Στο βιβλίο του “Πείνα”, ο βραβευμένος με Νόμπελ Κνουτ Χάμσουν γράφει: “Η συναίσθηση της εντιμότητάς μου γέμισε το μυαλό μου, με πλημμύρισε με την υπέροχη αίσθηση πως ήμουν ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ένας φωτεινός φάρος μέσα σε μία θολή ανθρωποθάλασσα όπου επέπλεαν συντρίμμια και ναυάγια”. Ο ήρωας του Χάμσουν είναι πάντα επίκαιρος, πάντα σύγχρονος, πάντα παρών, διότι όσο υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε – μην ξεχνάμε πως ο μεγαλοφυής Όσκαρ Ουάιλντ πέθανε στο Παρίσι ολομόναχος από πείνα – τόσο η κοινωνία που ζούμε, με την ευρύτερη έννοια, θα χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένη και οι άνθρωποί της ως αδύναμοι κρίκοι της. Η Λίνα Ρόκου επανέρχεται στο θέμα του Χάμσουν εύστοχα και στοχαστικά μέσα από τη ζωή και την αφήγηση της Έμμας, μιας κοπέλας της διπλανής πόρτας που πασχίζει να καλύψει μία πρωταρχική της ανάγκη, όχι να χορτάσει ή να απολαύσει την τροφή, απλά για να ζήσει σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
Η πάλη για την επιβίωση
Η επιβίωση της Έμμας περνά μέσα από μία εσωτερική δοκιμασία, μία πάλη αντιμετώπισης της ανέχειάς της, της θέλησής της για ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας που δίχως άλλο την έχει κυριεύσει, γιατί είναι κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την εξαθλίωση. Στο διαμέρισμα όπου κατοικεί αναμοχλεύει τις σκέψεις της και βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, έτσι αναζητά σανίδα σωτηρίας για να κρατηθεί στη ζωή. Συνεπώς, η Έμμα επιστρατεύει ό,τι της έχει απομείνει και αυτό δεν είναι άλλο από το ίδιο της το σώμα. Όταν πεινάς καλείσαι εύλογα να υπερπηδήσεις τα εμπόδια του νου που δίνουν την εντολή και αδυνατώντας να ανταπεξέλθεις στην κάλυψη της ανάγκης αυτής αντλείς φυσιολογικά όλα τα αποθέματα του ψυχισμού σου, που δεν γνώριζες πως είχες, στον ανηλεή αγώνα ενάντια στην αίσθηση της πείνας. Τα δικά της αποθέματα είναι τα όργανά της και το σχέδιο της σωματικής της αυτοδιάλυσης μέσω της πώλησης των οργάνων της είναι το τελευταίο σωσίβιο που διαθέτει. Δε θα τολμήσει να το ξεστομίσει, δε θα θελήσει να το μοιραστεί με κανέναν, είναι μία δική της εμπειρία. Είναι φοβισμένη, είναι όμως και αποφασισμένη να ξεπληρώσει τα χρέη της με όπλο και εργαλείο τον ίδιο της τον εαυτό. Βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της γιατί επαφίεται στην “τεχνογνωσία” ενός παλιατζή, ο οποίος όμως πληρώνει καλά και αυτό θα την οδηγήσει στην εξυπηρέτηση της πείνας της και στην αποπληρωμή των χρεών της.
Ζωντανή μέχρι τελικής πτώσης
“Θα σεργιανώ και πάλι στους ολοζώντανους δρόμους της πόλης, ταπεινός παρατηρητής και συλλέκτης των μικρών στιγμών της καθημερινότητας. Από αύριο”. Η Λίνα Ρόκου στο πρώτο της μυθιστόρημα πετυχαίνει να κάνει τον αναγνώστη συμμέτοχο και κοινωνό της προβληματικής κατάστασης της πρωταγωνίστριας της, να τη φέρει κοντά μας και να νιώσουμε την απόλυτη συμπόνια στο πρόσωπό της, δίχως όμως να προσφύγουμε στην ελεημοσύνη της ψυχικής της οδύνης. Ακόμα και όταν η Έμμα κατανοεί πως το σώμα της είναι ένα κινητό θησαυροφυλάκιο και μπορεί να είναι αυτό που θα της εξασφαλίσει τα προς το ζην, με κίνδυνο βέβαια την σωματική της ακεραιότητα, η ίδια άφοβη πια και σθεναρά υπερασπιζόμενη τον στόχο της, προχωρά στο ξεπούλημα της αξιοπρέπειάς της, καταφεύγει σε κάθε δυνατό σχέδιο πώλησης οργάνων της και όταν ο παλιατζής Σαν της το αποκλείει, γιατί νεφρά για παράδειγμα δεν χρειάζεται, τότε εκείνη απορεί, δυσανασχετεί και συλλογίζεται την επόμενη “έξυπνη” κίνησή της.
Πλέον μοιάζει η ίδια εθισμένη στην ιδέα του χρηματικού οφέλους που αποκομίζει από την πώληση αυτή και δείχνει υποχείριο, ναρκωμένη μπορεί να πει κάποιος από τον “δήμιό” της. Ο Σαν είναι για αυτήν – περισσότερο και από τον Πρόδρομο για τον οποίο δεν τρέφει παρά φιλικά κυρίως αισθήματα παρά την περιστασιακή ερωτική συνεύρεσή τους – το ασφαλές λιμάνι που της εξασφαλίζει ευτυχία και σιγουριά, ένας σίγουρος φάρος για να συνεχίσει να ζει. Αυτό το αίσθημα εξάρτησης που έχει θα μετατραπεί πολύ γρήγορα σε έρωτα και ο έρωτας της για τον Σαν, όπως κάποτε για τον διάσημο Λ. Ρ., είναι όσο περνάει ο καιρός όλο και σφοδρότερος και φαίνεται να είναι το απάγκιο της σε μια πραγματικότητα που την καταδυναστεύει. Είναι εκστασιασμένη από την ερωτική έλξη και τώρα το αίσθημα της πείνας που έχει πλέον ικανοποιηθεί έχει μετατραπεί σε αίσθημα επιθυμίας του Σαν και όλα δείχνουν πως αυτό κυκλοφορεί εντός της ανεξέλεγκτο και πολύ επικίνδυνο. Και αυτό νοείται ως το τελικό τέλος της πείνας, της κάθε είδους πείνας.
Πείνα: επικίνδυνο σημείο των καιρών
Το μυθιστόρημα δεν είναι ένα μόνο αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως, μιας και αναφερόμαστε σε μυθοπλασία, μπορεί να είναι -και θεωρώ ότι είναι- μία μάστιγα της εποχής περισσότερο από ποτέ, μία πραγματικότητα που εδώ καταγράφεται με όρους αλήθειας. Άνθρωποι σε ανέχεια, άνθρωποι στο κατώτατο όριο φτώχειας, αδυνατούν να αποκτήσουν ακόμα και τα αυτονόητα, τα καθημερινά, τα απαραίτητα και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα στο βωμό της απόκτησης βασικών αγαθών. Και δεν ορίζεται σε ένα αυστηρά ελληνικό γεωγραφικό πλαίσιο η ιστορία της Έμμας, η Έμμα είναι ένα πρόσωπο που καθρεφτίζει το πρόβλημα της πείνας απανταχού, είναι μια οικουμενική φυσιογνωμία. Και όμως είναι και η ευτέλεια της συναλλαγής που θίγεται εδώ, αυτό το εμπόριο σαρκός και το κάθε λογής εμπόριο που καταντά κυνικό, ισοπεδώνει τις ανθρώπινες σχέσεις σε βαθμό αυτολύπησης για τον άνθρωπο, ένα εμπόριο που σβήνει τον ανθρώπινο παράγοντα και αναδεικνύει την ύλη, την κάθε μορφής ύλη. Και ο καθένας από εμάς βρίσκεται αιχμάλωτος ενός νέου τρόπου ζωής, η παραδοχή της συγκυρίας αυτής βέβαια είναι ένα κοινό μυστικό που ποτέ δεν αποκαλύπτεται. “Όλοι είμαστε βασανισμένοι, άσχετα αν το παραδεχόμαστε ή όχι. Ο τρόπος που αντιδρούμε σε αυτήν την αλήθεια λίγη σημασία έχει”.
“Το αίσθημα του άγχους που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάμνηση του φόβου, αντικαταστάθηκε από μια αίσθηση διάλυσης, που δεν είναι τίποτε άλλο από το τέλος της ζωής, της αποσύνθεσης μιας σε μυριάδες αιμάτινα σωματίδια που πλέουν δίχως ενότητα”.
“Πόσο δυσβάσταχτη είναι η αγάπη όταν δεν μπορείς να ανταποκριθείς”.