Η άφιξη του νέου εκδοτικού εγχειρήματος με τίτλο “Ενύπνιο” συμπίπτει, όχι τυχαία βέβαια, με την έκδοση ενός μοναδικά αξιοπρόσεκτου βιβλίου. Καλοτάξιδο σε κάθε περίπτωση το νέο αυτό εκδοτικό καράβι! Παρουσιάζονται στην έκδοση αυτή λοιπόν τρία διηγήματα από τον γενικότερα όχι και τόσο γνωστό Λάζα Λαζάρεβιτς – προσωπικά δεν τον γνώριζα μέχρι πρότινος – ο οποίος δυστυχώς για τον αναγνώστη, μάλλον ευτυχώς για το Θεό, ανήκει σε εκείνη τη γενιά των καταραμένων δημιουργών μιας και μας άφησε για πολιτείες μακρινές σε ηλικία μόλις 40 χρόνων. Παρόλο που η φυγή του έλαβε χώρα πολύ νωρίς, άφησε πίσω του παρακαταθήκη διηγήματα ποτισμένα με το άρωμα της ζωής, τα βάσανά της αλλά και τα τρυφερά της άνθη. Ο Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, ο οποίος έχει επιμεληθεί με αγάπη τόσο τη μετάφραση όσο και τον πρόλογο του βιβλίου εν έτει 1894, αναφέρει στις πρώτες γραμμές του προλόγου: “Αν θέλει κανείς να γνωρίσει έναν λαό εις βάθος, δεν φτάνουν μόνο οι ιστορικές, εθνογραφικές, στατιστικές, οικονομολογικές και πολιτικές σπουδές. Είναι ανάγκη να γνωρίσει και την πνευματική ζωή του. Πού αλλού όμως μπορεί κάποιος να μελετήσει το πνευματικό επίπεδο ενός λαού παρά στη λογοτεχνία του; Σε όλα τα στάδια της ιστορίας του πολιτισμού, η λογοτεχνική παραγωγή αποτυπώνει πιστά τη διανοητική του ζωή, γιατί εκεί βρίσκεται η αθάνατη ψυχή του”.
Ανθρώπινος και ταπεινός παρατηρητής
Ο Λαζάρεβιτς με τις αφηγήσεις του επιβεβαιώνει πλήρως τα λεγόμενα του Τζόρτζεβιτς. Είναι αφοσιωμένος στην αποτύπωση και απεικόνιση της ζωής των συμπατριωτών του σε μια εποχή δύσκολη και σκληρή. Είναι παρών στην επιστροφή του στρατιώτη από το μέτωπο, στην ομολογία του πατέρα πως απέτυχε στο ρόλο του, στην αποδοχή της παρουσίας της νύφης από τον τραχύ και πεισματάρη παππού που αποζητά συγχώρεση. Και οι τρεις ιστορίες είναι ποτισμένες με τις αλήθειες των πρωταγωνιστών τους, καμιά κατάσταση δεν ωραιοποιείται αλλά γοητεύει τον αναγνώστη για την αυθεντικότητα που αποπνέουν τα συναισθήματα και που πλημμυρίζουν τα πρόσωπα. Πρόσωπα οικεία μιας άλλης εποχής ͘ οι περιγραφές δεν διαφέρουν πολύ από τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο και από αυτά που περιγράφουν οι δικοί μας λογοτέχνες την ίδια εποχή. Ο Λαζάρεβιτς με το στηθοσκόπιο της γραφής του και της ψυχής του διεισδύει στα βάθη της ανθρώπινης φύσης, την αναλύει, την απενοχοποιεί, ξετυλίγει το κουβάρι του άστατου ανθρώπινου ψυχισμού που δεν ερμηνεύεται εύκολα, που δεν έχει μόνο μια εκδοχή, που στροβιλίζεται από χίλιες δυο σκέψεις.
Προσεγγίζει με αγάπη και κατανόηση, με ειλικρίνεια και πάθος, έτσι όπως έκαναν και ο Ντοστογιέφσκι και ο Τουργκένιεφ στα δικά τους συγγράμματα, ο άνθρωπος είναι στο επίκεντρο της προσοχής του, δεν τον ψέγει, μας τον παραδίδει στο σύνολό του αμαρτωλό, εύθραυστο και ευάλωτο. Οι αδυναμίες και τα τρωτά σημεία του σύγχρονου ανθρώπου είναι η διαφορετικότητα του Λαζάρεβιτς στην αφήγησή του, ο άνθρωπος όμως των ιστοριών του Λαζάρεβιτς είναι ακόμα αμόλυντος από υλικούς πειρασμούς και δεν έχει φθαρεί από την βιομηχανική επανάσταση, όλα εδώ κυλάνε σε ρυθμούς απλότητας. “Καλλιτέχνες σαν αυτόν είναι ευχάριστοι, καθώς δεν άρχισε ακόμα να τους χαλά το διεφθαρμένο πνεύμα του αιώνα μας. Θα τους περισκεπάζει για πάντα μια αληθινή ποιητική αχλή”. Όλα τα διηγήματα φέρουν την υπογραφή ενός πραγματικού δημιουργού που στέκεται σε μια γωνιά με μόνο όπλο το μολύβι του και σε αυτά αναμφίβολα καθρεφτίζεται η δική του ψυχή, το δικό του πνεύμα, οι δικές του αγωνίες για έναν λαό που αν και φτωχός βιώνει τίμια τη ζωή του μέσα στα βάσανά του. “Το καθένα από τα διηγήματα του Λαζάρεβιτς είναι ένα φιλολογικό διαμάντι”.
Στα διηγήματά του παρακολουθούμε σαν σε ασπρόμαυρη ταινία τη ζωή των ανθρώπων στα τέλη του 19ου αιώνα πλαισιωμένους από αντικείμενα εκείνης της εποχής που ελάχιστα γνωρίζουμε. Και όμως αυτά τα αντικείμενα θυμίζουν εκείνα που οι Αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν μέσα στον τάφο των νεκρών τους για να τους συνοδεύσουν στον άλλο κόσμο, για να απολαύσουν μία ήμερη μεταθανάτια δεύτερη – αν όντως υπάρχει κανείς δεν γνωρίζει – ζωή. Τα αντικείμενά του, όπως θα πει και ο Τζόρτζεβιτς πολύ εύστοχα, έχουν τη δική τους ζωή, τη ξεχωριστή τους παρουσία και μοιάζει να πρωταγωνιστούν και αυτά στην καθημερινή δράση των ηρώων του συγγραφέα. “Ο αναγνώστης νιώθει συγκίνηση από τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει αντικείμενα που δεν έχουν ψυχή, λες και τους μεταδίδει πνοή ζωής μέσα από την καρδιά του. Τούτα τα διηγήματα είναι χειροπιαστές αποδείξεις της ανθρώπινης ψυχολογίας”.
“Άνθρωποί ζωντανοί με σάρκα και αίμα”
Ο Σάβος, το ποτάμι γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται η πρώτη ιστορία θυμίζει ως προς τον συμβολισμό εκείνο του Μισσισσιππή στο “Γέρο” του Φώκνερ λίγα χρόνια αργότερα. Στις όχθες του Σάβου διαδραματίζεται το δράμα της επιστροφής του στρατιώτη από το μέτωπο, εκεί όμως λαμβάνει χώρα και η αγωνία συντήρησης του ανθρώπου, η επιβίωσή του μέσα σε δύσκολες συνθήκες, είναι έκδηλη σε κάθε περίπτωση η ανησυχία για το τώρα και το αύριο. Πόλεμοι εις βάρος των ανθρώπων, κάθε ιστορία μοναδική, η δυστυχία του κάθε ανθρώπου που προσμένει την αντάμωση ͘ ένα δράμα που δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο, δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Ο λοχαγός αγκαλιά με τις δικές του ανησυχίες για την οικογένεια που έχει αφήσει πίσω, για το παιδί και τη γυναίκα του που τον περιμένουν. Από την άλλη, ο Μπλάγογε που αδημονεί να συναντήσει τον γιο του, να τον πάρει στην αγκαλιά του, να τον σφίξει γερά, να τον νιώσει δίπλα του ζωντανό. Ο πυρετός των συναισθημάτων είναι καμένη βάτος και ο Λαζάρεβιτς δεν χάνει ευκαιρία με το φακό του να εστιάσει στις ξεχωριστές αυτές ανθρώπινες στιγμές. Άραγε ο Σάβος είναι το ποτάμι της ευτυχίας ή της δυστυχίας, ένας Αχέροντας ή ένας τόπος επανασύνδεσης; Και όμως η αναμονή αυτή σκοτώνει αλλά η πίστη και η υπηρεσία προς την πατρίδα είναι αξίες που δεν ανταλλάσσονται. “…κάθε άνθρωπος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ευτυχισμένο, όταν χύνει το αίμα του για την πατρίδα. Πληρώνει το χρέος του που έχει στη μάνα του τη γη. Ο καθένας χρωστά στον τόπο του, και ο τόπος σε κανέναν…”
Όπως “Στις όχθες του Σάβου”, έτσι και στα άλλα δυο διηγήματα συναντάμε έναν στοχαστικό Λαζάρεβιτς να σκύβει πάνω από τον ανθρώπινο πόνο, να τον αφουγκράζεται και με σεβασμό να τον παρουσιάζει στον αναγνώστη αφού ο ίδιος πρώτα τον έχει πλήρως μετουσιώσει σε λέξεις ηχηρές, σε φράσεις ικανές να διαπεράσουν σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη συνείδησή μας. Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων βάλλονται από διλήμματα, από εσωτερικούς μονολόγους, από κατακερματισμένες σκέψεις αλλά και από αυτοκριτική για τα πεπραγμένα τους καθιστώντας την υπόστασή τους μετέωρη και ασταθή. Τόσο ο λόγος του πατέρα που βρίσκεται σε απόγνωση και αυτομαστιγώνεται με τις ενοχές του που τον ζώνουν σαν τα φίδια του Λαοκόωντα για την άθλια στάση του απέναντι στη γυναίκα του όσο και ο απολογητικός λόγος του παππού, που σαν άλλη Μαρία Μαγδαληνή ζητά τη συγχώρεση για τα λάθη του και την συμπεριφορά απέναντι στην Ανόκα, αποδεικνύουν το βάθος της κατάδυσης στο μυαλό του ανθρώπου που βάλλεται από τρικυμίες σκέψεων και από εσωτερικές φωνές που αλληλοσυγκρούονται. Ο άνθρωπος δεν θα πάψει να ζητά μεταμέλεια, να εκλιπαρεί για κατανόηση, να φωνάζει δυνατά την ανάγκη για επιστροφή στη λογική και τη μετάνοια. Το λογοτεχνικό “θαύμα” του Λαζάρεβιτς είναι η επιλογή του “να αγγίξει μέχρι το κόκαλο τη ζωή του λαού. Ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο με το άρτιο γράψιμό του, με την ψυχολογική εμβάθυνση σε κάθε φτερούγισμα της ανθρώπινης ψυχής, και όλα αυτά υφασμένα με ακριβά συναισθήματα”.
“‘Άνθρωποι! Είναι αλήθεια πως κι ουρανός κάποτε χαμογελά και χαίρεται. Ο διπόδαρος τον κοιτάζει, ανοίγει τα χέρια τόσο, ώστε να του καίει ο ήλιος το αριστερό μαστάρι και η ψυχή του ανεβαίνει σαν αόρατο θυμίαμα και συνδέεται με το θόλο τον ουράνιο. Έτσι είναι, μα το Θεό”.
Από το διήγημα ‘Το πηγάδι’.“Η αγαθή ψυχή σωπαίνει. Πνίγεται. Δάκρυα περισσότερα δεν έχει. Αυτά τρέχουν στα στήθια, πέφτουν απάνω στην καρδιά και πετρώνουν”.
Από το διήγημα ‘Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο’.