Ο Γεώργιος Βιζυηνός παραμένει ένας από τους στυλοβάτες των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής λογοτεχνίας, ένας ποιητής και λόγιος που κατέγραψε στα γραπτά του στιγμές και εικόνες από τα προσωπικά του βιώματα. Στο σύντομο βίο του κατάφερε να αφήσει παρακαταθήκη βιβλία όπως “Το αμάρτημα της μητρός μου”, “Αι συνέπειαι της ιστορίας” και πολλά άλλα τόσο σημαντικά για τα νεοελληνικά γράμματα. Στα βιβλία του, ο αναγνώστης και συνάμα μελετητής, διαβλέπει έναν έντονο αφηγηματικό κόσμο που ξεπροβάλλει και αναδεικνύεται η δραματικότητα των χαρακτήρων παράλληλα με μία αφηγηματική τεχνική, η οποία παραμένει μοναδική και αξεπέραστη. Ο λόγος του σε πρώτο πρόσωπο και η ολοζώντανη και σπαρταριστή γραφή του είναι τέτοια που μας εντάσσουν στα γραπτά του ως συμμέτοχους και κοινωνούς ενός βιζυηνικού σύμπαντος.
Ραφτάκος των λέξεων
Ο Βιζυηνός, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας, έμεινε ορφανός από πολύ νωρίς και οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο θείο του για να μάθει ραπτική. Ο Θωμάς Κοροβίνης στο βιβλίο του “Πρώτο φιλί” αναφέρει πως σε προεφηβική ηλικία, ο Γεώργιος Βιζυηνός πηγαίνει στην αυλή του Σουλτάνου για να δουλέψει ως ραφτάκος και να ετοιμάσει το επίσημο ένδυμα της Ικμπάλ, της μέλλουσας συζύγου του. Εκεί θα γνωρίσει ένα αλλόκοτο και ιδιαίτερο πλαίσιο, θα γίνει κοινωνός άλλων συμπεριφορών, πολύ διαφορετικών και ξένων προς την φύση του, την τόσο εύθραυστη. Είναι η ανάγκη που οδήγησε την οικογένειά του να τον στείλει σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία να υπηρετήσει σαν «στρατιώτης» την αυλή του Τούρκου σουλτάνου ή είναι απλά μία δοκιμασία μέσα από την οποία θα βγει νικητής της ζωής;
Φαίνεται πως η παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, την κοσμοπολίτικη πόλη της εποχής, αλλά και η συναναστροφή του με το περιβάλλον και τους ανθρώπους εκεί, έπαιξαν συνταρακτικό και καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή του και βεβαίως στο έργο του. Οι εικόνες που αποκόμισε και συγκέντρωσε στο μυαλό του, τα ερεθίσματα της επαφής με έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που είχε συνηθίσει αλλά και η εκεί εμπειρία του φαίνεται πως τον επηρέασαν. Πολλά στοιχεία βιωματικά διαφαίνονται μέσα από την αφήγησή του σε αυτό το πολύ συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ξεδιπλώνει όλο τον φιλοσοφικό του κόσμο και παράλληλα αποτίνει φόρο τιμής στον παππού που τον μεγάλωσε και του αφηγούνταν ιστορίες από το μυαλό του σαν να τις είχε ζήσει. Ένας παππούς ευαίσθητος, τρυφερός και ζεστός, ένας παππούς όπως θα τον ήθελε ο καθένας από εμάς.
Οι ιστορίες είναι εκείνες που άκουγε από τον παππού εκείνον, ο οποίος με την πειθώ του λόγου του έκανε τον μικρό Γιώργο να τον θαυμάζει για τα μέρη που έχει δει και τους τόπους που έχει επισκεφτεί. Οι περιγραφές του απαράμιλλες και ξεχωριστές αλλά και μια αγκαλιά να τον περιμένει για να του διηγηθεί μέρη και τόπους που θα ήθελε και ο ίδιος να επισκεφθεί σαν όνειρο ζωής. Όταν βέβαια ο μικρός ανακαλύπτει πως όλα αυτά ο παππούς τα έβγαζε από το μυαλό του και ήταν αποκύημα της απαστράπτουσας φαντασίας του απογοητεύεται και προσγειώνεται απότομα κατανοώντας πως το μόνο ταξίδι είναι αυτό το οποίο ο παππούς θα κάνει στην αντίπερα όχθη εγκαταλείποντας τον μάταιο αυτό κόσμο. Και βέβαια ο παππούς θα επιθυμούσε πολύ να ταξιδέψει, αλλά η μοίρα δεν του το επιφύλασσε, είναι σαφώς μια ιστορία βαθιά στοχαστική για τη ζωή και το ποιόν της. Ο αφηγητής Βιζυηνός σπεύδει να τον συναντήσει λίγο πριν ξεψυχήσει για να τον δει για τελευταία φορά, σαν να θέλει να του πει καλή αντάμωση εκεί ψηλά.
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον
Διαβάζοντας το βιβλίο, κατανοεί κάποιος πως θα μπορούσε να υπάρχει διττή ερμηνεία και ανάγνωση, ένα σύγγραμμα τόσο ωραία δομημένο αλλά και τόσο αινιγματικό. Όλα όσα με τόσο γλαφυρό τρόπο αναφέρει ο Βιζυηνός είναι σαφώς δικές του προσωπικές προσλαμβάνουσες και δικά του βιώματα, ζώντας κοντά στον παππού μέχρι τα 10 του χρόνια. Οι αναμνήσεις που τον σημάδευσαν, ίσως η αποκόλληση σε τόσο μικρή ηλικία από τον παππού τον οδηγούν να εκπληρώσει και εκείνος ένα ταξίδι στον χρόνο, το δικό του ταξίδι στη μνήμη αλλά και στην πραγμάτωση των δικών του σκοπών και στόχων, την εκπλήρωση των δικών του επιθυμιών και του πολύ ιδιαίτερου πνεύματός του. Τελικά τι αποζητούσε η διψασμένη ψυχή του και τι ταξίδι κατόρθωσε να πραγματοποιήσει ο ίδιος;
Ζούσε με αγωνία τη ζωή του και αυτό καταμαρτυρείται έμμεσα μέσα από την αφήγησή του όταν γράφει: “Και πώς θα τα καταφέρω; Και πού θα παλαίσω με τον άγγελον; επάνω εις το μεντέρι του παππού, ή μεσ’ στο μαρμαρόστρωτο τ’ αλώνι; Όχι, όχι, όχι! Φοβούμαι! Δεν βαστώ!”.
Ο Βιζυηνός υπήρξε ένα υπέροχο πνεύμα αλλά και μία ιδιαίτερη φύση, δυσνόητη για την εποχή του. Το πνεύμα του, απόρροια και των βιωμάτων του, το καλλιέργησε κατά τη διάρκεια της πολύκροτης και πολυτάραχης ζωής του που δυστυχώς έληξε νωρίς και άδοξα στο ψυχιατρείο από το οποίο δεν εξήλθε ποτέ, αυτός ο λόγιος άνθρωπος και ποιητής κατέληξε αιχμάλωτος των ίδιων του των εσωτερικών διαταραγμένων και ανήσυχων φωνών. Τελικά, όποια και αν ήταν η μοίρα του Βιζυηνού, γιατί κατέληξε τρελός να πεθαίνει μόνος και ξεχασμένος – δυστυχώς αυτό επιφυλάσσει η ελληνική κοινωνία για τους μεγάλους ευεργέτες των γραμμάτων – εν τούτοις όλα αυτά τα οποία έζησε διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό του ανάστημα και σαφέστατα δημιούργησαν τον ξεχωριστό του μύθο.
“Τι δεν θα έδιδεν όπως τον εμποδίση από τούτο το ταξείδιον! Διότι το μειδίαμα του παππού ήταν η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του. Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”!