“Ο Χάρλαν κρατούσε το σπίτι κλειστό και σκοτεινό, σπάνια άνοιγε την πόρτα ή σήκωνε το τηλέφωνο. Οι γείτονες και οι φίλοι έπιασαν τελικά το υπονοούμενο και τον άφησαν στην ησυχία του. Περνούσε πολλές ώρες άγρυπνος, κοιτάζοντας οικογενειακές φωτογραφίες, ακούγοντας παλιούς δίσκους, ή ξαπλωμένος στον καναπέ, πληγωμένος και μεθυσμένος, τόσο ακίνητος, ώστε μπορούσε να ακούσει το αίμα να ρέει στις φλέβες του. Οι μέρες περνούσαν ͘ οι νεκροί συνωθούνταν στα όνειρά του. Ήξερε ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από τα φαντάσματα ήταν να γίνει και ο ίδιος ένα απ’ αυτά”. Ο Χάρλαν Έλιοτ είναι η προσωποποίηση της μάχης έναντι στο αδύνατο και το ακατόρθωτο, απέναντι στο ρατσισμό που βίωσε από μικρός, σε μια χώρα που μισούσε τη διαφορετικότητα. Είναι ο λογοτεχνικός ήρωας που εφηύρε η συγγραφέας για να μιλήσει για τον παππού της Χάρολντ Άιζακ ΜακΦάντεν και την περιπέτεια της ζωής του.
Διαπρέποντας στο μουσικό στερέωμα
Ο Χάρλαν Έλιοτ κατάφερε με το πείσμα του, το αστείρευτο ταλέντο του, την επιμονή του και την αγάπη του για τη μουσική να γίνει πρώτο όνομα στο χώρο της τζαζ σε μια εποχή όπου το να είσαι έγχρωμος σήμαινε να είσαι κατώτερος και υποδεέστερος των υπολοίπων λευκών. Δέχτηκε τα βέλη του ρατσισμού στο πετσί του όμως δεν εγκατέλειψε το όνειρό του και ενάντια στο ρεύμα της εποχής αναδείχθηκε ένας εκ των κορυφαίων μουσικών του είδους του, πάλεψε με τις χίμαιρες και τις ερινύες και διέπρεψε πέραν της αμερικανικής ηπείρου. Στο Παρίσι, όπου βρέθηκε μετά από πρόσκληση για να παίξει, κέρδισε με το σπαθί του και την αξία του μια θέση στο μουσικό πάνθεον. Οι νότες και γενικότερα η μουσική αποτέλεσαν για αυτόν έναν οδηγό δράσης και πάλης μέσα στον κήπο με τα θηρία.
Ιδιαίτερος και εκκεντρικός χαρακτήρας, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, δεν ήταν πάντα το καλό παιδί και προκαλούσε πολλές φορές με την αυθάδη συμπεριφορά του, ωστόσο μέσα από τη στενή συνεργασία του με τον Λίζαρντ κατάφερε να υπερπηδήσει και να ξεπεράσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό και τις αδυναμίες του και να εδραιωθεί αναμφίβολα ως μια ιδιοφυία της μουσικής τζαζ. Στο μυθιστόρημα η εγγονή του περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια και εξαιρετική γλαφυρότητα κάθε στιγμή της ζωής του, την τρυφερότητα της γιαγιάς και του παππού, τη βία που αντιμετώπισε ως παιδί και ως έφηβος από τον πολλές φορές επικριτικό και αυστηρό πατέρα του. Ωστόσο, έτυχε πραγματικής αγάπης και φροντίδας, το σπίτι του ήταν πάντα το καταφύγιό του και η ασπίδα του, ένας κόσμος προστασίας και όταν με το θάνατο των γονιών του έψαχνε για ένα αποκούμπι το βρήκε στην οικογενειακή φίλη, την αγαπημένη του Λουσίλ.
Ο πόλεμος και το στρατόπεδο συγκέντρωσης ολετήρας των ονείρων του
Ο Χάρλαν Έλιοτ, στο Παρίσι όπου βρισκόταν, είχε φτάσει στο απόγειο της σταδιοδρομίας του και απολάμβανε τους καρπούς ενός αγώνα που τον είχε φέρει πραγματικά σε έναν παράδεισο σε σχέση με αυτά που αντιμετώπιζε ως έγχρωμος στην εχθρική Αμερική. Αυτή η μετάβαση στην Ευρώπη ήταν για εκείνον ένα μεγάλο όνειρο που έγινε πραγματικότητα αλλά ήταν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξαργυρώσει όλη την προσπάθεια που είχε καταβάλλει τόσα χρόνια. Το Παρίσι με την πολυπολιτισμικότητά του, τις συνεχόμενες αφίξεις καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο είχε γίνει μια κυψέλη παραγωγής πολιτισμού και ένα ορμητήριο αποδοχής δημιουργών κάθε φύσης και χρώματος. Ζωγράφοι, μουσικοί, γλύπτες, ποιητές, συγγραφείς και άλλοι συμβίωναν αρμονικά και ειρηνικά σε μία πόλη που ζούσε στο φως και τη λάμψη παρά τα προβλήματα που μπορεί να υπήρχαν.
“Ο φόβος και η οργή που ζούσαν μέσα στον Χάρλαν ήταν ένας ιός που σερνόταν ύπουλα, που υπέβοσκε και εμφανιζόταν αναπάντεχα – όπως πετάγεται ο φασουλής από το κουτί ή όπως πηδάει αιφνιδίως μια γάτα που παραμονεύει για να αρπάξει ένα πουλί”. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου βρήκε τον Χάρλαν στο Παρίσι να προσπαθεί να ξεφύγει από τα δεινά του πολεμικού οδοστρωτήρα που είχε απλώσει τα δίχτυα του πάνω από την πόλη, εν τούτοις αυτό δεν κατέστη εφικτό. Επικρατούσε δίχως άλλο το μίσος και η με κάθε τρόπο εξόντωση των Εβραίων και των μαύρων από ένα καθεστώς που υποτιμούσε τον άνθρωπο, τον εξευτέλιζε και τον αντιμετώπιζε ως μίασμα εφόσον δεν ανήκε στη φυλή των περίφημων Αρίων. Ο Χάρλαν, αυτός ο εκπληκτικός μουσικός που το μόνο που γνώριζε είναι πως να γεμίζει τον χώρο με μουσικές υπέροχες, θα βρεθεί θύμα των αδίστακτων δολοφόνων ναζιστών να παλεύει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για ό,τι πολυτιμότερο είχε εκτός από τη μουσική, την ίδια του τη ζωή.
Ένας άνθρωπος σε κρίση ζητά λύτρωση
Η ζωή πολλές φορές μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα και ενώπιον ενός τέτοιου θα βρεθεί ο Χάρλαν στη ζωή του. Ποιος άραγε ορίζει τις μοίρες των ανθρώπων και τις τύχες των συναντήσεών τους; Έρχεται η ώρα που κανείς αναμετράται με τα φαντάσματα του παρελθόντος του και αναλαμβάνει τις ευθύνες των δράσεών του. Χωρίς να αποκαλύψω πρόσωπα και πράγματα είναι έκδηλα αποκαλυπτική η τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος όπου ο Χάρλαν θα παλέψει με τη συνείδησή του και θα βγει νικητής βρίσκοντας στο δρόμο της λογικής που τον διέπει έναν πολύτιμο σύμμαχο. Μετά την Ύβρι έρχεται πάντα η Νέμεσις και ας είναι η τελευταία βαμμένη με αίμα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
“Ανεπιθύμητοι. Ύποπτοι εξ ορισμού λόγω του σκούρου δέρματός τους – οι λευκοί κάτοικοι της πόλης καταδίκασαν τους Έλιοτ στη δυστυχία. Χωρίς το δικαίωμα να κριθούν από δικαστή ή ενόρκους, θεωρήθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε χρόνια ολόκληρα παρενοχλήσεων. Τη νύχτα, ενώ κοιμούνταν, τους πετούσαν σκουπίδια στη μικρή βεράντα τους, έβαζαν φωτιά σε σακούλες με ακαθαρσίες σκυλίσιες και ανθρώπινες στο επιμελώς κουρεμένο γρασίδι τους, γρατζουνούσαν το αυτοκίνητό τους με κλειδιά”