Νικολάι Γκόγκολ: Ο λογοτέχνης με την ταραγμένη ψυχή

Πριν από μερικά χρόνια είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση “Ο επιθεωρητής”, ένα έργο καυστικό για την πραγματικότητα στη Ρωσία της εποχής του Γκόγκολ. Είναι συγκλονιστικό, ένα έργο που γράφτηκε τόσα χρόνια πριν να είναι τόσο επίκαιρο και σύγχρονο στη σημερινή εποχή, αυτό σημαίνει πως οι εποχές άλλαξαν, όχι όμως και οι άνθρωποι. Το έργο αυτό σατιρίζει ανοιχτά τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας με τις εξυπηρετήσεις, την υποταγή σε ψευδεπίγραφες ελπίδες, την πίστη σε εύκολες λύσεις, σε ανύπαρκτες δομές και αρχές, ενώ καταδεικνύει όλο το φάσμα της αυταπάτης και της διαφθοράς που διαπερνά την κοινωνία. Ο Γκόγκολ, για αυτό το έργο αλλά και για το σύνολο της προσφοράς του, παραμένει, τόσο για την παγκόσμια όσο και για τη ρωσική λογοτεχνία, ένα αέναο σημείο αναφοράς, παρά το γεγονός πως έφυγε μόλις σε ηλικία 45 ετών χτυπημένος από την προσωπική του θλίψη και μελαγχολία, για τις τύψεις του περί προδοσίας της ρώσικης υπερηφάνειας.

παλτοΒαθιά καινοτόμος και πρωτοπόρος συγγραφέας, τόσο με το μυθιστόρημά του “Νεκρές ψυχές”, όσο και με πασίγνωστα διηγήματα όπως “Η μύτη” και “Το παλτό” αλλά και με θεατρικά έργα που άφησαν εποχή όπως “Ο επιθεωρητής”, “Τα παντρολογήματα” και “Οι παίκτες”, προώθησε ένα καυστικό τρόπο γραφής για να κατακρίνει και να καυτηριάσει τα πεπραγμένα της εποχής του. Στα έργα του, που αποπνέουν ρεαλισμό και αλήθεια, ο Γκόγκολ κατακεραυνώνει την πολιτική απαξίωσης ενάντια στους απλούς συνανθρώπους του, οι οποίοι όμως έχουν και αυτοί μερίδιο ευθύνης στην σήψη. Κατακρίνει έντονα την πολιτική των κυβερνώντων με έργα όπως ο “Επιθεωρητής”, ένα έργο βαθιά πολιτικό και καθρέφτη της φιλοσοφίας του Γκόγκολ για τα πεπραγμένα της εξουσίας που εξολοθρεύει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Στον Επιθεωρητή επιστρατεύεται ένας ολόκληρος μηχανισμός για να υποδεχτεί τον αξιωματούχο της κυβέρνησης, οι άνθρωποι είναι υπ’ ατμόν εμπρός στην έλευσή του και αδημονούν να δείξουν καλή διαγωγή μήπως και καταφέρουν να αποσπάσουν κάποια καλή κριτική ή γνώμη εκ μέρους του επισκέπτη τους. Ο “Επιθεωρητής” όμως, στην πραγματικότητα θα εκμεταλλευτεί τους κατοίκους της μικρής πόλης ως ένας άνθρωπος που δεν δίνει λόγο για τις πράξεις τους και απλά προκαλεί με την ασυδοσία του και τον εμπαιγμό της κοινωνίας, ένα κείμενο κόλαφος για την πραγματικότητα στα υψηλά κλιμάκια της διοίκησης που αντανακλά στο σήμερα όσο ποτέ.

Η μύτη: Μία αινιγματική αφήγηση

mytiΤα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την ιδιάζουσα σε σύλληψη ιστορία είναι πολλά, καθώς ο αναγνώστης αναρωτιέται τι οδήγησε το χέρι του συγγραφέα του «Επιθεωρητή» ή του «Ημερολόγιου ενός τρελού» να προσχωρήσει στη συγγραφή ενός τόσο περίεργου σε περιεχόμενο βιβλίου. Είναι η προσπάθεια να διακωμωδήσει πρόσωπα και πράγματα της εποχής μέσα από μία καυστική ματιά που σπέρνει κριτική για το δημόσιο βίο και την επαφή με τον σκληροπυρηνικό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα; Είναι η πραγμάτωση προσωπικών επιθυμιών για μία γραφή που αγγίζει τα όρια του φανταστικού και της μετάβασης σε ένα είδος μεταφυσικού είδους; Πολλές οι εικασίες, οι υποθέσεις γύρω από το χτίσιμο ενός διηγήματος που λογοκρίθηκε, για αυτό και μεταβλήθηκε από την πρώτη του εκδοχή μέχρι και την παρούσα που ουσιαστικά αποτελεί το πιο πιστό κείμενο ως προς το αρχικό. Σε κάθε περίπτωση, η ευφυΐα του Γκόγκολ και η σαρκαστική του διάθεση τον καθιστούν έναν συγγραφέα που βαδίζει σε υψηλά κλιμάκια συγγραφικής αντίληψης και καταδεικνύει περίτρανα πως η εποχή του και οι σύγχρονοι παράλογοι κώδικες επικοινωνίας είναι αυτοί που τον εμπνέουν. Προκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί αν ο ήρωάς του είναι μία εκούσια κατασκευή ταλαιπωρίας ή αν πάλι τον προσκαλεί να συμπονέσει αυτή την ιδιάζουσα αδυναμία που βιώνει σε έναν κόσμο δίχως έλεος και δίχως την παραμικρή κατανόηση προς τον συνάνθρωπο.

Ο πρωταγωνιστής Κοβαλιόφ είναι η εκπροσώπηση ενός ανθρώπου που βασανίζεται από κάτι που υπερβαίνει το εγώ του, πολεμά έναν εχθρό που δεν φταίει για την δημιουργία του αλλά τον βρίσκει μπροστά του με πρόσωπο που ουσιαστικά αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Παλεύει να αντιμετωπίσει αυτό το παράξενο δημιούργημα που γεννήθηκε απρόοπτα και όλα αυτά μέσα από μία καθημερινότητα που τοποθετείται σαν τοίχος απέναντί του και η ίδια του η υπόσταση προσκρούει σε αυτό τον τοίχο ανήμπορος να πράξει το ο,τιδήποτε μιας και οι όποιες προσπάθειές του για να διαλευκάνει το μυστήριο που του στερεί την ελευθερία του σε τελική ανάλυση, πέφτουν η μία μετά την άλλη το απόλυτο κενό. Αυτός ο Κοβαλιόφ, σαν αλυσοδεμένος ελέφαντας που τον έχουν παγιδεύσει, ακροβατεί ανάμεσα στην Σκύλλα και την Χάρυβδη, στις Κερκόπορτες της συνείδησής του.

«Ο. Γκόγκολ για πολύ καιρό δεν συμφωνούσε με την έκδοση αυτού του κωμικού έργου, όμως εμείς βρήκαμε σε αυτό τόσα πολλά απροσδόκητα, φανταστικά, εύθυμα και πρωτότυπα στοιχεία, ώστε τον πείσαμε να μας επιτρέψει να μοιραστούμε με τους αναγνώστες μας την ευχαρίστηση, που μας έδωσε το χειρόγραφό του».

niefski
Ο συγγραφέας που δίχασε και διχάστηκε

nekresΑν ένα πράγμα είναι βέβαιο για τον Γκόγκολ, είναι πως ο ίδιος με τα συγγράμματά του κατάφερε να συγκλονίσει την κοινωνία και να προκαλέσει την απόλυτη αγάπη αλλά και το απόλυτο μίσος. Ο Γκόγκολ βιώνει μια κορύφωση της φήμης του παρά το διχαστικό μικρόβιο που έχει σπείρει, έτσι όλα του τα έργα τυγχάνουν ευρείας αποδοχής και πολύ θετικών σχολίων. Το βιβλίο του “Νεκρές ψυχές”, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία, έρχεται να καυτηριάσει και να σατιρίσει για ακόμα μία φορά όσα ο ίδιος έβλεπε με απογοήτευση να συμβαίνουν γύρω του. Με σαρδόνιο χιούμορ περιγράφει τα όσα δραματικά για τους ανθρώπους παρατηρούσε και αντιλαμβανόταν και ήθελε με τον τρόπο του να εκφραστεί για αυτά όπως είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα με τον Επιθεωρητή. Σε αυτό το έργο οι δουλοπάροικοι βρίσκονται στο επίκεντρο της υπεράσπισης του Γκόγκολ σε μια εποχή που η σκλαβιά αποτελούσε κυρίαρχη συνθήκη. Οι “Νεκρές ψυχές” είναι οι άνθρωποι δουλοπάροικοι που εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Και όμως είναι ζωντανές ψυχές, όπως όλοι, που όμως καταδικάζονται σε “θάνατο” γιατί τους λείπει η ελευθερία, η ανεξαρτησία. Είναι φυλακισμένοι μέσα σε ένα κελί που λέγεται σκλαβιά και οι κοινωνικές συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να υψώσουν ανάστημα και να ξεφύγουν από αυτή την αθλιότητα. Οι “Νεκρές ψυχές” κινούνται στην ίδια φιλοσοφία της απαξίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με τους Άθλιους του Βίκτορ Ουγκό που γράφτηκαν λίγο αργότερα το 1862 και προκάλεσαν με την σειρά τους τριγμούς. Ο Γκόγκολ, είτε με το “Παλτό” είτε με το “Ημερολόγιο ενός τρελού”, έργα με υπαινιγμούς και αναφορές στον κοινωνικό περίγυρο, καταφέρνει κάθε φορά να προξενεί ρήγματα με την αφήγησή του και να αφυπνίζει συνειδήσεις. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος “Το παλτό” είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι«Όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ».

Αυτή η αγάπη όμως και το μίσος που εισέπραξε, στο τέλος δίχασε και τον ίδιο, άρχισε να αμφισβητεί ούτε λίγο ούτε πολύ τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι η περίοδος που νιώθει την ψυχική του ηρεμία να κλονίζεται ακόμα περισσότερο – γιατί πάντα διακατεχόταν από φάσεις ψυχικής αναταραχής – και τον εσωτερικό πυρετό να καίει το μυαλό του και την ψυχή του σε τέτοιο βαθμό που αμφισβητεί πλέον το ίδιο του το ταλέντο, καίει τα γραπτά του και κλείνεται στον εαυτό του βιώνοντας στιγμές έντονης κατάθλιψης. Φοβάται έντονα πως η ανικανότητα έμπνευσης εκπορεύεται από τη θεία δίκη και η απουσία έμπνευσης είναι ένα μήνυμα από τον Θεό και τώρα πληρώνει το τίμημα για την κριτική που άσκησε άδικα τόσα χρόνια. Αναιρεί όσα έχει πει, ρίχνει τα γραπτά του στον Καιάδα και εισέρχεται σε μια διαδικασία μεταμέλειας για όσα έχει προηγουμένως γράψει θεωρώντας πως έχει βλάψει με τα γραπτά του τη χώρα του. Ο συναισθηματικός κόσμος του είναι σε παρακμή ενώ αυτές οι φωνές πολέμου που κυριάρχησαν μέσα του τόσο καιρό τώρα τον κατακρημνίζουν σε μια κατηφόρα δίχως γυρισμό. Αυτά βέβαια έχουν την βάση του και την λογική τους έκφραση στον ταραγμένο ψυχισμό του και στο προαίσθημα που έχει πως πλησιάζει στο τέλος της ζωής του και οφείλει να εξισορροπήσει το μέσα του. Όλες του οι προσπάθειες να επανέλθει πέφτουν στο κενό παρά το γεγονός πως καταφεύγει σε καλόγερους και σε εξορκιστές. Η στροφή αυτή του πρωτοπόρου συγγραφέα είναι έκπληξη για τους περισσότερους αλλά πιο πολύ για τον ίδιο που αδυνατώντας να ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό οδηγείται στην αυτοκτονία μέσω της άρνησης να φάει και πεθαίνει από ασιτία (όπως αρκετά χρόνια αργότερα ο Όσκαρ Ουάιλντ στο Παρίσι).

Ο καβγάς των δύο Ιβάν: μία εμφύλια σύρραξη

ivanΦιλία, έχθρα, μίσος, ιδιοτέλεια, μικροπρέπεια, μικροψυχία, να έννοιες που ο αφηγητής του «Καβγά των δύο Ιβάν» ξεδιπλώνει, σε αυτό το μικρό διήγημα που μοιάζει με χρονογράφημα μιας μικρής και λησμονημένης από τον χρόνο κοινωνίας. Τι οδηγεί δύο φίλους και γείτονες να κονταροχτυπηθούν για μία υπόθεση ανούσια που στο κάτω κάτω δεν τους τιμά; Σε μία κοινωνία πληγωμένη από τον εγωισμό, την ανάγκη για υλικά αγαθά και την ζήλεια για την επιτυχία του διπλανού με όποιο κόστος, ο Γκόγκολ έρχεται με τον αιχμηρό του και έντονα σαιξπηρικό λόγο να σατιρίσει, να καταγγείλει, να κατηγορήσει και να προκαλέσει γέλιο για τα κακώς κείμενα των ανθρώπων. Πότε θα πάψουν οι άνθρωποι να είναι κοντόφθαλμοι και μικροπρεπείς και να δουν την αλήθεια της ζωής κατάματα μακριά από συμφέροντα και προσωπικά οφέλη; Ο Γκόγκολ παλεύει να ξυπνήσει τους ανθρώπους της εποχής του που πλανώνται πλάνη οικτρά. Αλλά εφόσον είναι ήδη μπροστά από την εποχή του (ποιος κατανόησε τα κηρύγματα του Χριστού) γιατί να μπορέσει να εισακουστεί ο Γκόγκολ και οι πεποιθήσεις του; Η αλλαγή νοοτροπιών δυστυχώς φαντάζει σκηνή βγαλμένη από ταινία με εξωγήινους.

Οι χαρακτήρες του Γκόγκολ πλασμένοι, κομμένοι και ραμμένοι στα δικά του μέτρα αλλά ενάντια στα ήθη και τις αντοχές της λογοτεχνικής εποχής, είναι σήματα κινδύνου σε έναν δρόμο ανθρώπινων συναλλαγών κακοφτιαγμένο και κακοτράχαλο που όλο και περισσότερο ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν μπορεί να υπερβεί το ανθρώπινο μυαλό το κεκτημένο του και να κοιτάξει το κοινό καλό, βαλτώνει σε μία στείρα πραγματικότητα εφήμερη, τι κέρδος όμως προκύπτει από την εξαπόλυση ύβρεων και βελών μεταξύ δύο φίλων που μέχρι πρότινος μαζί δεν έκαναν και χώρια δεν μπορούσαν;

Τραγελαφικές καταστάσεις μας περιγράφει, ειρωνικός, σαρκαστικός, κυρίαρχος και παρατηρητής των ανθρώπων γύρω του που παρακολουθεί να βάζουν τα χέρια τους και να βγάζουν τα μάτια τους. Αν ο Γκόγκολ ζούσε σήμερα, με την ίδια αρνητική ματιά θα τον έβλεπαν οι «ειδικοί» της λογοτεχνίας. Ο «Καβγάς των δύο Ιβάν» εκ μέρους του Γκόγκολ δεν είναι παρά το κατηγορητήριο για έναν κόσμο που έχει λασπώσει στον αλληλοσπαραγμό και την αλληλοεξόντωση και αυτό είναι η πικρή αλήθεια που πηγάζει από κάθε σκηνή. Ο κάθε πρωταγωνιστής του είναι ένας κόσμος από μόνος του, λοξοκοιτάει τον διπλανό του και με διάθεση θηρίου επιθυμεί να κατασπαράξει ό,τι του ανήκει.

taras_boulba

«Σε αυτό τον κόσμο τίποτα δεν διαρκεί πολύ, έτσι και η χαρά το επόμενο λεπτό μετά το πρώτο δεν είναι τόσο μεγάλη, το τρίτο λεπτό εξασθενίζει και άλλο, και τελικά απαρατήρητα γίνεται ένα  με την συνηθισμένη κατάσταση της ψυχής, όπως στο νερό ο κυματισμός που δημιουργείται από το πέσιμο μίας πέτρας, τελικά γίνεται ένα με την λεία επιφάνεια του νερού γύρω του»

«Τι φταίει ο καθρέφτης αν η μούρη σου είναι στραβή»