“Οι περισσότερες ιστορίες, τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του Μπουλγκάκοφ είναι χτισμένα πάνω σε μια παραδοξότητα ή και πάνω σ’ ένα πλέγμα παραδοξοτήτων. Ενεργούν δηλαδή στον συναισθηματικό και στον νοητικό μας κόσμο κυρίως μέσω της υπερβολής, μέσω της απρόσμενης εισβολής του αλλόκοτου”. Αυτά αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Αλέξης Ζήρας και μας προσφέρει μια γενική εικόνα για τον κόσμο του παραδόξου και του μεταφυσικού στον οποίο βουτάει δίχως αναπνευστική μάσκα ο Μπουλγκάκοφ ταράζοντας τα νερά στην μετεπαναστατική Ρωσία.
Φλεγματικός, καυστικός, εκκεντρικός αλλά και πολυμήχανος με το λόγο του, που μοιάζει γλυκό σαν γύρη μέλισσας και αιχμηρό σαν αγκάθι τριανταφυλλιάς, θα σατιρίσει βάναυσα την πολιτική, κοινωνική και ταξική κατάσταση στην Ρωσία της εποχής του. Ο Μπουλγκάκοφ καταφέρνει με την αποκαθήλωση των εθιστικών συμβάσεων που έχουν επιβληθεί και έχουν στραγγαλίσει την δημιουργία να επαναστατήσει και να παρουσιάσει ένα φιλόδοξο παρά φύσιν δημιούργημα, ένα έργο αμφιλεγόμενο ως προς τα μηνύματα που επιθυμεί να περάσει. Σαφές είναι πάντως πως ο Μπουλγκάκοφ καταθέτει με μεγάλη δόση σαρκασμού και με έναν φλεγματικό λόγο που κατακεραυνώνει τις νοοτροπίες του προλεταριάτου μία ιστορία που βγαίνει καθαρά από το θέατρο του παραλόγου.
Το διαβολικό κράτος και τα θύματά του
Τόσο στη Διαβολιάδα όσο και στα Μοιραία αυγά ο Μπουλγάκοφ κατακρίνει την καθεστηκυία τάξη και τις νοοτροπίες στραγγαλισμού που προκαλεί το καθεστώς της μετασοβιετικής επανάστασης. Ουδείς γνωρίζει γιατί έλαβε χώρα η επανάσταση μιας και το σάπιο και το σαθρό είναι στοιχεία που βασιλεύουν και εξουσιάζουν σε σημείο που απειλούν και ζωές ανθρώπων, όπως ο Κοροτκόφ και ο Πέρσικοφ. Αυτά τα στοιχεία αναδύονται και καταθέτονται με ιλαρό και άκρως σατιρικό τρόπο. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται από “στρατιώτες” όταν τους χρειάζεται το καθεστώς σε εχθρούς του όταν διαφοροποιούνται και αρνούνται να υποκύψουν ή να υπακούσουν σε εντολές. Οι δύο αυτοί ήρωες και οι συνέπειες που θα υποστούν από την άρνησή τους να ακολουθήσουν το γράμμα του τερατώδους κρατικού μηχανισμού αποδεικνύουν το μέγεθος της διαφθοράς και του αυταρχισμού που επικρατεί σε καθημερινή βάση.
Τα διηγήματα αυτά του Μπουλγκάκοφ, όπως άλλωστε και το σύνολο του έργου του, είναι μία γροθιά στο στομάχι του νεποτισμού που οι κυρίαρχοι μετεπαναστάτες προσπάθησαν και εν μέρει πέτυχαν να διαδώσουν σε μία Ρωσία έρμαιο των ιδεοληψιών. Η σάτιρα του Μπουλγκάκοφ είναι ένας μοχλός πίεσης και κριτικής σε αυτούς που καταδυνάστευσαν τον ίδιο, τον εξοστράκισαν από το δημιουργικό κατεστημένο που είχαν οι ίδιοι διαμορφώσει και είναι και μία μηχανή παραγωγής σκέψης και συλλογισμού πάνω στα προβλήματα που ταλάνιζαν για αιώνες τον σκληρό πυρήνα της ρωσικής κοινωνίας, ο Μπουλγκάκοφ αναλαμβάνει να διαδραματίσει τον ρόλο αυτό.
Τα γρανάζια του συντηρητισμού και οι απολυταρχικές αντιλήψεις περί επανάστασης αλλά στην πραγματικότητα οπισθοδρόμησης των κοινωνικών δομών είναι ό,τι δυσμενέστερο για μια κοινωνία που δεν αφήνεται να προχωρήσει το δρόμο του εκσυγχρονισμού. Ο Μπουλγκάκοφ κατορθώνει με το κωμικό και το γκροτέσκο να θίξει μια κοινωνία και ένα σύστημα κυβερνησιμότητας (μάλλον χάους) και λειτουργίας του κράτους, το οποίο είναι σε σήψη. Είναι κοινό σημείο των δύο μεγάλων αυτών διηγημάτων, της Διαβολιάδας και των Μοιραίων αυγών το γεγονός πως η εξόντωση και η εξολόθρευση είναι πάγιες τακτικές αντιμετώπισης των “εχθρών” της κρατικής υπόστασης. Εκεί επικεντρώνονται λοιπόν όλες οι ενέργειες για κάθαρση από “μιάσματα” και ανεπιθύμητους.
Ο σατιρικός Μπουλγκάκοφ και ο ανατρεπτικός λόγος : φόρος τιμής σε Πούσκιν και Γκόγκολ
Ο Μπουλγκάκοφ επιστρατεύει το δραματικό στοιχείο παράλληλα με το κωμικό και το υπερβολικό γιατί έτσι κατορθώνει να αρθρώσει το λόγο του και να χτίσει κατά συνέπεια το σώμα της κριτικής του με τρόπο όμως υποδόριο. Με τόλμη, δεξιοτεχνία και ευφυΐα παίζει συνεχώς με αυτά τα συστατικά επιθυμώντας να αναδείξει πρόσωπα και καταστάσεις. Οδηγείται στην υπερβολή και σε αφηγηματικές ακρότητες για να καταδείξει τον παραλογισμό και την παραδοξότητα των καταστάσεων. Άλλωστε είναι και ο ίδιος θύμα ζώντας σε μία Ρωσία που δεν απέχει σχεδόν καθόλου από αυτήν που περιγράφει ο Γκόγκολ σε θεατρικά έργα όπως ο Επιθεωρητής ή οι Νεκρές ψυχές.
Ο Μπουλγκάκοφ συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Ρώσων του προηγούμενου από αυτόν αιώνα και κυρίως αποτίνει φόρο τιμής σε Πούσκιν και Γκόγκολ με αναφορές σε Ντάμα Πίκα, Ευγένιο Ονέγκιν και Νεκρές Ψυχές αντίστοιχα. Στο διήγημα Οι περιπέτειες του Τσίτσικοφ ξεκινάει ως εξής: “Αλλόκοτο όνειρο… Τάχα ότι στο βασίλειο των σκιών, πάνω απ’ την είσοδο του οποίου αχνοφέγγει το άσβεστο καντήλι με την επιγραφή “Νεκρές ψυχές”, ο χωρατατζής σατανάς άνοιξε τις πύλες. Αναδεύτηκε το νεκρό βασίλειο και πρόβαλε απ’ αυτό μια ατελείωτη φάλαγγα”. Όλο το διήγημα είναι εμποτισμένο με έναν άκρως καυστικό λόγο και οι χαρακτήρες ενδυναμώνουν αυτή τη διάθεση να κινηθεί σκωπτικά ενάντια στην δημοσιοϋπαλληλική αλλά και βαθιά άρρωστη νοοτροπία που ροκανίζει συνεχώς κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή αλλαγής του κατεστημένου. Ο Μπουλγκάκοφ με επίκαιρο λόγο λειτουργεί ως η φωνή της λογικής σε μια εποχή όπου η Ρωσία – και σήμερα άλλωστε όπου δεν έχουν αλλάξει και πολλά – βαδίζει στο δρόμο του άκρατου παραλογισμού και της ασυδοσίας.
“Εγώ δεν γίνεται να συλληφθώ” απάντησε ο Κορότκοφ και γέλασε σατανικά, “γιατί είναι άγνωστο ποιος είμαι εγώ. Βέβαια. Ούτε να συλληφθώ ούτε να παντρευτώ γίνεται. Και στην Πολτάβα δεν πρόκειται να πάω”.
Από το διήγημα Διαβολιάδα
“Όσο απλός κι αν ήταν ο συνδυασμός των φακών με τις ανακλώμενες δέσμες του φωτός, δεν μπόρεσαν να τον επαναλάβουν για δεύτερη φορά, παρά τις προσπάθειες του Ιβανόφ. Φαίνεται ότι γι’ αυτό χρειαζόταν κάτι ξεχωριστό, πέρα απ’ τη γνώση, που το είχε μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο – ο μακαρίτης καθηγητής Βλαντιμίρ Ιπάτιεβιτς Πέρσικοφ”.
Από το διήγημα Τα μοιραία αυγά