Ορλάντο, Κυρία Ντάλογουέι, Μέχρι το φάρο, Τα κύματα. Αυτά είναι ορισμένα από τα γραπτά της Βιρτζίνια Γουλφ, που έγραψε τη δική της ιστορία στην λογοτεχνία. Ανήσυχο πνεύμα από μικρή ηλικία και με πλούσια μόρφωση, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια αφού έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα της -σε ηλικία μόλις 13 χρονών- και τον πατέρα της λίγα χρόνια αργότερα, γεγονότα που σημάδεψαν καθοριστικά τη ζωή της. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν να την κυριεύουν έντονα συναισθήματα λύπης και ψυχολογικής κατάπτωσης, με δύο διαδοχικές νευρικές κρίσεις να κρίνουν ήδη το μέλλον και να αποτελούν κρίσιμα σημάδια, τα οποία θα επιδεινωθούν όλο και περισσότερο στο διάβα του χρόνου με αποκορύφωμα το τραγικό της τέλος. Την διακατείχε ο φόβος για το σκοτάδι και δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά μόνο με αναμμένο φως, ενώ οι αυτοκτονικές τάσεις και οι ψυχικές διαταραχές ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο στην οικογένεια καθώς υπήρχε ιστορικό ψυχικών ασθενειών, από σχιζοφρένεια μέχρι και βαριά κατάθλιψη και εκείνη θα ήταν αδύνατο να γλιτώσει από αυτήν του είδους την κατάρα. Όλη της τη ζωή πάλεψε με τα φαντάσματα της προσωπικής της μελαγχολίας και της θλίψης που ένιωθε και την αποσταθεροποιούσε. Αυτό άλλωστε καθρεφτιζόταν στις αϋπνίες της, την έλλειψη όρεξης και την ασταθή ψυχολογική της διάθεση. Εν τούτοις, η λογοτεχνική της δεινότητα παρέμενε άθικτη και η ίδια δεν έπαψε να γράφει ακόμα και όταν οι διανοητικές διαταραχές επαναλαμβάνονταν με τακτικούς ρυθμούς σε βαθμό που την καθόριζαν επικίνδυνα και στοίχειωναν την καθημερινότητά της.
Τα χρόνια της δημιουργίας και της έμπνευσης
Η Βιρτζίνια Γουλφ από μικρή ηλικία θα αρχίσει να έχει επαφή με τη λογοτεχνία και την ανάγνωση εν γένει, καθώς η οικογένεια διέθετε τεράστιες βιβλιοθήκες, όπου κανείς μπορούσε να βρει διάφορα αναγνώσματα, μεταξύ άλλων κλασικούς συγγραφείς και αγγλική λογοτεχνία, τα οποία η ίδια μελέτησε ύστερα και από την προτροπή του πατέρα της, ο οποίος είχε διαβλέψει την κλίση της στα γράμματα και έτσι είχε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την εκπαίδευσή της. Το 1896 θα σπουδάσει ιστορία, αρχαία ελληνικά και λατινικά στο παράρτημα του King’s College αλλά θα λάβει και μαθήματα βιβλιοδεσίας, τα οποία φάνηκαν πολύ χρήσιμα όταν μαζί με το σύζυγό της, το 1914, θα αγοράσουν τα απαραίτητα και θα στήσουν ένα πρότυπο τυπογραφείο. Όλη αυτή η δραστηριότητα και η δημιουργική ενασχόληση βέβαια θα συμβάλλει τα μέγιστα στην όσο τη δυνατόν καλύτερη αποκατάσταση της εύθραυστης υγείας της.
Η Γουλφ στα επόμενα χρόνια θα αρχίσει να αναδεικνύει την καινοτόμο σκέψη της και την πρωτοποριακή της μέθοδο ως προς τον τρόπο γραφής της. Δεν είναι διόλου τυχαία η αναφορά του Άρη Μπερλή, ο οποίος έγραφε χαρακτηριστικά: “Η Βιρτζίνια Γουλφ βρίσκεται μέσα στη μεγάλη παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας και συναριθμείται με τον Προυστ και τον Τζόυς στην τριάδα των μεγάλων καινοτόμων πεζογράφων που άνοιξαν νέους δρόμους στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα”. Θεωρώ όμως πως η πορεία της Βιρτζίνια Γουλφ, με την λογοτεχνική της ευστροφία και την πρωτοπορία της ακολουθεί κατά πολύ και την παράδοση στη λογοτεχνία που με πολύ κόπο και μεράκι έχτισαν προσωπικότητες όπως η Τζέιν Όστεν, η ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον – η οποία ειρήσθω εν παρόδω έπασχε από διπολική διαταραχή – και η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ. Αυτές οι πλέον αποδεκτές μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας ουσιαστικά πάλεψαν σθεναρά για τη θέση τους και ανέδειξαν τη γυναίκα λογοτέχνη, η οποία βγήκε από τα στεγανά της νοικοκυράς και της σιωπηλής συζύγου και εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως ίση προς τους άντρες λογοτέχνες που κατείχαν προνομιακή θέση την εποχή του 19ου αιώνα. Η Βιρτζίνια Γουλφ ανάμεσα στα αναγνώσματα της αγγλικής λογοτεχνίας σίγουρα θα είχε ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, με τις τρεις συγγραφείς που προανέφερα αφού στα έργα της μπορεί κάποιος να βρει επιρροές. Στο σπίτι της σύχναζαν όμως και προσωπικότητες όπως ο Χένρυ Τζέιμς και η Τζορτζ Έλιοτ και οι συζητήσεις όσο και η συναναστροφή με αυτές τις φυσιογνωμίες της βικτοριανής λογοτεχνικής κοινωνίας άφησαν με τη σειρά τους ανεξίτηλα το σημάδι στη δική της συγγραφική πορεία.
Η οργάνωση του δικού της εκδοτικού οίκου, του Hogarth House Press, μαζί με τον άντρα της Λέοναρντ ήταν καθοριστικής σημασίας. Εκείνος την στήριξε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους και παρόλο που δεν ένιωθε κάποια ερωτική έλξη για αυτόν όπως η ίδια είχε εκμυστηρευτεί, χάρη στη δική του ηθική υποστήριξη και την οικονομική βοήθεια που απλόχερα της προσέφερε, κατάφερε να πραγματώσει τους πολυπόθητους συγγραφικούς της στόχους και να επιδοθεί στο λυτρωτικό γράψιμο που ήταν το μόνο της απάγκιο. Στον εκδοτικό οίκο θα εκδώσει πολλά δικά της μυθιστορήματα όπως “Το ταξίδι” και “Μέρα και νύχτα”. Επίσης, το 1922 θα τελειώσει και θα εκδώσει το βιβλίο “Το δωμάτιο του Ιάκωβου”, ένα βιβλίο με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση αφού αναφερόταν στον αδερφό της Τόμπυ, τον πρόωρα χαμένο. Παράλληλα, ο εκδοτικός οίκος θα αναλάβει ένα μεγάλο αριθμό εκδόσεων βιβλίων σημαντικών ανθρώπων της διανόησης όπως του Τ. Σ. Έλιοτ και συγκεκριμένα την Έρημη χώρα, της Μάνσφιλντ, του Τζων Μέυναρντ Κέινς, του Ρόμπερτ Γκρέιβς ακόμα και του Σίγκμουντ Φρόυντ. Μερικά από αυτά τα ονόματα αποτελέσαν μέλη της λεγόμενης ομάδας του Μπλούσμπερι, μια ομάδα λόγιων φοιτητών, οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα προήγαγαν τον μοντερνισμό σε όλα τα πεδία των τεχνών στη Βρετανία. Πρόκειται για ένα πρωτοπόρο κίνημα που θα οργανωθεί για να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο σκέψης και αντίληψης περί των τεχνών, μία φιλόδοξη προσπάθεια νέων διανοουμένων σε μια Ευρώπη που παλλόταν από δημιουργία κινημάτων.
Κυρία Ντάλογουέι: Μια τραγική γυναίκα του σύγχρονου κόσμου
Η κυρία Ντάλογουέι αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από εξέχοντα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, ένα ψυχογράφημα που καταγράφει τις παλινωδίες μιας γυναίκας σε κρίση ταυτότητας αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου που πάλλεται από συνταρακτικές αλλαγές σε πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο. Η πρωταγωνίστρια, το alter ego της συγγραφέως, βιώνει τις δικές της επώδυνες κρίσεις και δείχνει δραματικά κλονισμένη: «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία» δηλώνει προς το τέλος του βιβλίου η Κλαρίσα Ντάλογουέι.
Αν ανατρέξουμε στην ταινία «Οι ώρες» που αφηγείται μεταξύ άλλων και την διαταραγμένη ζωή της συγγραφέως, θα καταλάβουμε το ανίκητο, το ματαιόδοξο, το απρόσιτο του χαρακτήρα της. Γιατί η Γουλφ, όπως και η Νταλογουέι, μέσω της οποίας αποπειράται να καταγράψει τις σκιές του βίου της, είναι υποταγμένη στην αδυναμία να ζήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Η αυτοκτονία της σε ηλικία σχετικά μικρή αποδεικνύει πως τράβηξε το σχοινί όσο μπορούσε περισσότερο αλλά δεν απέφυγε το τραγικό τέλος που της επεφύλασσε η μοίρα της, ένα τέλος που στα βιβλία της είναι κάτι περισσότερο από κραυγαλέο. Ο αναγνώστης είναι ο θεατής ενός θεάτρου σκιών, μίας σκηνής που ξεθωριάζει και περιμένει την λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται.
Βρισκόμαστε λίγο μετά το τέλος του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου στον οποίο η Βρετανία συμμετέχει και δεν βγαίνει αλώβητη. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις αναταράξεις στις αποικίες της, τις οποίες και προσπαθεί να διατηρήσει σε πείσμα των καιρών και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην γηραιά ήπειρο και αλλάζουν τα δεδομένα στον τότε κόσμο μέσα από επαναστάσεις και συρράξεις με αβέβαια αποτελέσματα. Μέσα σε αυτό το φλεγόμενο περιβάλλον και την συνεχόμενη ροή της ιστορίας, η ηρωίδα της Γουλφ αποφασίζει να δώσει δεξίωση όπου θα παρίστανται άνθρωποι από όλο το φάσμα της τότε καλής κοινωνίας και όπου θα γίνεται λόγος για αυτές τις εξελίξεις. Η καταθλιπτική όσο και άστατη στην διάθεση κυρία Ντάλογουέι ταράζεται έντονα από την παρουσία ενός πρώην αγαπητικού της που ήρθε ξαφνικά από την Ινδία, από την λεκτική αντιπαράθεση με μία εκ των πρωταγωνιστριών της βραδιάς αλλά και από την κόρη της, την οποία παρακολουθεί εμβρόντητη να ξεφεύγει από τα δικά της μέτρα και σταθμά και να παρασύρεται από μία διάθεση ερωτική με μία κυρία που θα μπορούσε να είναι η μητέρα της. Εδώ προκύπτουν ερωτήματα και εγείρονται απορίες κατά πόσο το alter ego της Βιρτζίνια Γουλφ, η κυρία Ντάλογουέι νιώθει προδομένη, νικημένη και απογοητευμένη από τον περίγυρό της από τον οποίο θα ήθελε πολύ να ξεφύγει ενώ βρίσκεται μπλεγμένη στα δίχτυα του και αδυνατεί να σπάσει τις αλυσίδες.
Λύση στα χέρια της, τα τρεμάμενα φαντάζει μία φυγή, μία έξοδος απελευθέρωσης από τα δεσμά που την αλυσοδένουν μέσα της, τον θάνατο που στο μυαλό της κλωθογυρίζει όπως ο άνεμος την άμμο και την σηκώνει στον αέρα. Δηλώνει με δραματικό τόνο: «Ο θάνατος είναι εναντίωση. Ο θάνατος είναι μία απόπειρα επικοινωνίας, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να φτάσουν στον πυρήνα που με τρόπο απόκοσμο τους ξεγλιστρά, η εγγύτητα απομακρύνει, ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει, μένεις μόνος. Είναι αγκαλιά ο θάνατος». Όλη της η αφήγηση μαρτυρά μία ποιητικότητα που την βυθίζει με μία κορύφωση της τραγικότητας του εαυτού της όσο πλησιάζει η δεξίωση, σαν να βιώνει ένα αρχαίο δράμα με όρους σύγχρονης εκδοχής. Η Βιρτζίνια Γουλφ μοιάζει φυλακισμένη στις σκέψεις της, η αναπόληση είναι μία σχετικά επιθυμητή αυθυποβολή από μέρους της σε όλα αυτά που την στοιχειώνουν. Και η ευτυχία της καθορίζεται άμεσα από αυτό τον διακαή πόθο να αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος λήθης, να εξαϋλωθεί, να απογειωθεί από την πραγματικότητα που την γεμίζει με λύπη και θλίψη.
Δικαίως η κυρία Νταλογουέι θεωρείται ως ένα μικρό διαμάντι της λογοτεχνίας γιατί είναι τέτοιος ο παλμός που νιώθει ο αναγνώστης και τέτοια η γλώσσα που χειρίζεται η Γουλφ που δεν αφήνει περιθώρια να μην αισθανθεί την αγωνία και την ανησυχία. Είναι ένα πρόσωπο χλωμό, διστακτικό και φοβισμένο η ηρωίδα, μακριά από την χαρά που νιώθει ως κάτι απόκοσμο, παράξενο, ένα ιδανικό άπιαστο. Παράλληλα όμως με τέτοια τόλμη και θάρρος αντιμετωπίζει κατάματα το τέλος της που παραμένει στο κατώφλι της συνείδησής της. Χαρακτηριστικά δηλώνει ανακουφισμένη: «Καμία χαρά δεν μπορεί ν’ αντισταθμίσει να έχεις χάσει τον εαυτό σου στο ρου της ζωής, να τον βρίσκεις μ’ ένα κύμα χαράς, στην ανατολή του ήλιου, στη δύση της μέρας».
«Η γνώση έρχεται μέσα από τις δοκιμασίες»
«Μια γυναίκα πρέπει να έχει τα χρήματα και ένα δωμάτιο κατάδικό της, εάν πρόκειται να γράψει μυθιστοριογραφία».