“Το άρμα της Ιστορίας είχε πάρει τη μεγάλη στροφή του και κάλπαζε τώρα προς την τρίτη χιλιετία. Η σκόνη που άφησε πίσω του κατακάθιζε αργά πάνω στις ερειπωμένες πόλεις, στους τόπους εξορίας, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα κρεματόρια, πάνω στα πεδία των μαχών, στους ποταμούς του αίματος, στους κρουνούς των δακρύων. Ο αιώνας των μεγάλων προσδοκιών σφραγίστηκε από ακόμη μεγαλύτερες διαψεύσεις” γράφει ο Γιάννης Ατζακάς στο τέλος του βιβλίου. Για ακόμα μια φορά ο Ατζακάς περιδιαβαίνει με ευαισθησία την ιστορία μέσω των ανθρώπων της, με όπλο τη σπάνια γραφή του. Για άλλη μια φορά, ο Ατζακάς ξεδιπλώνει στις σελίδες ενός βιβλίου του γεγονότα, εικόνες και πρόσωπα μιας άλλης εποχής, τα οποία όμως καθρεφτίζουν στο σήμερα όντας πιο επίκαιρα από ποτέ. Όσοι τα έζησαν θα καταλάβουν και θα θυμηθούν, όσοι δεν τα βίωσαν και τα διαβάζουν πρώτη φορά απλά θα νιώσουν έντονα, γιατί ποτέ ως χώρα δεν επιβιβαστήκαμε στο τρένο του πραγματικού εκσυγχρονισμού. Ο τρόπος γραφής του, η προσέγγισή του, ο μεστός του λόγος, με αμεσότητα, καθαρότητα και αλήθεια δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση των συμβάντων αλλά και της κατάστασης της χώρας.
Ένας τόπος σβησμένος
Η ιστορία που ο Θέμης καταγράφει δεν είναι μια ιστορία επινοημένη, είναι μια ιστορία ποτισμένη με το άρωμα της πραγματικής ζωής, είναι η απόδειξη πως η ιστορία μάς προσπερνάει και μας κλείνει το μάτι. “Κάτω από το σκληρό φως του Αυγούστου, μέσα στη λαμπρότητα και στην αμεριμνησία του ελληνικού καλοκαιριού, στη χαύνωση μιας ακόρεστης κραιπάλης και στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος, ο Θέμης τελείωσε το μικρό χρονικό του, τη δική του γραφή, που δεν ήταν παρά μιας σκοτεινή προφητείας για τη μοίρα της ένδοξης χώρας”. Ο Θέμης έχει το σθένος και το ανάστημα να αφηγηθεί τα απανωτά τροχαία από τα οποία η χώρα βγαίνει συνεχώς τραυματισμένη, έτσι που και η παραμικρή προσπάθεια επούλωσης των πληγών δεν αρκεί χρονικά για να καλύψει τις νέες. Και πράγματι, πού πήγε αυτή η χώρα, σε ποια χαντάκια κατακρημνίστηκε και σε ποια αδιάβατα μονοπάτια οδηγήθηκε αλυσοδεμένη και ολιγόψυχη; Γιατί αυτοθυματοποιήθηκε και παραδόθηκε στο έλεος, γιατί βυθίστηκε στο έρεβος; Ο Θέμης, με πολύ μεράκι καταθέτει στο χαρτί μία ολόκληρη εποχή, μια εποχή νοοτροπιών κυρίως που δεν σταμάτησε ποτέ να υφίσταται και κανείς δεν ξέρει η σήψη και ο αλληλοσπαραγμός πού θα φτάσουν. Είναι η πικρή και δραματική ιστορία μιας χώρας ανήμπορης να ξεπεράσει τη μεμψιμοιρία της και τον κακό της εαυτό. Οι άνθρωποι της, ως επί το πλείστον, αυτοκαταστροφικοί και όμηροι της ανάγκης για προσωπική καταξίωση μέσω της απαξίωσης των άλλων, είναι τελικά αυτοί που την καταδικάζουν καθημερινά, αδύναμοι κρίκοι οι ίδιοι να διαχειριστούν την ανωτερότητα του διπλανού και να την παραδεχτούν.
Της “Αποκάλυψης” το ανάγνωσμα
Ο Θέμης, σαν ένας σύγχρονος Ιωάννης της Αποκάλυψης, γράφει την ιστορία του μη μπορώντας να την κρατήσει σιωπηλή μέσα του, είναι αυτό το κερί που σιγοκαίει και ακούγοντας όσα του περιγράφει ο Ίωνας δεν μπορεί παρά να μεταγγίσει στο χαρτί τις πιο μύχιες σκέψεις του, τους κρυμμένους στην ψυχή του συλλογισμούς για ό,τι έμεινε πίσω αλλά και για ό,τι μέλλει να συμβεί. “Με μία σχεδόν μυστικιστική εμμονή πίστευα, από τα χρόνια της εφηβείας ακόμη, πως είχα λίγη από τη δωρεά της γραφής και πώς, πέρα από το μεροδούλι, προορισμός μου ήταν να γράψω κάποτε για όλα εκείνα που κατέτρεξαν και διαγούμισαν τη γενιά μας”. Και πράγματι κατορθώνει να γίνει κοινωνός της ιστορίας, της αμείλικτης ιστορίας του τόπου αυτού που έφερε μίση και έχθρες, χώρισε ανθρώπους, σκόρπισε δυστυχία και αφαίρεσε τη λογική για να επικρατήσει η τάδε ή η δείνα άλογη πεποίθηση. Και τελικά αναρωτιέται κάποιος, γιατί σήμερα φουντώνει και πάλι αυτό το ασίγαστο και ολέθριο μικρόβιο του διχασμού, ενός διχασμού που, όπως τότε με τη Δεξιά και την Αριστερά, παίρνει σάρκα και οστά σε άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Ο Ίωνας και ο Θέμης είναι δύο πρόσωπα εκτός συστήματος, δύο ειρηνοποιοί ανάμεσα σε πολέμαρχους, σε αυτούς που καπηλεύονται και παραποιούν, που κατασκευάζουν σκευωρίες για να αναδειχθούν. Αυτή είναι η ιστορία του εκπαιδευτικού Ίωνα που τελικά νίκησε, έστω και προσωρινά, το τέρας της συνωμοσίας με σημαία του τις αρχές του.
Το καταφύγιο του Θέμη είναι η σπηλιά του, εκείνο το μικρό δωμάτιο που σύντομα θα κατεδαφιστεί για να ανεγερθεί μια τετραώροφη πολυκατοικία. Είναι άραγε και αυτό δείγμα ανάπτυξης ή απλά ένα δείγμα πως μεγαλουργούμε – ή μήπως υπολειτουργούμε διανοητικά – δημιουργώντας τσιμεντένια κουτιά κατακρεουργώντας και βιάζοντας ανεξέλεγκτα το αστικό τοπίο; Η αφήγηση του Θέμη είναι οι διεφθαρμένες και σάπιες νοοτροπίες που ξεπηδούν μέσα από όσα μας παρουσιάζει, για τις κυβερνήσεις που ποτέ δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με τα προβλήματα, για τους ανθρώπους της χώρας που τις εξέλεξαν γιατί δεν ήθελαν οι ίδιοι τίποτα να αλλάξει. Ο Θέμης κρατάει όμως στα χέρια του σφιχτά την αγάπη για τη γραφή και όλος ο κόσμος του είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί, αυτή που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Για εκείνον, η ζωή είναι η επένδυση στην απλότητα και την ομορφιά που πηγάζει από την αλήθεια που ο ίδιος πρεσβεύει και για αυτό, όπως και ο Ίωνας, δεν δέχτηκε ποτέ να αλλοτριωθεί ακόμα και όταν οι σειρήνες του χρηματιστηρίου σήμαιναν ηχηρά και εκείνος μπορούσε να αντλήσει πολύ σημαντικά κέρδη. Και όμως εκείνος δεν έβαλε το δάχτυλο στο μέλι και αντιστάθηκε! Θα πει: “Το μέλλον, σκοτεινό και άγριο, μου έδειχνε τα δόντια του, και μόνο στους παλιούς καιρούς έβρισκα καταφυγή. Το παρόν, για μένα πάντα σκληρό και άδικο, ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε αληθινά. Μια στιγμή άπιαστη είναι, μια σταγόνα που κόβεται από το μέλλον, κυλά στο ρυάκι του χρόνου και χάνεται”.
“Τώρα το μόνο που ήθελα ήταν να κρυφτώ σ’ αυτή τη φτωχική γωνιά, να λουφάξω σαν το πληγωμένο αγρίμι στη σπηλιά του και να γλείφω τις πληγές μου”.
“Έτσι, ενώ είχε από καιρό αποσυρθεί στη “σπηλιά” του για να γιατρέψει τις δικές του πληγές και να καταγράψει τη δική του μικρή ιστορία, στο τέλος επέλεξε τη σιωπή, αρκετά είχε μιλήσει για τον εαυτό του, σκέφτηκε, θα του αρκούσε τώρα ο ρόλος του ανώνυμου χρονογράφου”.