“Η καρδιά του σκότους”, “Ο νέγρος του νάρκισσου”, “Ο Τυφώνας”, “Η γραμμή της σκιάς”. Να ορισμένα από τα αριστουργήματα που ο Τζόζεφ Κόνραντ άφησε παρακαταθήκη με την μόνη του έγνοια που είχε, να αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη του. Αυτός ο συντηρητικός κύριος που έχασε τους γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία και βρέθηκε να ταξιδεύει στους ωκεανούς ήδη από την ηλικία των 13 χρόνων, υπήρξε μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που γέννησε η λογοτεχνία. Μακριά από αυστηρούς λογοτεχνικούς περιορισμούς και ουσιαστικά αυτοδίδακτος, ο Κόνραντ πραγματεύτηκε την ίδια τη ζωή και την κατέθεσε με την ψυχή του έτσι όπως ο ίδιος την βίωσε και την επιθύμησε σαν ένας σύγχρονος θαλασσοπόρος που περιπλανήθηκε στη θάλασσα για να γεννήσει με τη γραφή του τις δικές του λογοτεχνικές πολιτείες και τους δικούς αφηγηματικούς κόσμους. “Η δύναμή σου είναι απλώς ένα ατύχημα που οφείλεται στην αδυναμία των άλλων”. Και πράγματι Πολωνός στην καταγωγή μεγαλωμένος στην Ουκρανία, με γαλλική παιδεία αλλά τελικά πολιτογραφημένος Άγγλος, είχε τη δύναμη, την τόλμη και το θάρρος να γράψει στα Αγγλικά – που δεν ήταν καν η δεύτερή του γλώσσα – βιβλία που σήμερα είναι διαχρονικά και αποκαλυπτικά.
Τα χρόνια της ζύμωσης
Μετά τον θάνατο των γονιών του από φυματίωση, την κηδεμονία ανέλαβε ο θείος του, ο οποίος υπήρξε ο μέντοράς του και ο ευεργέτης του. Στο μόνο μάθημα στο οποίο διέπρεπε ο έφηβος Κόνραντ ήταν η γεωγραφία, παρόλο που ήταν υπό την επίβλεψη δασκάλων ως προς τα υπόλοιπα μαθήματα. Με δεδομένη την όχι και πολύ καλή κλίση του στη γνώση, ο θείος του αποφάσισε πως ο νεαρός Κόνραντ θα έπρεπε να μάθει κάποια άλλη τέχνη. Αυτό που ο θείος του διέβλεπε για εκείνον ως πιθανή λύση ήταν ο συνδυασμός εμπορικών δραστηριοτήτων και ναυτικών ικανοτήτων. Το 1871 ο Κόνραντ ανακοίνωσε την απόφασή του να εργαστεί ως ναύτης.
Ο ίδιος θυμάται πως σαν παιδί διάβαζε μεταξύ άλλων ιστορίες σχετικά με αποστολές για την εύρεση χαμένων ναυαγίων αλλά και ιστορίες του συγγραφέα του βιβλίου “Ο τελευταίος των Μοΐκανών” Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Έχοντας στον νου του αυτά τα αναγνωστικά ερεθίσματα και σαφώς επηρεασμένος ήταν ιδιαίτερα ευρηματικός στην επινόηση φανταστικών ιστοριών που λάμβαναν χώρα στη θάλασσα και η αφήγησή τους ήταν σε τέτοιο βαθμό πειστική και καθηλωτική που όσοι παρευρίσκονταν στην ακρόασή τους πίστευαν πως ήταν πραγματικές. Η επιρροή από τον Βίκτορ Ουγκό και τον Σαίξπηρ τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή και αυτό καταγράφηκε στις διάφορες ιστορίες του και στην υποδόρια πολιτικοποίηση του την οποία ποτέ δεν έκρυψε.
Ανήκε σε μία δεύτερης γενιάς τάξη, την λεγόμενη ιντελιγκέντσια, η οποία έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του αφού απορρόφησε πολλά στοιχεία από την ιστορία, τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία της πατρίδας του της Πολωνίας και αυτά μετέφερε στην μετέπειτα πατρίδα του την Βρετανία, μέσα από ιστορίες που τον καθιέρωσαν στο διεθνές στερέωμα. Ως διανοούμενος που κατέχει τη γνώση και διαθέτει ανεπτυγμένη κρίση, η οποία βασίζεται στη σκέψη και στη γνώση, εκτέλεσε σύνθετο διανοητικό έργο. Ως μέλος της ιντελιγκέντσιας και με ανεπτυγμένη τη συνείδηση κοινωνικής ομάδας διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της κουλτούρας και της πολιτικής ζωής της πατρίδας του.
Το 1886 ο Κόνραντ έβαλε τέλος στην περιπέτειά του αποκτώντας επιτέλους την πολυπόθητη Βρετανική υπηκοότητα. Είχε προηγηθεί μία πολύχρονη μάχη με το Ρωσικό κράτος, το οποίο και τον εμπόδιζε να παραμένει εκτός Ρωσίας για περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μετά από την αποτυχία να λάβει την Αμερικανική ή την Αυστριακή υπηκοότητα τελικά – ίσως και μετά από πιέσεις – κατάφερε να καταταχθεί στο Βρετανικό ναυτικό αφού είχε θητεύσει και σε γαλλικά πλοία για πάνω από 4 χρόνια. Η ζωή του είναι συνυφασμένη με το έργο του, για παράδειγμα στο βιβλίο του “Μυστικός Πράκτορας” κάνει λόγο στη Ρωσική πρεσβεία στο Λονδίνο όπου ο ίδιος είχε μεταβεί πολλές φορές στην προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος της υπηκοότητάς του.
Τα ταξίδια, η πηγή έμπνευσής του
Έχει σημασία να αναφέρουμε πως μετά την θητεία του στα γαλλικά πλοία εντάχθηκε στο Βρετανικό εμπορικό ναυτικό και παραπάνω από 15 χρόνια ταξίδευε σε διαφόρων ειδών πλοία και σε διάφορες ειδικότητες μέχρι να αποκτήσει τον τίτλο του καπετάνιου. Στα ταξίδια του αυτά δεν έχασε την ευκαιρία να καταγράψει τις εμπειρίες του, να συναναστραφεί διάφορους ανθρώπους, να παρακολουθήσει τις ζωές τους, να γίνουν ένα με το υποσυνείδητό του και να τις εγγράψει στο σκληρό δίσκο του για επεξεργασία. Η παρατήρηση των ανθρώπων αυτών τροφοδότησε τις ιστορίες των βιβλίων του και τους ήρωές του και μάλιστα δεν δίστασε να δανειστεί τα ονόματα πολλών από αυτούς που συνάντησε ή άκουσε και να τα εγγράψει στις αφηγήσεις του. Χαρακτήρες σε βιβλία όπως ο Τυφώνας, ο Νέγρος του Νάρκισσου – εδώ χρησιμοποίησε το όνομα του πλοίου στο οποίο ο ίδιος επέβαινε – ή Η γραμμή της σκιάς προέρχονται από πραγματικά πρόσωπα, τα οποία κάποιες φορές άλλαξε για χάρη της αφήγησης.
Εν έτει 1894 και σε ηλικία 37 χρόνων ο Κόνραντ, εν μέρει λόγω της ασθενικής του φύσης, εν μέρει λόγω της μη διαθεσιμότητας πλοίων και κυρίως λόγω του γεγονότος πως αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή και να ακολουθήσει εκεί την σταδιοδρομία του, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη θάλασσα. Ένα κρίσιμο θέμα από την αρχή της λογοτεχνικής του πορείας ήταν η σχέση του με την αγγλική γλώσσα και δεν ήταν εύκολο να πειστούν οι εκδότες για το κατά πόσο μπορούσαν τα χειρόγραφά του να εκδοθούν και να συναγωνιστούν τους άλλους αγγλόφωνους συγγραφείς. Το γεγονός επίσης πως το περιβάλλον των αφηγήσεών του ήταν εκτός του Βρετανικού χώρου προκαλούσε προβληματισμό και ανησυχία για το κατά πόσο θα μπορούσε ο ίδιος και οι ιστορίες του να γίνουν αποδεκτοί. Ο Κόνραντ πήγε ενάντια σε όλα και δεν ακολουθούσε ένα κοινότοπο και συμβατικό πλαίσιο δράσης, αφού οι αναφορές του δεν αφορούσαν καν σε περιοχές της Βρετανικής αυτοκρατορίας και αυτό προξενούσε το αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης στους βρετανικούς κύκλους, υπήρξε πρωτοπόρος και καινοτόμος τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε ύφος. Με πυξίδα και οδηγό τις προσωπικές του εμπειρίες και την νομαδική ζωή που διήγε ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο ήταν πιο πολύ ένας συγγραφέας που ταξίδευε παρά ένας ταξιδευτής που έγραφε. Και βέβαια παρόλο τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε, τη δυσκολία αναγνώρισης του ύφους του από τους κριτικούς λογοτεχνίας και την καχυποψία λόγω της αντισυμβατικότητας των αφηγήσεων του, ο Κόνραντ έμεινε στην ιστορία ως μία μορφή που άνοιξε δρόμο στη λογοτεχνία και επηρέασε συγγραφείς όπως ο Ντ. Χ. Λώρενς, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ – ο ίδιος παραπονέθηκε που δεν συμπεριελήφθη στη λίστα των μιμητών του Κόνραντ – ο Γουλίαμ Φώκνερ, ο Σολ Μπέλοου, ο Φίλιπ Ροθ και τόσοι ακόμα.
Ο Άποικος της Μάλατα
Στον «Άποικο της Μάλατα», ένα όχι και τόσο γνωστό του έργο, συμπυκνώνει ή μοιάζει να συμπυκνώνει όλα αυτά που τον απασχόλησαν σε έργα όπως η Καρδιά του σκότους, τα Νιάτα, ο Τυφώνας, με την διαφορά πως εδώ η πάλη με τον έρωτα αναδεικνύεται έντονα και υμνείται αυτή η παλινωδία που μαστίζει το ανδρικό μυαλό στην πορεία κατάκτησης του ασθενούς φύλου. Δεν υπάρχει όμως καμία αυταπάτη ή πλάνη, η γυναίκα είναι υπεύθυνη για πολλά δεινά στον κόσμο, πολέμους, καταστροφές, αλύτρωτα μίση ακόμα και θανάτους, όπως εδώ που ο Τζέφρι Ρενουάρ οδηγείται σε απρόσμενες καταστάσεις και μη αναμενόμενες αντιδράσεις παρασυρμένος από την μαγευτική Φελίσια, αυτόν τον θηλυκό άγγελο ή διάβολο, αυτό κρίνεται κατά το δοκούν. Είναι όμως και αυτή που τον παθιάζει, τον εξυψώνει στην πορεία προς την πολιορκία της γιατί του ανθίζει το μέσα του, του ξαναγεννά όλα εκείνα τα μύχια συναισθήματα, όλες εκείνες τις μικρές ή μεγάλες διαταραχές του και τις διαλύει μπροστά στον μύθο της. Ίσως η μοίρα του Τζέφρι να είναι τελικά η ίδια η καταδίκη του, ίσως η μοναδική και αδιαπραγμάτευτη φύση του να είναι η συνάντηση με το πεπρωμένο του, το οποίο πια δεν μπορεί να αποφύγει γιατί ο ίδιος επιθυμεί να αναμετρηθεί με αυτό. Εξάλλου όπως αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα: «Αυτό το έργο δεν αποτελεί παρά ένα περιγραφικό και αφηγηματικό δοκίμιο πάνω σε μία δεδομένη ψυχολογική κατάσταση».
Και ίσως πάλι η επιλογή του Κόνραντ να δώσει στον πρωταγωνιστή του το επώνυμο Ρενουάρ να μην είναι καθόλου, μα καθόλου τυχαία μιας και ο Ρενουάρ, από τους επιφανέστερους ζωγράφους σύγχρονος των ιμπρεσιονιστών, ήταν επίσης θαυμαστής των γυναικών και πόσο μάλλον εκείνων που απέπνεαν μίαν αναγεννησιακή αύρα. Η Φελίσια μοιάζει μία γυναίκα βγαλμένη από εκείνη την εποχή των κρυφών ερώτων, μία οπτασία στην θέαση της οποίας κανείς δεν αντιστέκεται και κανείς δεν αρνείται ό,τι και αν του ζητήσει. Ο Τζέφρι, αδύναμος αν και δυνατός, ερωτικά ξεβρασμένος αν και θαλασσοδαρμένος, ευάλωτος αν και σκληροτράχηλος, δεν αποτελεί εξαίρεση και μπλέκεται στα δίχτυα ενός έρωτα δίχως αύριο.
Η καρδιά του σκότους
Ο Κόνραντ, σε αυτό το προφητικό βιβλίο πραγματεύεται την αγριότητα που επέδειξαν οι Βέλγοι στο Κονγκό στην προσπάθειά τους να εκπολιτίσουν τους άγριους ιθαγενείς. Παρουσιάζει με γλαφυρό και σκληρό τρόπο την αδυσώπητη μανία του κακού που αντέχει και που θερίζει θύελλες σε έναν κόσμο αδικίας και βιαιότητας. Στα πολλά ταξίδια του ο Κόνραντ ήρθε σε επαφή με την άθλια αυτή πραγματικότητα, βίωσε καταστάσεις και δεν διστάζει να καταγγείλει τις απάνθρωπες πολιτικές αυτές μέσω της γραφής του σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των συμπατριωτών του και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τα όσα λάμβαναν χώρα ενώπιον της διεθνούς κοινότητας. Πάντα με πυξίδα και όπλο τη γραφή του, ο Κόνραντ εισέρχεται στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης και με στοχαστική διάθεση επιχειρεί να αναλύσει ποια είναι τα κίνητρα που οδηγούν τον άνθρωπο σε αποτρόπαιες πράξεις. Το βιβλίο αυτό του Κόνραντ αποτέλεσε την έμπνευση και τη βάση πάνω στην οποία στήθηκε η ιστορία της ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα», ένα κινηματογραφικό έργο που άφησε εποχή.
“Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, περιέργως, γεννιούνται ακατάλληλοι για τη μοίρα που τους περιμένει πάνω σ’ αυτή τη γη”.
“Φοβόταν το άγνωστο, όπως όλοι μας, και η άγνοιά της έκανε το άγνωστο άπειρα μεγάλοΒιβλία: