Δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο Μπαλζάκ παραμένει και θα παραμένει στο πάνθεον των λογοτεχνών που θα διαβάζονται από μικρούς και μεγάλους, θαυμαστές και θαυμάστριες, γιατί πολύ απλά έγραφε με την ψυχή του και όχι με κριτήριο την τσέπη του όπως συμβαίνει κατά κόρον στη σημερινή εποχή. Η γραφή του και η συγγραφική του ωριμότητα έλαβαν χώρα πρόωρα, ήδη από τα κατά βάση δυσάρεστα βιώματα που είχε ως νέος, μια και τα ευχάριστα ήρθαν αργότερα, κατόπιν έντονης επιθυμίας και επιμονής του ίδιου, που πίστεψε στον εαυτό του. Εκτός ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν πατέρα αυταρχικό, μία μητέρα αδιάφορη αλλά και έναν περίγυρο ανθρώπων που τον παραμέρισαν και τον εγκατέλειψαν γιατί ήταν πολύ παράξενος και ίσως ρομαντικός για την εποχή του και ατίμαζε το όνομα της οικογένειάς του. Σπάζοντας τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο των πόθων του για συγγραφή, μιας και όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο Μπαλζάκ «η λογοτεχνία υπήρξε η πιο απαιτητική από τις ερωμένες του», κατάφερε να διανύσει ελεύθερος και ανεξάρτητος από δεσμεύσεις τον δικό του δρόμο και να πορευτεί με βάση τις δικές του πεποιθήσεις.
Μόχθησε, πείνασε, εξαντλήθηκε ψυχολογικά και ηθικά αλλά τελικά νίκησε τους εξωγενείς παράγοντες που τον κρατούσαν μακριά από το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Χαρακτηριστικό επεισόδιο είναι η φυλάκισή του για ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την οποία «ρούφηξε» τα βιβλία που έπιανε στα χέρια του. Έτσι κατόρθωσε να διαμορφώσει από πολύ νωρίς το χαρακτήρα για τον οποίο ο ίδιος, μετά την αναγνώρισή του που δεν άργησε να φανεί στον ορίζοντα, έδειχνε περήφανος, αφού αντιπάλεψε όλες τις αντιξοότητες που εμφανίστηκαν μπροστά του. Ταγμένος και αφοσιωμένος στην πένα του και το χαρτί του είχε για παράδειγμα ειδική στολή, ρόμπα δηλαδή, που φορούσε κατά την διάρκεια της συγγραφής των μυθιστορημάτων του, τα οποία εκτός από κριτική στην κοινωνία της εποχής και προσωπική ανακούφιση για τα δεινά που πέρασε ως παιδί, προσέφεραν στους σύγχρονούς του αλλά και στους ανθρώπους του σήμερα διδάγματα για τον τρόπο σκέψης, περισυλλογής και αντίδρασης σε γεγονότα που συμβαίνουν ή που θα συμβούν. Η πεμπτουσία του μπαλζακικού κόσμου είναι η προσφορά του στον αναγνώστη ενός ολόκληρου κόσμου μέσα από τον οποίο τον καλεί να ταυτιστεί και να συγκινηθεί, να συμπονέσει, να παρηγορηθεί, να αντιληφθεί τις δικές του αδυναμίες. Η αποτύπωση του εσωτερικού του κόσμου σε χαρτί για να μεταδοθεί στον αναγνώστη του τότε και του σήμερα με ειλικρίνεια, είναι αυτό που ανεξίτηλα τον χαρακτηρίζει μαζί με την αυθεντική του διάθεση να μην αφήσει τίποτα κρυπτόν υπό την ήλιο.
Τόσο στα διηγήματά του όσο και στα μυθιστορήματά του, ο Μπαλζάκ θα σκιαγραφήσει χαρακτήρες της εποχής του, θα αφουγκραστεί τις αδυναμίες τους, θα καταγράψει πλείστα συναισθήματα και εξάρσεις, έτσι όπως ο ίδιος τα αντιλήφθηκε ως “ιμπρεσιονιστής” συγγραφέας, ως ένας ανταποκριτής της κοινωνίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο Μπαλζάκ αποκαλείται ο πατέρας του μυθιστορήματος, δίκαιο πέρα για πέρα. Αυτός ο στρουμπουλός και ευτραφής κύριος με το ηγεμονικό ανάστημα και την ατημέλητη εμφάνιση θυμίζει περισσότερο περιπλανώμενο των δρόμων παρά συγγραφέα παγκόσμιου βεληνεκούς.
Η Βεντέτα: μια νουβέλα γεμάτη πάθη και συγκινήσεις
Ο Μπαλζάκ τραβάει σε αυτή την νουβέλα, γραμμένη γύρω στα 1830, την κουρτίνα των ηθών της εποχής του και μας δίνει μία γεύση των ανθρώπινων αδυναμιών που πάντα δυσκολεύουν τις σχέσεις και οδηγούν σε αδιέξοδα και επώδυνες καταστάσεις. Μία ιστορία αντιδικίας και βεντέτας μεταξύ δύο οικογενειών της Κορσικής βυθίζει στο μίσος και τη σύγκρουση τα μέλη των οικογενειών σε μία σύρραξη που θα έχει δραματικό αντίκτυπο στη ζωή της κόρης του Μπαρτολομέο Πίομπο. Η ιστορία αυτή δεν είναι παρά το αποκύημα, το αποτέλεσμα και ο καθρέφτης μίας πολιτικής συγκυρίας που μετά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων και την έξωση του Ναπολέοντα, εκεί στα 1815 καθίσταται άκρως τεταμένη και ασταθής.
Ο Μπαλζάκ με τον δικό του τρόπο εισέρχεται στο σπίτι των συναισθημάτων της οικογένειας Πιόμπο για να παραδειγματίσει τον αναγνώστη μέσα από τις καθημερινές αυτές σκηνές που ο ίδιος μελετάει μέσω και άλλων επεισοδίων για το πού μπορεί να οδηγήσει η τυφλή δίψα για εκδίκηση και η αδικαιολόγητη έχθρα που εκείνη την εποχή βασιλεύει. Το φίδι που διψάει για να δαγκώσει έχει μπει ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις και τις έχει ποτίσει με το δηλητήριο της αντιπαλότητας. Από τη μία τους ηττημένους οπαδούς του Ναπολέοντα που αδυνατούν να χωνέψουν την κατατρόπωσή τους και έχουν εξωθηθεί στην απομόνωση και από την άλλη τους οπαδούς της βασιλικής εξουσίας που έχουν ανέλθει στα σαλόνια της πολιτικής.
Η “Βεντέτα” είναι η τρανταχτή απόδειξη του πόσο ένας άνθρωπος, στην περίπτωση αυτή ο αδιάλλακτος πατέρας Πιόμπο, μπορεί να γίνει αλαζόνας και κυρίαρχος των απόψεών του θυσιάζοντας στο βωμό των ταριχευμένων και θολωμένων εχθρικών διαθέσεων του το μέλλον και την ευτυχία της κόρης του, που για το μόνο που εκλιπαρεί είναι αγάπη και την ευχή από μέρους των γονιών της για να οδεύσει με τον αγαπημένο της Λουίτζι το μονοπάτι ενός ειρηνικού και αρμονικού έγγαμου βίου μακριά από τις πληγές που λάβωσαν στο παρελθόν τις δύο οικογένειες.
Σεραφίτα: Ο στοχαστής Μπαλζάκ
Δείγμα αυτής της συγγραφικής του δημιουργίας είναι και η Σεραφίτα, ένα έργο απείρου κάλλους και απροσδιορίστου ύφους, ένα λογοτέχνημα φαντασίας θα το ονομάζαμε, έναν ύμνο προς το άγνωστο και Θείο θα το αποκαλούσαμε, τελικά μπορεί και να μην χρειάζεται να το ορίσουμε με όρους σαφώς λογοτεχνικούς. Ο καλός και τρυφερός Μπαλζάκ θα προτιμούσε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να αιωρείται ένα σύννεφο μυστηρίου όπως αυτό που συναντούμε στους πίνακες των ιμπρεσιονιστών και που δυσκολευόμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε. Ευαγγελίζεται με αυτή την ιστορία τις διδαχές της ομόνοιας, της αγάπης και της όδευσης προς κάτι ανώτερο που δεν έχει και πολύ νόημα να συγκεκριμενοποιήσουμε, το αγαθό και το αγνό μπορούν να παραμείνουν άνευ ταυτότητας.
Ο Μπαλζάκ έγραψε αυτό το ιδιαίτερο και ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα για να το αφιερώσει στην αγαπημένη του Χάνσκα και για να της δείξει την αιώνια αγάπη και πίστη στο πρόσωπό της, είναι μία προσωπική απολογία με την καλή έννοια του όρου σε μία ανεπιτήδευτη αγάπη χωρίς ανταλλάγματα και ιδιοτέλεια. Αποτελεί μετά τους Εξόριστους και τον Λουί Λαμπέρ, το τρίτο μυθιστόρημα του Μυστικιστικού βιβλίου, στο οποίο προσδίδει μία αγγελική διάσταση, όχι με την πεζή έννοια που σήμερα έχει αποδοθεί αλλά με την ουσιώδη έμφαση στο επέκεινα της ζωής, της ζωής που δεν σταματάει με τον θάνατο αλλά συνεχίζει στους αιώνες και σε άλλη στρατόσφαιρα, μακριά από τα μικρά και ανθρώπινα, τα καθημερινά. Εκεί δηλαδή που κυριαρχεί το φως και η λάμψη της αλήθειας ανώτερων όντων που στην κορυφή της πυραμίδας τους (πάντα υπάρχει μία πυραμίδα) εμείς συνηθίζουμε να αποκαλούμε Θεό γιατί ως άνθρωποι έχουμε λόγο να τον ονομάζουμε. Εκεί καταφεύγουμε στα δύσκολα όπως στον φύλακα άγγελό μας ή και την Παναγία, τη μητέρα όλων μας, την οποία και ο ίδιος αναφέρει σε ένα του γράμμα μετά την επίσκεψή του σε έναν φίλο του γλύπτη, τον Μπρα.
Δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ήμουν την Κυριακή στο σπίτι του Μπρα, του γλύπτη. Είδα το πιο όμορφο αριστούργημα που υπάρχει {…}. Είναι η Παναγία με το θείο βρέφος και δύο αγγέλους σε λατρευτική στάση {…}. Εκεί συνέλαβα το πιο όμορφο βιβλίο, έναν μικρό τόμο, ένα έργο με τον τίτλο Σεραφίτα, του οποίου ο Λουί Λαμπέρ θα αποτελεί τον πρόλογο». Σε αυτήν την δήλωση, θεωρώ πως συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία του Μπαλζάκ, ο οποίος είναι βέβαιο ή σχεδόν βέβαιο πως έχει σίγουρα διαβάσει τον Δάντη και έχει επεξεργαστεί το κείμενο του κρατώντας την ανησυχία και την αγωνία για την ανθρώπινη ψυχή, η οποία όλο και ευτελίζεται, όλο και λοξοδρομεί προς μία κατεύθυνση που έχει κίνδυνο να μην βρει επιστροφή.
Συνταγματάρχης Σαμπέρ
Στο Συνταγματάρχη Σαμπέρ ο αναγνώστης θα ανακαλύψει ένα διήγημα πολλαπλών δράσεων και νοημάτων με την έννοια πως η γραφή του Μπαλζάκ είναι πολυεπίπεδη. Εδώ ο Μπαλζάκ εντρυφεί και επεξεργάζεται τη λειτουργία του συναισθήματος ενός ανθρώπου που κινείται στα όρια φθοράς και αφθαρσίας αλλά τείνει προς την απόλυτη ευτυχία παρά στη δυστυχία.
Με σαφείς πολιτικές και κοινωνικές νύξεις για τα πεπραγμένα των ανθρώπων που κινούσαν τα νήματα της εξουσίας εκείνη την εποχή και με αιχμηρά σχόλια για την απαξίωση αρχών και κανόνων που θα έπρεπε να διέπουν τον δημόσιο αλλά και ιδιωτικό βίο, ο Μπαλζάκ αποκαλύπτει πρώιμα τις προθέσεις του. Με την αφοσίωσή του από τόσο νωρίς στην ανθρώπινη ψυχή και τον εύθραυστο χαρακτήρα μεγαλουργεί και επιχειρεί να αναδείξει την αδυναμία, την απιστία, την ασωτία, το μίσος από τη μία και την αγάπη, τη συγχώρεση, την δύναμη, το σθένος και την γενναιότητα από την άλλη. Με αυτή την ενασχόλησή του στην ανθρώπινη ασθενική φύση ανακοινώνει εμμέσως πλην σαφώς τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα αλλά και τα διηγήματά του, όπως για παράδειγμα την «Ανθρώπινη Κωμωδία» και τη «Βεντέτα». Ο μεταφραστής Δημήτρης Στεφανάκης στον εξαιρετικά διαφωτιστικό πρόλογό του αναφέρει σχετικά πως «αυτή η ανθρώπινη ψυχή πρωταγωνιστεί εδώ με όλες εκείνες τις αντιφάσεις και τις βαθιές, αγεφύρωτες συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μάθημα ανατομίας για τον μικρόκοσμο του ανθρώπου».
Ο Μπαλζάκ στο Συνταγματάρχη Σαμπέρ θα καθρεφτίσει τον άνθρωπο που παρά τις αντιξοότητες καταφέρνει να ορθοποδήσει με βάση τη δική του φιλοσοφία περί ανάτασης διότι ο κόσμος που τον περιβάλλει απλά δεν τον αφορά. Η ιστορία του Σαμπέρ είναι δραματική, ένας γενναίος πολεμιστής γυρνάει ζωντανός από τον πόλεμο όπου λόγω διάφορων συγκυριών τον είχαν θεωρήσει πεθαμένο. Επιστρέφοντας από την κόλαση έρχεται αντιμέτωπος με μία χειρότερη κόλαση, αυτή της πραγματικής ζωής όπου κανένας δεν τον υπολογίζει, η γυναίκα του έχει ξαναπαντρευτεί και αποκτήσει παιδιά και εκείνος βρίσκεται στο έλεος της αδιάφορης ματιάς γνωστών και αγνώστων που τον περιφρονούν σαν ζητιάνο. Ο πρωταγωνιστής, αν και εκλιπαρεί για βοήθεια, στέκεται αγέρωχος μέσα του, θυμώνει αλλά ηρεμεί, επαναστατεί αλλά συλλογίζεται και ενώ αρχικά βυθίζεται στον κόσμο της απόγνωσης και της απελπισίας χωρίς καμία ελπίδα για να βρει το δίκιο του και να αναγνωριστεί η αξία του, στην πορεία και αντικρύζοντας την ανθρώπινη θρασύτητα και κουτοπονηριά στα μάτια της πρώην συζύγου του και των υπολοίπων, θα αλλάξει μέσα του. Και θα αφήσει στην άκρη τη μάταιη ζωή που νόμιζε ότι ξαναβρήκε για να μεταβεί και πάλι στον χώρο των ζωντανών νεκρών, από εκεί που ήρθε δηλαδή και εκεί που τελικά έχει αποφανθεί πως ανήκει μια για πάντα. Γιατί λίγο έλειψε το πεδίο της μάχης να του στοιχίσει τη ζωή αλλά για ποια ζωή μιλάμε όταν τίποτα από αυτά που ο ίδιος ήλπιζε να βρει έχει πια χαθεί; Τελικά θα ευχόταν να είχε πεθάνει ηρωικά και πατριωτικά στο μέτωπο ανάμεσα σε στρατιώτες που τον τιμούσαν και τον σέβονταν παρά να σέρνεται έρμαιο σαρκίο των μοχθηρών και ανάξιων ανθρώπων που ούτε καν στρέφουν το βλέμμα τους για να του δώσουν σημασία. Ο ίδιος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω να σας πω πως κατάφερα να διαπεράσω την επικάλυψη της ανθρώπινης σάρκας, αυτό τον φράχτη ανάμεσα σ’εμένα και τη ζωή». Και στη γυναίκα του, αυτή που τον ατίμασε και φρόντισε να τον ενταφιάσει μια για πάντα στη λήθη θα απαντήσει με βροντερή φωνή: «Δεν αισθάνομαι καν την επιθυμία να σας εκδικηθώ. Δε σας αγαπώ πια. Δε θέλω τίποτα από σας. Ζήστε ήσυχη κι έχετε το λόγο της τιμής μου, που μετρά πιο πολύ από τα ορνιθοσκαλίσματα όλων των συμβολαιογράφων του Παρισιού…».
«Όλα φτάνουν στην ώρα τους για εκείνους που ξέρουν να περιμένουν»
«Δεν μπορούν να υπάρξουν ξεσπάσματα χαράς παρά μόνο σε ανθρώπους που αισθάνονται ίσοι μεταξύ τους»
«Το να ψάχνεις την ηδονή δεν σημαίνει ότι έχεις βρει ήδη την πλήξη;»