταυτίζεται με τον ήρωά του.
Σε αυτή τη διαδρομή που γεννά ερωτήματα για το τι τελικά επιδιώκει ο ίδιος ο Τσέχοφ με την ιστορία αυτή, τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα Κοβρίν, μοιάζει να μην επηρεάζουν άμεσα την μοίρα του αλλά εντείνουν την δραματικότητα των αποφάσεων και των πράξεών του, καθώς επιβεβαιώνουν το μάταιο των επιλογών του και την αφοσίωση σε κάτι άπιαστο και ακατόρθωτο. Ο άνθρωπος οφείλει με τα πόδια στη γη να φαντάζεται και να ονειρεύεται, αλλιώς αιωρείται σε μία ατέλειωτη και ακατάπαυστη δίψα για το ανέφικτο και το αδύνατο που εκείνος θεωρεί πως θα καταστήσει δυνατό. Η αντίληψη όμως αυτή πως η σωτηρία έρχεται μέσα από την πεποίθηση πως αξίζει κανείς να ονειροβατεί γιατί έτσι ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα, είναι αυτό που ο Τσέχοφ κατακρίνει στους σύγχρονούς του. Και αυτό γιατί χάνουν την ουσία και την πεμπτουσία της ζωής που είναι η αληθινή ευτυχία κοντά στα μικρά και τα απλά χωρίς να ακροβατούν στο άπειρο της αιώνιας και αέναης ψευδεπίγραφης ευτυχίας που ίσως και να μην υπάρχει πουθενά. Ο Κοβρίν λοιπόν μέσα από την φαντασιοπληξία του ειδοποιείται τρόπον τινά για αυτά που θα επακολουθήσουν αν συνεχίσει να κινείται σε τροχιά αυτοκαταστροφής.
Λογοτεχνικός θεραπευτής των ψυχών
Ο Τσέχοφ, σαν ιερέας που δέχεται τους άπιστους και αμαρτωλούς, είναι κοντά στους ανθρώπους και μας θυμίζει ψυχίατρο που καθίζει τους πρωταγωνιστές του στο ντιβάνι του ασθενούς για να εκμαιεύσει πληροφορίες ενώ παράλληλα προσπαθεί να τους φωτίσει μέσα τους όλα αυτά για τα οποία οι ίδιοι εθελοτυφλούν ή προσποιούνται ότι αγνοούν σαν δείγμα άρνησης των αδιεξόδων στα οποία έχουν περιέλθει. Το τέλμα μοιάζει να έχει επέλθει στους ήρωες του Τσέχοφ και η καταστροφή ή το βήμα πριν από αυτήν είναι βέβαιο γεγονός και σχεδόν επιβεβαιωμένη πράξη προς υπογραφή. Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει πολύ ορθά η Βιργινία Γαλανοπούλου στο επίμετρο του βιβλίου “Ο Μαύρος μοναχός” «ο Τσέχοφ δεν χάνει στιγμή την πίστη του στον άνθρωπο και στις φωτεινές προοπτικές του». Εξάλλου όπως αναφέρει και ο ίδιος και επιβεβαιώνει αυτή την παρατήρηση στο διήγημα «Αγκάφια»: «Εκεί μέσα στο σκοτάδι, όπου το μάτι δύσκολα ξεχώριζε τη γραμμή του ορίζοντα, τρεμόπαιζε ένα φως». Οι Τσεχοφικοί χαρακτήρες, μακριά από τα ηθικά διδάγματα και την εγκράτεια που οφείλει ο άνθρωπος να επιδεικνύει ξεμακραίνοντας από τους όποιους πειρασμούς, είναι ανδρείκελα και υποχείρια του εγωισμού τους, των ασυγκράτητων ενοχικών τους συνδρόμων και έχουν συνεχώς την ανάγκη μίας παρεμβατικής δύναμης: ενός πανταχού παρόντος Θεού ίσως, που θα τους λυτρώσει και θα τους απελευθερώσει από την κατηφόρα και τον εκτροχιασμό που οι ίδιοι έχουν εκούσια επιλέξει.
Λογοτεχνικοί φάροι όπως ο Τσέχοφ, ευτυχώς ή δυστυχώς, ευτυχώς για εμάς τολμώ να πω εγώ, έζησαν σε μια περίοδο και σε έναν αιώνα, σε μία εποχή αναστάτωσης και ανατροπών, κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών που τους παρείχε αυτή τη δυνατότητα, να έρθουν αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό και να αναμετρηθούν πολλές φορές με τους φόβους τους, τις αγωνίες τους υπερβαίνοντάς έτσι αυτό για το οποίο προορίζονταν. Θα πω κάτι ίσως ακραίο και κάπως υπερβολικό, αλλά ίσως και να ήταν τυχεροί που έζησαν σε εποχές λιγότερο προηγμένες τεχνολογικά αλλά πολύ πιο προηγμένες πνευματικά και έτσι πάσχισαν να αναδειχθούν μέσα σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό και πολεμικό, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αν ζούσαν στο σήμερα θαρρώ πως δεν θα είχαμε τέτοια αποκαλυπτικά αποτελέσματα και είναι βαθιά πεποίθησή μου πως η εποχή μας υπολείπεται έμπνευσης όχι γιατί λείπουν οι άνθρωποι που θα την εκφράσουν αλλά γιατί απουσιάζουν τα ερεθίσματα και τα βιώματα.
«Δεν αμφιβάλλω ότι η απασχόληση με την ιατρική επηρέασε την καλλιτεχνική μου προσωπικότητα, επέκτεινε την περιοχή των παρατηρήσεών μου, πλούτισε τις γνώσεις μου, την πραγματική αξία των οποίων μόνο εγώ σαν συγγραφέας-γιατρός μπορώ να καταλάβω»
«Θέλετε να θεραπευτείτε από τις αρρώστιες σας; Αμ δεν υπάρχει γιατρειά για την προστυχιά και την χυδαιότητα» Από το διήγημα Πληκτική ζωή
«Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι»
«Όταν με ρωτούν πώς γνωρίζω τόσα πολλά για τους ανθρώπους, παίρνουν μια απλή απάντηση: Όλα όσα ξέρω για τους ανθρώπους τα έχω μάθει από τον εαυτό μου»