Ο κόσμος του Μηλιώνη είναι ποτισμένος από την ελληνική ιστορία και την ιστορία των ανθρώπων τόσο της πόλης όσο και της υπαίθρου, στο μεταίχμιο της μετάβασης από το αγροτικό στο αστικό τοπίο. Στα πολύ δυναμικά διηγήματα, από όπου λείπει η έντονη δράση αλλά επικρατεί ένας βουβός πόνος, ξετυλίγεται το δράμα μιας Ελλάδας διαλυμένης που δεν εμπνέει στον αφηγητή νοσταλγία, αλλά απογοήτευση, τόσο για τα παρελθόντα όσο και για τα μελλούμενα. Τα πλούσια σε εικόνες διηγήματα, σα να αποτελούσαν πλάνα κινηματογραφικής ταινίας, σκιαγραφούν ένα κόσμο στατικό, ένα κόσμο παροπλισμένο και ο συγγραφέας μιλάει με επιμονή και ζήλο για ανθρώπους του καιρού του, ενός καιρού μελαγχολικού και έντονα δραματικού. Οι άνθρωποί του θύματα της Ιστορίας ή μιας χαμένης γενιάς, κουβαλούν μέσα τους το άρωμα του τόπου τους, αλλά αυτός ο τόπος μοιάζει χαμένος και καταπονημένος από το χρόνο και τα γεγονότα.
“Σ’ όλα τα διηγήματα της συλλογής Καλαμάς κι Αχέροντας, αν και σε διαφορετική ένταση στο καθένα, εμφανίζεται μια ψυχική αβεβαιότητα και αμφιθυμία, μια θλιμμένη αίσθηση που οσμίζεται παντού τη φθορά. Αυτή τη θλίψη, σαν απόηχο ηπειρώτικου τραγουδιού, την κουβαλούν παντού τα πρόσωπα του Μηλιώνη – άντρες ηττημένοι και συνήθως χωρίς πολλές δυνάμεις -, στη ζωή – εξορία της πόλης αλλά και στη βουβή ζωή του κατεστραμμένου γενέθλιου τόπου” θα διαβάσουμε στο επίμετρο του Αλέξη Ζήρα στο πίσω μέρος του βιβλίου. Η παρούσα έκδοση έχει συγκεντρωμένα πολλά διηγήματα του Μηλιώνη από παλαιότερες εκδόσεις αλλά και εξαιρετικά επίμετρα που αναλύουν εις βάθος το πολύπλευρο έργο του ξεχωριστού Χριστόφορου Μηλιώνη.
Μια ζωή δίχως ζωή
Στα διηγήματα του Μηλιώνη συναντούμε μία ισχυρή απραξία εκ μέρους των πρωταγωνιστών, βιώνουν ένα παρόν δίχως μέλλον και υπάρχουν όπως μπορούν. Είναι αποδέκτες και εκφραστές της θλίψης που τους επιφύλαξε η Ιστορία. Μία ιστορία ποτισμένη με πίκρα και πόνο, βγαλμένη από τα χειρότερα σενάρια που οι εφιάλτες δεν κρύβουν. Η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και η ζοφερή πραγματικότητα που ακολούθησε μετεμφυλιακά έχουν σημαδέψει τις ζωές και έχουν αφήσει πίσω στάχτες και αποκαΐδια, έτσι που οι πρωταγωνιστές μοιάζουν χαμένοι και παραδομένοι στην καμένη γη που τώρα αντικρίζουν. Σαν να έχουν ήδη αποδεχθεί την ήττα, σαν να μην έχουν καμία διάθεση για ζωή, είναι βουτηγμένοι σε μια μοίρα, η οποία δεν γράφεται από αυτούς αλλά από ένα ξένο χέρι. Έτσι και εκείνοι, ξένοι στον τόπο της πόλης όπου αναγκάστηκαν να έρθουν, αναπολούν το γενέθλιο τόπο τους, ο οποίος όμως πια δεν έχει κάτι να τους προσφέρει. Απουσιάζει εντελώς το αίσθημα λησμονιάς για το χωριό, ειδικά όταν εκεί όλα φέρνουν στη μνήμη στιγμές μιας εποχής που δεν θέλουν επ’ ουδενί να επαναφέρουν. Σε όλα τα διηγήματα, η μνήμη διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο, η μνήμη μπορεί και σώζει ό,τι έχει απομείνει και είναι αυτή που μοιάζει να κρατάει τις τύχες των ανθρώπων στα χέρια της. Οι αναμνήσεις είναι η τροφή της αφήγησης του Μηλιώνη.
“Έχουν μουλάρια φορτωμένα και χτυπούν οι τενεκέδες τους”. Είχαν και μουλάρια φορτωμένα, μες στο ποδοβολητό των στρατιωτών μπορούσες να ξεχωρίσεις τα πέταλα που γλιστρούσαν στα κοτρόνια. Όμως οι δυνατοί κρότοι πρέπει να ήταν πόρτες που σπάζανε, γιατί την ίδια στιγμή ακούγονταν φωνές γυναικών και κλάματα παιδιών” γράφει ο Μηλιώνης στον Τσαλαπετεινό, όπου περιγράφει τις δύσκολες ώρες των ανθρώπων που υποφέρουν αλλά υπομένουν και περιμένουν το τέλος της ομηρίας τους. Ματωμένες συνειδήσεις που περιμένουν την ελπίδα που σύντομα θα τους λυτρώσει από τα δεινά. Ή ακόμα στο Καλαμάς κι Αχέροντας, που δεν είναι διόλου τυχαία το σήμα κατατεθέν της συλλογής αυτής, όπου ο αφηγητής θυμάται την ιστορία των δύο ποταμών και καταπιάνεται με μία ποιητική όσο και σκληρή αποτύπωση των όσων συμβαίνουν, τη δυσκολία πολλές φορές των ανθρώπων να ανταμώσουν σε ένα κοινό σταυροδρόμι. Γράφει ο Μηλιώνης: “Σ’ όλο αυτό το διάστημα αναρωτιόμουν πως διάβολο να μιλήσεις, πως να συνεννοηθείς με τους άλλους, αφού – ναι εντάξει, μιλάς πάνω κάτω την ίδια γλώσσα μ’ εκείνους, όμως άλλα πράγματα έχει καθένας στο νου του, όταν μιλάει”.
Τα διηγήματα του Μηλιώνη είναι καθαρά σαν τα νερά της Ηπείρου, την οποία τόσο πολύ τιμά και υμνεί με κάθε ευκαιρία. Με έμμεσες αναφορές στον Παπαδιαμάντη και τον Χατζή, ο Μηλιώνης δεν σταματά ποτέ να ζωγραφίζει με λέξεις τη διαδρομή της ελληνικής υπαίθρου, τα βάσανα και τις οδύνες των απλών ανθρώπων, έτσι όπως ο ίδιος βίωσε τις αλλαγές ως παιδί και ως έφηβος σε μια χώρα που μαστιζόταν από εσωτερικούς και εξωτερικούς πολέμους αλλά κατάφερε, έστω και λαβωμένη, να επιβιώσει και να προχωρήσει με όποιες δυνάμεις της έχουν απομείνει. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Γ. Δ. Παγανός “μέσα στους μικρούς μύθους των διηγημάτων λανθάνει σε γενικές γραμμές η μεταπολεμική μας ιστορία κοιταγμένη από ορισμένη οπτική”.
“Πάντως η ποίηση, σαν το σπόρο, για να ριζώσει, δε φτάνει να πέσει σε χώμα, αλλά να ‘ναι κι η ώρα καλή” Από το διήγημα Κείνος ο Σουραύλης
“Πάντως ήταν πραγματικά τόσο αγροτική η ζωή μας, που μύριζε καβαλίνα και βαρβατίλα, και τόσο κλειστή, που, έτσι κι αποτολμούσες να διαβείς τα όριά της, το πιο πιθανό ήταν να βρεθείς μπροστά στα σκοτεινά μάτια των γερμανικών πολυβόλων που λουφάζανε στις φωλιές τους και φυλούσαν διαβάσεις” Από το διήγημα Η Φρύνη