Ο συγγραφέας Αντόνιο ντι Μπενεντέτο θα προτιμούσε να ταξιδεύουν τα βιβλία του περισσότερο από εκείνον, όπως θα διαβάσουμε στο εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο της μεταφράστριας Άννας Βερροιοπούλου. Επίσης, στο ίδιο επίμετρο μαθαίνουμε πως παίρνει δεκαοκτώ μέρες άδεια από τη δουλειά του και κλεισμένος σε ένα έρημο σπίτι καταφέρνει να γράψει το μυθιστόρημά του στο λιγοστό χρονικό διάστημα. Τα προσωπικά βιώματα και τα γεγονότα, κυρίως θλιβερά, είναι τελικά αυτά που σημαδεύουν τον κόσμο του συγγραφέα, που αν δεν μιλήσει για αυτά είναι σαν να αυτοκτονεί συνειδησιακά. Ο Μπενεντέτο μιλά με αλληγορικό τρόπο και με συμβολισμούς για τη ζωή του ήρωά του που δεν είναι άλλη από την αντανάκλαση της δικής του. Το Σάμα είναι πράγματι ένα συγκλονιστικό σύγγραμμα, ένα βιβλίο που εμπεριέχει και καταγράφει εμμέσως πλην σαφώς το καθρέφτισμα των όσων ο ίδιος υπέφερε κατά την άδικη καταδίκη και φυλάκισή του από το δικτατορικό καθεστώς Βιδέλα.
Παλεύοντας με τα θηρία
Καταγράφει σε αυτό το πολύ έντονα και συγκινησιακά φορτισμένο μυθιστόρημα την πορεία ενός δράματος, του δικού του δράματος, όντας κλονισμένος από τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Θα πει ο ίδιος: “Αυτό που περισσότερο με τσάκισε ήταν ότι με βασάνιζαν χωρίς ουδέποτε να μου πουν τον λόγο… Αυτή η αβεβαιότητα είναι το φρικτότερο των βασανιστηρίων”. Ψυχολογικά καταρρακωμένος από αυτό το θλιβερό βίωμα δεν θα επανέλθει ποτέ στην πρότερα ψυχολογική κατάσταση και θα πεθάνει σε ηλικία 64 ετών στο Μπουένος Άιρες. Ένα παρόμοιο βιβλίο ως προς την φόρτιση και την ένταση των περιγραφών που μου ήρθε στο νου διαβάζοντας αυτό εδώ είναι το “Πείτε μου πως είναι το δέντρο” του Μάρκος Άνα (Εκδόσεις Καστανιώτη), στο οποίο περιγράφει ο αφηγητής και ποιητής τις αναμνήσεις του από τη φυλακή, θύμα και αυτός μιας άλλης αδυσώπητης δικτατορίας αυτής του Πινοσέτ. Βίοι παράλληλοι θα μπορούσε να πει κανείς αν ανατρέξει σε όσα ο Μπενεντέτο αφηγείται δια του ήρωά του, Σάμα στο δικό του όνομα.
Ο Σάμα αναμένει την πολυπόθητη μετάθεσή του εξορισμένος στην μακρινή Παραγουάη ενώ βρίσκεται μακριά από τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τους οποίους επιθυμεί να ξαναδεί όσο τίποτε άλλο. Εκεί στην εξορία όπου υπηρετεί το ισπανικό στέμμα πασχίζει να επιβιώσει σε έναν κόσμο που δεν είναι δικός του, είναι αλλόκοτος, είναι εχθρικός και αφιλόξενος, είναι απόμακρος. Επιστρατεύει κάθε πιθανό μέσο ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στην ιερή αποστολή του, το στρατιωτικό του καθήκον, την υποχρέωσή του να μένει πιστός στο στέμμα. Αυτό όμως είναι το δικό του δράμα, για να σταθεί στο ύψος των καθηκόντων του οφείλει να αντέξει ο ίδιος τις συγκυρίες της μοναχικότητάς του, να αντιτάξει σθένος και υπομονή σε μία αναμονή που τον τσακίζει συθέμελα, να παλέψει με τα τέρατα κάθε είδους, πραγματικά ή φανταστικά. Δεν είναι ψέμα πως η υπόστασή του πνέει τα λοίσθια καθώς ο νους του βάλλεται από επιθυμίες για ερωτική συνεύρεση που του προσφέρεται και στην οποία είναι έτοιμος να υποκύψει. Είναι ένα φάντασμα του εαυτού του, του αδύναμου εαυτού του, είναι ευάλωτος, εύθραυστος, μόνος σχοινοβάτης απέναντι σε ένα μαρτύριο προσμονής που μοιάζει τέλος να μην έχει. Μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι που δέρνεται από ανέμους και η μόνη υποστηρικτική του σανίδα σωτηρίας είναι ένα γράμμα από τη γυναίκα του Μάρτα, το οποίο περιμένει διακαώς και το οποίο ελπίζει να έρθει με κάποιο πλοίο που όλο και καταφθάνει. Σε αυτό το καράβι βέβαια εκείνος δεν θα είναι επιβάτης στο δρόμο της επιστροφής για την οποία αδημονεί. Έτσι, είναι αιχμάλωτος των προσδοκιών του που δεν ικανοποιούνται, τα χρονικά του περιθώρια καθίστανται όλο και πιο πιεστικά και ασφυκτικά και ο κλοιός γύρω από τις αντοχές του όλο και κλείνει επικίνδυνα με συνέπειες για τον ίδιο.
Η μεταφράστρια γράφει: “Το Σάμα είναι ένας μονόλογος του δον Ντιέγο, που είναι ο αποκλειστικός αφηγητής τη ιστορίας του, της ιστορίας ενός ανθρώπου που ζει για χάρη της προσμονής, που περιμένει να καταπλεύσει ένα ποτάμι για να βρει το παρελθόν και το μέλλον του ͘ της ιστορίας ενός θύματος της προσμονής, που δεν του επιτρέπει να ζήσει το παρόν του”. Στον τόπο εξορίας που έχει σταλεί όλα είναι ξένα και παράξενα, ένας ολόκληρος κόσμος αποκοτιάς τον έχει περικυκλώσει σαν το θηρίο στη ζούγκλα, για να θυμηθούμε και τον Χένρι Τζέιμς. Εκεί παλεύει με τα δικά του θηρία, τις αναμνήσεις του, τις επιδιώξεις του, την υποβάθμισή του στο στρατό και τις αποστολές από τις οποίες δεν ξέρει αν θα βγει ζωντανός. Εκτός των άλλων δυσκολιών και δυσχερειών, δεν αντιμετωπίζεται ως γνήσιος Ισπανός, αφού είναι Αμερικανός και αυτό βαραίνει ακόμα περισσότερο τη συμβίωσή του με τους Ισπανούς που τον υπολογίζουν ως ξένο σώμα και τον αντιμάχονται με κάθε ευκαιρία. Ο Σάμα είναι ένας νέος Ηρακλής που αντιπαλεύει τη δική του Λερναία Ύδρα με τα πολλά κεφάλια χωρίς όμως επιτυχία αφού το καράβι της επιστροφής μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός. Αυτή η αγωνία της υπαρξιακής του πραγματικότητας θυμίζει τον ήρωα του Πιραντέλο, Ματία Πασκάλ που ζωντανός νεκρός όπως και ο Σάμα πασχίζει να βρει τον εαυτό του διανύοντας μια ζωή γεμάτη εντάσεις εσωτερικές και μια σειρά από σκέψεις που τον φυλακίζουν σε ένα παρόν δίχως μέλλον. Για αυτό και αναφωνεί: “Ήμουν αποκομμένος από τα πάντα, μέσα στην κουζίνα, μόνος, ξεχασμένος. Θα μπορούσα να πέθαινα εκεί και κανείς να μην το πρόσεχε. Δεν με πείραζε να πάψω να υπάρχω. Θα ήταν όμως τρομερό, σκέφτηκα, στο κατώφλι του θανάτου να κραυγάζω από πόνο – ή φόβο – και κανείς να μη με ακούει.”
“Ήμουν απομονωμένος, πολιορκημένος, ανυπεράσπιστος, γιατί με είχαν αφοπλίσει οι ξαφνικές αλλαγές του ανέμου. Και τα άσχημα προαισθήματα”.
“{…} παρέλειψα την ιστορική Παραγουάη παρέλειψα την Ιστορία, το μυθιστόρημά μου δεν είναι ιστορικό. {…} Βάλθηκα τότε να ανασυνθέτω μια Αμερική ημιμαγική, ιδωμένη μέσα από τον ήρωά μου”.
“Έψαχνα μια εξήγηση για τούτη την κρίση μου και κατάλαβα ότι εδώ και καιρό όδευα προς ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο, του οποίου ήμουν ήδη μέρος”.