Η περίπτωση Χένρυ Τζέιμς είναι η περίπτωση εκείνου του δημιουργού που ακροβατεί ανάμεσα στην έμπνευση και τον αγώνα για προσωπική καταξίωση μέσα από την επιβεβαίωση πως παρά την αριστοκρατική του καταγωγή έχει τις ανησυχίες του λογοτέχνη και πασχίζει στην υπηρεσία αυτού του ρόλου. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε ένα μείγμα αρσενικής Τζέιν Όστεν και Αγκάθα Κρίστι. Δεν ήταν όμως τίποτε από τα δύο, ο ίδιος δεν ταυτίστηκε με κανέναν. Είχε πολλές προσλαμβάνουσες και κανείς θα έβρισκε στην γραφή του επιρροές από τον μεγάλο Ντίκενς. Πολιτογραφημένος Βρετανός αν και γεννημένος στην Αμερική, την οποία εγκατέλειψε, κατέγραψε πολλές φορές με μία γερή δόση ειρωνείας τη ζωή στην Βρετανία των αρχών του 20ου αιώνα μέσα από σκηνές εκκεντρικές, αλλοπρόσαλλες και μυστηριώδεις. Η εικόνα στο χαλί, ένα έργο σαφώς αμφιλεγόμενο και περίπλοκο ως προς την σύλληψή του μας αφήνει με ένα σωρό ερωτήματα να αιωρούνται για τους λόγους που τον οδήγησαν να γράψει κάτι ανάλογο. Η εικόνα στο Χαλί όπως και η Δεύτερη ευκαιρία, ένα διήγημα λιγότερο γνωστό του, είναι αποτελέσματα των προβληματισμών που ένιωθε απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, αυτή την αέναη πάλη με τα γραπτά του. Δέχθηκε πολλές κριτικές από κριτικούς λογοτεχνίας και πρώτα από όλα αμφισβήτησε ο ίδιος τον εαυτό του γιατί η ιδιοσυγκρασία του ως ανθρώπου ήταν τέτοια που ασφυκτιούσε μέσα στο ίδιο του το εγώ, ένιωθε -για να χρησιμοποιήσω και τον τίτλο ενός από τα πιο δημοφιλή του έργα- «Θηρίο στη ζούγκλα».
Οι ιστορίες του για μένα είναι μία καταγραφή ηθογραφική του καιρού του και ένα μωσαϊκό ανάλυσης χαρακτήρων και προσώπων. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες που υφαίνει με περίπλοκους κόμπους και περίτεχνο δέσιμο είναι άνθρωποι από τις ανώτερες τάξεις της αγγλικής κοινωνίας την οποία εμμέσως πλην σαφώς κατακρίνει για τις ανώφελες και ανούσιες πολλές φορές δραστηριότητες και ενασχολήσεις. Ίντριγκες, αντιπαλότητες, έρωτες φλογεροί, πολιτικές αντιπαραθέσεις, έντονος ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα, συζητήσεις επί συζητήσεων σε σαλόνια αριστοκρατικά στα οποία ο ίδιος παρευρισκόταν, αν και δεν ήταν φανατικός τους. Όλα αυτά έχουν την περίοπτη θέση τους στον κόσμο του Χένρι Τζέιμς. Αυτός ο αρχοντικός κύριος με την κομψή ενδυμασία, είχε μέσα του το δαιμόνιο του ανθρώπου που θέτει εαυτόν ενώπιον της ανάκρισης του κοινού ίσως με μία διάθεση να εξιλεωθεί για τα δικά του σφάλματα. Ο Έζρα Πάουντ έγραψε το εξής: “Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να κάνει την ανθρωπότητα να συνειδητοποιεί τον εαυτό της.” Κατά την γνώμη μου, στην περίπτωση του Τζέιμς αυτό έγινε και αυτή η φράση ταιριάζει απόλυτα στο έργο του Τζέιμς, ο οποίος μεταξύ πονηρών κυριών και αξιότιμων προσωπικοτήτων γράφει αυτά τα “ανορθόδοξα” βιβλία. Μήπως τελικά η πορεία του δημιουργού για πραγμάτωση στόχων δεν περνάει μέσα από έναν ανήφορο δύσβατο γεμάτο με εμπόδια; Εξάλλου, τι αξία θα είχε η αποστολή του αν ο δρόμος ήταν στρωμένος σαν χαλί; Τα δύσκολα είναι τα ωραία!
O Χένρυ Τζέιμς συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία στους εξέχοντες αφηγητές και αναλυτές της κοινωνίας του 19ου αιώνα με αυτή την πολύ ιδιαίτερη ματιά που προσεγγίζει το θέμα “άνθρωπος” και την ψυχολογία του. Με βιβλία όπως το Θηρίο στη ζούγκλα, οι Ευρωπαίοι, οι Βοστονέζες και ο Αμερικανός. άφησε το μοναδικό στίγμα του και μεταλαμπάδευσε αυτό στις επόμενες γενιές συγγραφέων του 20ου αιώνα. Συγγραφέας βαθιά μοναχικός αλλά και επιλεκτικά κοινωνικός, περιέγραψε τις προσωπικές του ανησυχίες εγείροντας θέματα καλλιτεχνικής φύσης και ρόλου του δημιουργού στην ίδια την κοινωνία από την οποία άντλησε στοιχεία για να την ψυχογραφήσει.
«Απαιτήθηκε υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της ζωής του για να δημιουργήσει υπερβολικά μικρό κομμάτι της τέχνης του»
«Η ζωή του δημιουργού είναι η τέχνη του»
Στρατιώτης στη μάχη με τις αγωνίες του
Η νουβέλα με τίτλο Η δεύτερη ευκαιρία έρχεται να επιβεβαιώσει όλα τα παραπάνω και να προσφέρει στους αναγνώστες ένα σύγγραμμα πλούσιο σε συναισθήματα και παλινδρομήσεις ενός ανθρώπου που πραγματεύεται την πάλη με το εγώ του μέσα σε ένα περιβάλλον ξένο και αλλόκοτο. Όσο κυλάει η αφήγηση, τόσο ξεμακραίνει και η επαφή του με τους ανθρώπους γύρω του, βυθίζοντάς τον στη μοναξιά του και στη μάχη με τις αγωνίες του. Ο λόγος για το συγγραφέα Ντένκομπ, σχεδόν βέβαια τον καθρέφτη του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος μοιάζει να πελαγώνει στην θάλασσα των προβληματισμών του στη διαδικασία παραγωγής ενός βιβλίου και στην παρουσίαση αυτού. Ο Ντένκομπ θυμίζει αναμφίβολα σκιά του ίδιου του του εαυτού και οι φόβοι του είναι πιο ισχυροί από την ίδια την πραγματικότητα που βιώνει. Ο Τζέιμς είχε πάντα μέσα του το μικρόβιο της αμφιβολίας για αυτά που έγραφε και την ανάγκη να συνδιαλέγεται με την ίδια του τη συγγραφική ιδιότητα για να την υποβάλει σε ερωτηματικά που δεν αναμένουν απάντηση.
Ο Ντένκομπ αναζητά μέσα σε όλο αυτό τον πυρετό της δημιουργίας που τον διέπει και που τον διακατέχει σε κάθε κοινωνική σύμπραξη καθώς πρέπει να διατηρήσει την υπόστασή του ως καλλιτέχνη, τη διέξοδο μίας ακόμα ευκαιρίας, μίας δεύτερης δυνατότητας να ξεφύγει από τα φαντάσματα που τον κυνηγάνε και τα οποία είναι βαθιά μέσα του. Η γραφή του κρίνεται και επικρίνεται, ο ίδιος βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο των δικών του προσωπικών αμφισβητήσεων που όμως τον απομακρύνουν από τον κοινωνικό περίγυρο σε μία συγκυρία κρίσιμη για αυτόν που εκλιπαρεί για επικρότηση των γραπτών του και για αποδοχή αυτών. Όλη αυτή η εσωτερική του παλινωδία και ο έντονος συναισθηματισμός τον καθιστούν ευάλωτο σε κάθε συζήτηση και αποτυπώνουν κραυγαλέα την ίδια του την ψυχοσύνθεση που βρίσκεται σε ηφαιστειώδη κατάσταση και σε μία μανία ανακάλυψης του ίδιου του εγώ. Ο ίδιος ο Ντένκομπ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εξίσου αθώες και ανεξάντλητες είναι οι απολαύσεις της παρατήρησης με τους καρπούς που αποδίδει η συνήθεια του να αναλύεις τη ζωή».
Με το βλέμμα στην ανησυχία της μάθησης
Στο «Μάθημα του Δασκάλου» ξεδιπλώνει περίφημα τις ίδιες του τις ανησυχίες για το μέλλον του καλλιτέχνη, για την πορεία του προς την πραγμάτωση των πόθων του. Ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες του καλλιτέχνη στην καθημερινή του πραγματικότητα? Ο δημιουργός είναι υπεύθυνος του εαυτού του και αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται τι οφείλει να παρακάμπτει και να αποφεύγει έτσι ώστε αυτούσια και γνήσια η δημιουργία να κυλήσει στο αυλάκι που λέγεται καταγραφή των σκέψεων και άρα μετουσίωση σε κάτι απτό, σε κάτι συγκεκριμένο, στην προκειμένη περίπτωση τη σύλληψη και την ολοκλήρωση ενός συγγράμματος. Η ιστορία διδακτική αλλά και πλούσια σε παγίδες για όλους εμάς που σε χρόνους χαλεπούς εύκολα εγκαταλείπουμε το στόχο που αρχικά είχαμε σχεδιάσει και αυτό γιατί ο «τελευταίος πειρασμός» είναι πάντα ο ιδεατός!
Ο Πωλ Οβέρτ λοιπόν, ανερχόμενος και ταλαντούχος συγγραφέας συναντά και δίχως δεύτερη σκέψη βρίσκει στο πρόσωπο του καταξιωμένου αλλά και βολεμένου πλέον συγγραφέα Χένρι Σαιντ Τζορτζ τον μέντορα του που θα τον συμβουλεύει και θα τον καθοδηγήσει προς την επιτυχία. Του είναι απαραίτητη όσο και αναγκαία η αποδοχή των υποδείξεων του Χένρι, ενός ανθρώπου που έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην και κάτι παραπάνω χάρη στον γάμο του με μία εύπορη κυρία, κουνάει από ασφαλή θέση το δάχτυλο στον ανυποψίαστο Πωλ, έτσι ακριβώς όπως θα έκανε και ένας δάσκαλος στον μαθητή του στο σχολείο. Η πραγματικότητα όμως άλλα επιφυλάσσει, καθώς ο Χένρι έχει εγκαταλείψει την τέχνη της συγγραφής για το κυνήγι του χρήματος και της πολυτέλειας. Έχει θολώσει το μυαλό του από την αριστοκρατική και πληθωρική ζωή που απολαμβάνει και μέλημά του σίγουρα δεν είναι πλέον η τέχνη του. Αδημονεί να αυγατίσει τα αγαθά, να τρέξει πίσω από τις ανέσεις του θυσιάζοντας έτσι αυτό που κάποτε τον χαρακτήριζε και τον καταξίωσε στα μάτια του περίγυρού του, την αυθεντική καλλιτεχνική του φύση. Το προσωπείο έχει πλέον μεταλλαχτεί και εδώ πρόκειται για την απόλυτη αντίφαση λεγομένων και πεπραγμένων, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση του «δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις».
Με οδηγό το γονίδιο της αμφιβολίας
Ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς μοιάζει να βρίσκεται πίσω από τον πρωταγωνιστή του, κριτικό λογοτεχνίας, στο στόμα του οποίου βάζει όλα αυτά τα λόγια, τα οποία ο ίδιος επιθυμεί να εκστομίσει με στόχο την κακοπροαίρετη και επιτηδευμένη κριτική λογοτεχνίας. Ποιός ο ρόλος του κριτικού και ποια τα περιθώρια κριτικής του σε ένα έργο που δεν είναι δικό του αλλά επιθυμεί να το αναλύσει; Πόσο σίγουρος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας για το έργο του και πόσο γνωρίζει τελικά το ίδιο του το μυστικό που τελικά μπορεί να τον οδηγήσει στην απόλυτη αναγνώριση, εφόσον αυτή υπάρχει στα αλήθεια;
Είναι πολλά και διάφορα τα ερωτήματα που θέτει το διήγημα “Η εικόνα στο χαλί”. Γραμμένο στην τελευταία περίοδο της ζωής του Τζέιμς, μια και το υπό μελέτη διήγημα γράφτηκε το 1896, στην ωριμότητα πλέον του συγγραφέα και αφού είχε περάσει η περίοδος των πρώιμων μυθιστορημάτων του, ο Τζέιμς κοιτιέται στον καθρέφτη και συνομιλεί με τον εαυτό του. Σε αυτό το διήγημα, όπως και στη Δεύτερη ευκαιρία, όπου αναφέρεται στην δεύτερη ευκαιρία που οφείλει να έχει ένας άνθρωπος στην ζωή του, ο Τζέιμς θυμίζει «Θηρίο στη ζούγκλα» για να θυμηθούμε ακόμα ένα του διήγημα που προκαλεί πολλές απορίες ως προς την ιδέα και τα μηνύματά του. Ο Τζέιμς βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο της ζωής του και της συγγραφικής του πορείας και εύλογα θέτει εαυτόν ενώπιον καυτών και φλεγόντων προβληματισμών και ανησυχιών για το ίδιο του το είναι, τη σημασία της δημιουργίας του. Γνωρίζει ποιος είναι και πού χωλαίνει, γνωρίζει όμως πως δεν δέχεται κακόβουλες κριτικές και αήθεις επιθέσεις από τυχοδιώκτες του λόγου. Δεν διστάζει καθόλου να ποτίσει το έργο του με το γονίδιο της αμφιβολίας που ανέφερα στην αρχή. «Για τα λάθη σας, σας θαυμάζω» αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Δεύτερη ευκαιρία». Στην «Εικόνα στο χαλί» επιστρατεύει μέσα από ένα παιχνίδι μυστηρίου και αγωνίας μια ευφυή μέθοδο κριτικής της κριτικής που του ασκούν ως προς τα γραπτά του. Έτσι εκείνος φροντίζει να απαντήσει με την σειρά του με έναν πολύ ευφάνταστο τρόπο αφήνοντας υπονοούμενα και σηκώνοντας το χαλί κάτω από τα πόδια των αμφισβητιών του.
Ο Τζέιμς είναι πολύ αιχμηρός και καυστικός όταν τοποθετεί τον περήφανο κριτικό να κυνηγάει σκιές και φαντάσματα, μυστικά και κρυμμένους θησαυρούς, εικόνες και λέξεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ουτοπικό παιχνίδι, για μία χαμένη μάχη και όλη η αφήγηση εκεί επικεντρώνεται με δεξιοτεχνία, φαντασία αλλά και σαρκαστική διάθεση προς τον άνθρωπο που θεωρεί πως μπορεί να δοκιμάσει την τύχη του στην προσπάθεια να ανακαλύψει τον τροχό που κινεί το νου του συγγραφέα. Πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό και τα γραπτά του, πώς είναι δυνατόν να μπορέσει ο κριτικός να μεταφράσει, να ερμηνεύσει και να αποδώσει τις σκέψεις του συγγραφέα με απόλυτη επιτυχία;
Άρα στο μόνο που μπορεί να ελπίζει ο κριτικός, και μέσα από τα ίδια τα λεγόμενα του Τζέιμς, είναι να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται στον δημιουργό, να αντλήσει στοιχεία για τον ίδιο, να δώσει μία κάποια οπτική γωνία, μία πτυχή, ένα δείγμα και ένα ψήγμα της έμπνευσής του. Το εγχείρημα του κριτικού απαιτεί τόλμη και θάρρος, όχι θρασύτητα και αφέλεια. Τότε ο κριτικός οφείλει να αποχωρεί ικανοποιημένος από το δικό του έργο που με όποια μέσα μπορούσε επιτέλεσε. Εκείνος δεν θα είναι παρά ένας μικρός συγγραφέας μπροστά στον μεγάλο, ένας απλός εργάτης, χαρούμενος που εργάστηκε με τιμιότητα και ζήλο.
Ταγμένος στην υπηρεσία της απαιτητικής τέχνης του
Η τέχνη είναι πάνω από τον έρωτα και από τον κάθε λογής πειρασμό ή μήπως το πεπρωμένο του συναισθήματος φυγείν αδύνατον; Η καλλιτεχνική δημιουργία και το έργο οφείλει να διαγράφει και να χαράσσει τον δικό της δρόμο μακριά από παρεισδύοντα εμπόδια και ανακλήσεις ή ο δρόμος του πάθους και της ανάγκης του καλλιτέχνη για ερωτική διέγερση μπορεί και πρέπει να επηρεάζει τις προσλαμβάνουσες της έμπνευσής του για να προσδώσει καλύτερα αποτελέσματα στην αποστολή του;
Ερωτήματα και απορίες που τίθενται επί τάπητος από τον Henry James, τον ποιητή του λόγου, που αφιέρωσε την ζωή του στην τέχνη του και δεν αποπροσανατολίστηκε από την οδό που ο ίδιος είχε ορίσει. Παλεύει ανάμεσα στην ελευθερία της κίνησης αλλά και των αποφάσεων του και μας θέτει ενώπιον διλημμάτων καλώντας μας εμμέσως πλην σαφώς να αποκομίσουμε τα συμπεράσματα μας.
«Αντιλαμβανόμουν μάλιστα ποια απώλεια με στενοχωρούσε πιο πολύ. Είχα αγαπήσει τον άνθρωπο περισσότερο από τα βιβλία»
«Μέρα με τη μέρα η περιέργειά μου όχι μόνο δεν αμβλύνθηκε αλλά έγινε το γνώριμο μαρτύριο που στοίχειωνε τις μέρες και τις νύχτες μου»