Με αφορμή το βιβλίο “Η πείνα” του Κνουτ Χάμσουν, επιθυμία μου είναι να αναπτύξω τον προβληματισμό μου και να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου που αυτή τη στιγμή είναι σιωπηλός ενώ θα έπρεπε να είναι ηχηρός ͘ ο λόγος της παρέμβασής μου είναι το σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο της φτώχειας, της πείνας και των αστέγων. Οι περισσότεροι από εσάς θα γνωρίζετε πως πριν από λίγες μέρες πέθανε στο Λονδίνο ένας ακόμα άστεγος, ένας φτωχός άνθρωπος θύμα της διαρκούς κρίσης, ο οποίος έτυχε να είναι Έλληνας, θα μπορούσε να είναι Κινέζος, Ινδός, Αυστριακός ή Αρμένιος. Σημασία έχει το συμβάν και εκεί στέκομαι. Ήταν ένας άνθρωπος 63 χρονών, ένας κανονικός άνθρωπος, ο οποίος έχασε τη δουλειά του και βρέθηκε στο δρόμο. Η είδηση έκανε τον κύκλο της στα κανάλια και το διαδίκτυο και μετά μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας γιατί οι κάθε λογής κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μάς προσπερνούν σαν πύραυλος και δεν προλαβαίνουμε να ασχοληθούμε περαιτέρω, άρα ξεθωριάζουν πριν καν “γεννηθούν”. Ας αναλογιστούμε όμως τι πραγματικά συνέβη, πέθανε ένας άνθρωπος επειδή εν προκειμένω η κυρία αστυνομικός – η οποία παρεμπιπτόντως τιμωρήθηκε για την αμέλειά της αυτή – δεν ασχολήθηκε με την περίπτωση του αστέγου, διότι μάλλον είχε κάποια άλλη ασχολία πιο σοβαρή και επείγουσα και αρνιόταν να δείξει την παραμικρή συμπόνια.
Η αδιάφορη κοινωνία και οι ευθύνες της
Και όμως, το ξανατονίζω πως πέθανε ένας άνθρωπος, ένας από τους πολλούς άστεγους που πεθαίνουν καθημερινά και όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος άστεγος τότε πεθαίνει η κοινωνία η ίδια γιατί δεν κατάφερε να το αποτρέψει, στάθηκε άπραγη και επιβλέπουσα. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών η κοινωνία, δεν είναι αμέτοχη στον πόνο του κόσμου, εδώ πρόκειται για μία κοινωνική αναισθησία, μια απύθμενη υποκρισία. Ίσως πολλοί να μην το γνωρίζουν αλλά ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο συγγραφέας, ποιητής και στοχαστής, αυτός ο εκκεντρικός πλην σοφός Ιρλανδός πέθανε από ασιτία στο Παρίσι το 1900. Επέτρεψε η κοινωνία η τότε, όπως ακριβώς επιτρέπει και σήμερα ένας φτωχός άνθρωπος να μείνει χωρίς τροφή αβοήθητος και πεταμένος στον δρόμο, όταν γύρω μας πετιούνται χιλιάδες τόνοι φαγητού αβίαστα και δίχως καμία ενοχή.
Υπάρχουν καθημερινά άνθρωποι που μας περιβάλλουν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας, είναι αυτοί που δεν ζητάνε χρήματα αλλά ένα πιάτο φαγητό, κάτι να βάλουν στο στόμα τους και να διασκεδάσουν την πείνα τους, πόσο οδυνηρό και ταπεινωτικό για μια κοινωνία να μην μπορεί να διαχειριστεί τους φτωχούς της, να μην μπορεί να τους περιθάλψει και να τους φροντίσει! Χαμένοι στο δρόμο αυτοί οι άνθρωποι επειδή έμειναν μόνοι και αβοήθητοι και όμως κανείς δεν ασχολείται, άγνωστοι και ανώνυμοι άνθρωποι που αν κάποιος δεν τους βοηθήσει μάλλον θα αφήσουν τον μάταιο τούτο κόσμο για το αιώνιο ταξίδι. Πεθαίνουν από την αδιαφορία μας, από την αδυναμία να τους προσφέρουμε ένα πιάτο φαγητό και ένα ζεστό μέρος να κοιμηθούν, μία αξιοπρεπή και στοιχειώδη ζωή, σαν αυτή που αξίζει σε κάθε άνθρωπο, ακόμα και φυλακισμένος αν είναι. Ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, όπου υποτίθεται πως αυτό το πρόβλημα θα έπρεπε να είχε εξαλειφθεί προ πολλού χάρη στην ευημερία των ημερών μας, η οποία υποτίθεται πως έχει επιτευχθεί. Εν τούτοις, αυτό το φαινόμενο τα τελευταία χρόνια όλο και διογκώνεται δίχως επιθυμία για σοβαρή λύση.
Η “Πείνα” του Κνουτ Χάμσουν επίκαιρη όσο ποτέ
Ακούγοντας θλιβερά περιστατικά άστεγων ανθρώπων ή φτωχών ανθρώπων που στερούνται τροφής, στο νου μου έρχεται αναμφίβολα και αυτόματα θα έλεγα η περίπτωση του ήρωα του Χάμσουν στο βιβλίο του “Η πείνα”. Ο ήρωάς του βρίσκεται σε πυρετώδη διάλογο με τον εσωτερικό του κόσμο και μέσα στη δίνη της συγγραφικής αποστολής του που άλλοτε πνέει τα λοίσθια και άλλοτε πρόσκαιρα ανακάμπτει, κινείται σε μονοπάτια παραίσθησης ή συναίσθησης. Πριν νιώσει και βιώσει την φυγή προς έναν άγνωστο προορισμό με την ελπίδα της οριστικής επαγγελματικής αποκατάστασης και μακριά από τα σκοτάδια του παρελθόντος του, έχει επιπλεύσει επί της σκιάς του που ακροβατεί και σαν σχεδία χαμένη στον ωκεανό περιδιαβαίνει και περιφέρεται ζωντανός νεκρός σε μία κοινωνία αδιάφορη και απορρίπτουσα. Και εκεί που βρίσκει ελπίδα, στοργή και φροντίδα, βοήθεια και κατανόηση πλάι σε ανθρώπους που δεν περίμενε, η αγάπη για τη ζωή και η πτώση στον Άδη της απόγνωσης ξαναγεννιέται άξαφνα με καταστροφικές για τον ίδιο συνέπειες.
Ο Χάμσουν γράφει το 1890 αυτό το βιβλίο ενώ το 1920 γίνεται κάτοχος του Νόμπελ λογοτεχνίας αφού έχει συγγράψει και το μεγαλειώδες βιβλίο “Η ευλογία της γης”. Στην Πείνα εγκιβωτίζει αλήθειες και ανησυχίες του κόσμου που πάντα θα απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο και δυστυχώς θα επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια όταν η ανάγκη για τροφή καθίσταται επιτακτική και απαραίτητη για την διαύγεια και εύρυθμη λειτουργία του μυαλού. Σε συνθήκες φτώχειας και στέρησης, η πνευματική ευημερία και ισορροπία κλονίζονται, ανατρέπονται και μετατρέπονται σε μία κόλαση υπαρξιακή που δεν έχει έλεγχο και που όμοιά της δεν υπάρχει.
«Ο φτωχός διανοούμενος ήταν πολύ πιο οξυδερκής παρατηρητής από τον πλούσιο διανοούμενο. Ο φτωχός κοιτάζει γύρω του σε κάθε βήμα, ακούει με δυσπιστία κάθε λέξη από τους ανθρώπους που συναντάει. Έτσι κάθε βήμα που κάνει αποτελεί ένα καθήκον, μία δοκιμασία για τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Έχει ετοιμότητα και ευαισθησία, είναι ένας άνθρωπος έμπειρος του οποίου η ψυχή έχει πληγωθεί…»
Όταν πεινάς καλείσαι εύλογα να υπερπηδήσεις τα εμπόδια του νου που δίνουν την εντολή και αδυνατώντας να ανταπεξέλθεις στην κάλυψη της ανάγκης αυτής, αντλείς φυσιολογικά όλα τα αποθέματα του ψυχισμού σου που δεν γνώριζες πως είχες στον ανηλεή αγώνα ενάντια στην αίσθηση της πείνας. Μία αίσθηση που ενδεχομένως προκαλεί ντροπή και θίγει την αξιοπρέπεια ενώ βυθίζει τον άνθρωπο στο αίσθημα αυτοσυντήρησης που μπορεί και να μην έχει όρια όσο βαδίζει προς το αβέβαιο. Σε μία πραγματικότητα που θυμίζει Ίψεν, μιας και ήταν σύγχρονός του, ο πρωταγωνιστής χάνει κάθε πίστη στο είναι του και παρασύρεται σε πράξεις που καθοδηγούνται ξεκάθαρα από την έλλειψη τροφής χάνοντας ασυνείδητα το πηδάλιο της λογικής. Εκεί αγγίζει τα όρια της τρέλας και της παράνοιας σαν ο εαυτός του να παίρνει την μορφή ενός ξένου προς αυτόν.
«Η συναίσθηση της εντιμότητάς μου γέμισε το μυαλό μου, με πλημμύρισε με την υπέροχη αίσθηση πως ήμουν ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ένας φωτεινός φάρος μέσα σε μία θολή ανθρωποθάλασσα όπου επέπλεαν συντρίμμια και ναυάγια»