Πολλές φορές τείνουμε να διατηρούμε και να αναπαράγουμε κάποιες προκαταλήψεις για άτομα που ασκούν συγκεκριμένα επαγγέλματα, όπως, για παράδειγμα, για τους ιατρούς. Θεωρούμε ότι αντιμετωπίζουν με ψυχρό επαγγελματισμό τον πόνο και τον θάνατο, ενώ συχνά η ψυχρότητά τους υποκρύπτει κυνικότητα, έναν υπέρμετρο ρεαλισμό ή ακόμη και μια γενικευμένη έλλειψη ευαισθησίας.
Ευτυχώς, τουλάχιστον όσον αφορά τον ιατρικό κλάδο, υφίστανται εξαιρέσεις που μας κάνουν να αναθεωρούμε μεταμελημένοι τις -μάλλον αυθαίρετες- γενικεύσεις. Υπάρχουν άνθρωποι της Τέχνης, την οποία έχουν υπηρετήσει με συνέπεια, ευαισθησία και επιτυχία, ταυτόχρονα με την Ιατρική Επιστήμη. Έργο δύσκολο, αξιοθαύμαστο και -ίσως- στα μάτια των πολλών ασυμβίβαστο -και, γι’ αυτό, ακόμη πιο ξεχωριστό.
Την καινούρια ποιητική συλλογή ενός επιστήμονα ιατρού και ταυτόχρονα έγκριτου λογοτέχνη θα σας παρουσιάσω, αγγίζοντας με σεβασμό τους στίχους και τα βαθύτερα νοήματά τους, έτσι όπως τα προσέλαβα, πρωτίστως ως αναγνώστρια και δευτερευόντως ως κριτικός. Πρόκειται για το έργο «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», του Δημήτρη Π. Κρανιώτη, από τη Λάρισα.
Τα ποιήματα χαρακτηρίζονται κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη μορφή τους, από ελεύθερο στίχο και αστιξία. Πουθενά δεν υπάρχει ούτε μια τελεία· κι όμως, όλοι οι στίχοι -παραβαίνοντας τους κανόνες- ξεκινούν με κεφαλαίο γράμμα! Κατ’ εξαίρεση, κάνουν την εμφάνισή τους μέσα σε παρενθέσεις ερωτηματικά, ενώ σε ένα ποίημα εμφανίζεται ένα μοναδικό θαυμαστικό, σε ένα άλλο ένα ερωτηματικό και σε τρία ποιήματα διπλές παύλες, των οποίων τον ρόλο θα πρέπει να εξετάσει ο αναγνώστης.
Οι αντιθέσεις («συνωστισμένοι άνετα»), οι εικόνες, που άλλοτε κλιμακώνονται («Από τότε που πάγωσα/Πριν προλάβω/Ν’ ανοίξω το ψυγείο») κι άλλοτε παίζουν με τα χρώματα («Ανέκφραστες συλλαβές/Βαμμένες κίτρινες/Σ’ ασπρόμαυρο λιβάδι»), οι προσωποποιήσεις («διψάνε οι λέξεις»), τα επίθετα που μαγεύουν («αστέγων ονείρων», «θαμπών ελπίδων», «ηττημένες ζωές», «λεκτικών πυρών», «ανήμπορος πειρατής») αποτελούν βασικά εκφραστικά εργαλεία του κ. Κρανιώτη.
Κοινό σημείο σε πολλά ποιήματα είναι ο τελευταίος στίχος κάποιων από αυτά, στον οποίο κάτι απροσδόκητο κάνει την εμφάνισή του, καταπλήσσοντας τον αναγνώστη. Συνειδητοποιώντας αυτό το «μοτίβο» -την ανάγκη, ουσιαστικά, του ποιητή να αποκαλύπτεται έντονα μέσα από τον τελευταίο στίχο- αδημονούσα στα επόμενα ποιήματα να φτάσω ως το τέλος, νιώθοντας την ένταση της προσμονής να κλιμακώνεται και να κορυφώνεται ηδονικά.
Στο περιεχόμενο, εντοπίζει κανείς μια καταγραφή αναμνήσεων που συμπλέκονται με την πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής της τηλεόρασης, του καταναλωτισμού και των ηλεκτρονικών μέσων. Τα γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου, η αναζήτηση του εαυτού είναι θέματα που απασχολούν τον ποιητή. Άλλοτε κινείται απεγνωσμένα να εντοπίσει την ταυτότητά του («Ν’ αναζητώ/ Με Silver Alert/ Δίχως όνομα/ Εμένα») κι άλλοτε επιλέγει τη φυγή και την αντίδραση στην προσπάθεια περιορισμού του («Βρέχει σύνορα/Που μ’ απειλούν/ Και σπάζω πόρτες»). Η μοναξιά, παρά το πλήθος γύρω μας, η οποία μάς απειλεί σε έναν κόσμο με ψεύδη και ποινές, οι ασυνεπείς άνθρωποι που εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους και ακινητοποιήθηκαν (στο ποίημα «Ανόητα «ξ»), η εσωτερική θραύση («Έσπασα μέσα μου/ Δυο ποτήρια κρασί»), οι κινήσεις ρουτίνας και τα μετέωρα «γιατί», οι βαθύτερες επιθυμίες και οι αναζητήσεις («Μα κάτι θα ψάχνεις πάντοτε/ Μια το εγώ/ Μια το εσύ»), τα ξεχωριστά όνειρα που κάποιοι αποπειρώνται να προσεγγίσουν ή και να φθείρουν (στο ποίημα «Μεταχειρισμένα όνειρα»), η ζωή στη φυλακή των αστικών κέντρων, οι ερωτικές σχέσεις και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις σε αυτές (στο ποίημα «Όχι λοιπόν»)· όλα αυτά απλώνονται στις σελίδες.
Ανάμεσα στα ποιήματα, όμως, αναζήτησης του εαυτού και καταγραφής προβλημάτων, ονείρων και ενοχών, ξεχωρίζουν τα Ποιήματα Ποιητικής. Είναι η απόπειρα του δημιουργού να εξομολογηθεί τον αγώνα του προκειμένου να συνειδητοποιήσει τα όρια της Τέχνης του («Γέννησες φως/ Σαν αγκάλιασες/ Όσα δεν λέγονται/ (Μα γράφονται)/ Στο σκοτάδι»)· μιας Τέχνης όπου «Κρεμώντας στίχους/ Με καρφιά συλλαβές» προσπαθεί να κερδίσει τη λύτρωσή του («Ξεχνώντας τύψεις/ Με ξεγέλασα»).
Στο ποίημα με τίτλο «Γυμνά διηγήματα» ο κ. Κρανιώτης εκφράζει την πικρία τού κάθε συγγραφέα και ποιητή για τα έργα του που δεν έγιναν αποδεκτά ή που δεν ολοκληρώθηκαν διότι ήταν πολύ τολμηρά, οδηγώντας τον τελικά να επιλέξει τη σιωπή στους χαλεπούς καιρούς. Κι όμως, στο ποίημα «Ενοικιάζεται» δηλώνει τα βαθιά συναισθήματά του για την Τέχνη του («Μόνο θα αγαπώ/ Ανέκφραστες συλλαβές»), ενώ στο ποίημα «Κορώνα γράμματα» κυριαρχεί θεματολογικά η εσωτερική πάλη του ως δημιουργού («Σαν γράφω/ Κορώνα γράμματα/ Παίζω τον εαυτό μου»). Στο ποίημα «Ισοδυναμία» σκιαγραφείται η διαδικασία σύνθεσης ενός ποιήματος, με την έμπνευση να παρομοιάζεται με δαίμονα που κυνηγά τον ποιητή, ενώ η τελευταία του πνοή «Ισοδυναμεί/ Με την πρώτη ανάσα/ Του αναγνώστη»). Αυτόν τον αναγνώστη που στο έργο «Το άγνωστο ποίημα» δηλώνει ότι τον έχει πάντοτε στη σκέψη του όταν γράφει, ενώ με το «Συγκάτοικος λέξεων» η συλλογή ολοκληρώνεται με τη δήλωση ότι μέσα από την Ποίηση θα εντοπίσει την πορεία του, εν τέλει τον εαυτό του που χάνεται και βρίσκεται «ανάμεσα σε σελίδες».
Η συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη με γοήτευσε με την αμεσότητα, την πρωτοτυπία -που είναι εμφανής και στον τίτλο- και τις λεκτικές εκπλήξεις. Ιδιαίτερα αγάπησα το ποίημα «Μείον ένα», με τα επιρρήματα σε -ως και την απόπειρα του ποιητικού προσώπου να διερευνήσει τη σχέση του, την πορεία της και το αύριο που την περιμένει. Επίσης, ξεχώρισα το ποίημα «Ιανός», όπου παρακολούθησα το σφυροκόπημα των αισθήσεων σε ένα «ασανσέρ κολλημένο/ Μεταξύ ρετιρέ/ Και ουρανού», ενώ με εντυπωσίασε το παιχνίδι με τις λέξεις που έχουν δεύτερο συνθετικό τη λέξη γη. Και, οπωσδήποτε, το έργο «Ανόητα «ξ», το πιο αγαπημένο μου! Μια αποκάλυψη για το πώς σκορπάμε το εσωτερικό μας φως σε ανούσια ψώνια, σε ανούσιες σχέσεις, σε «σκονισμένα φιλιά», σε ασυνεπείς ανθρώπους…
Τα ποιήματα του κ. Κρανιώτη δεν διαβάζονται βιαστικά. Απαιτούν εστίαση, δόσιμο, χρόνο, αλλά ανταμείβουν τον αναγνώστη με ελπίδα και δύναμη για μια διαυγή και ελπιδοφόρο πορεία αυτοεντοπισμού και διεκδίκησης του αυτεξούσιου.
Η Ηλέκτρα Αλεξάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη του Σωκράτη και του Περικλή, την οποία δυσκολεύεται να αποχωριστεί για καιρό. Σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο τις – κατά την γνώμη της- πιο συναρπαστικές Επιστήμες: Αρχαιολογία, Ιστορία Τέχνης και Ιστορία, ενώ οι ανασκαφές στις οποίες συμμετείχε υπήρξαν από τις πιο ωραίες στιγμές στη ζωή της. Ταξιδεύει συνεχώς και ονειρεύεται να ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα σε χώρες, όπως το Νεπάλ και η Μογγολία, καθώς και σε σχεδόν άγνωστα νησιά, όπως το Lord Howe. Διαβάζει λογοτεχνία και γράφει κριτικές μόνο για όσα έργα την συναρπάζουν και τις συνοδεύει πάντοτε από φωτογραφίες, όπου το βιβλίο είναι ο πρωταγωνιστής, σε σκηνικά που στήνει μόνη της, σαν σκηνογράφος παράστασης. Συχνά περιδιαβαίνει τις πόλεις και αναζητά φωτογραφικές συγκινήσεις. Μερικές φορές γράφει δικά της έργα, ειδικά μικρές ιστορίες, ενώ τα είδη που την συναρπάζουν είναι το ιστορικό και το αστυνομικό, οποιαδήποτε μορφή κι αν λαμβάνουν. Έχει εκατοντάδες παιδιά -τους μαθητές της-, μια γάτα, την Αμφιλύκη, που ζηλεύει την αφοσίωσή της στα βιβλία, και μια οικογένεια, η οποία την στηρίζει τις ώρες που αναζητά την έμπνευση.