Η πλούσια πορτογαλική λογοτεχνία των Πεσσόα, Σαραμάγκου, Καμόες, Λόμπο Αντούνιες και Καστέλο Μπράνκο συνεχίζεται αδιάλειπτα με βιβλία όπως αυτό του Ρικάρδο Πέντρο, οι σπόροι έπιασαν τόπο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την σύγχρονη πορτογαλική ιστορία μέσα από έναν οικογενειακό ιστό που μετράει τρεις γενιές. Ένα μυθιστόρημα πιστό στην παράδοση της ποιοτικής λογοτεχνίας, συγκινητικό, καθηλωτικό, αφηγηματικά άρτιο, ιστορικά ενδιαφέρον, ένα δεξιοτεχνικά δοσμένο χρονικό για όσα βίωσε η οικογένεια Μέντες, μια αφήγηση που διατρέχει την ιστορία και επιφυλάσσει μαθήματα για τον άνθρωπο του τότε και του σήμερα. Ενδείκνυται να διαβαστεί πάνω από μία φορά για να μπορέσει ο αναγνώστης να εντρυφήσει στις ζωές των ηρώων και να αφουγκραστεί το πάθος, τις αδυναμίες, τις αναμνήσεις τους και τα βιώματά τους.
Γνωριμία με την οικογένεια Μέντες
“Ακριβώς σαράντα χρόνια ύστερα από την τρομερή καταιγίδα, στον αυλακωμένο από τη μανία των υδάτων δρόμο, ένα αγόρι κάτισχνο, μουσκεμένο μέχρι το κόκαλο, μ’ ένα μαύρο καπέλο τσακισμένο από το βάρος της βροχής, χωρίς καμία αποσκευή στα χέρια, σωριάστηκε με το που αντίκρισε ανθρώπους, λες και περπατούσε πολλές ώρες, πολλές μέρες, αναζητώντας την ευκαιρία να σωριαστεί”. Η ιστορία της οικογένειας Μέντες αποκαλύπτει τις εκτρωματικές συγκυρίες σε μια εποχή κατά την οποία η δικτατορική αντίληψη του Σαλαζάρ κόστισε τη ζωή σε τόσους και τόσους ανθρώπους. Ο γιατρός Αουγκούστο Μέντες αφηγείται με λεπτομέρεια και ωμότητα την αντίσταση σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, τα λόγια του Σελεστίνο στην αρχή της παραγράφου αλλά και η μυστηριώδης εξαφάνισή του είναι χαρακτηριστικά και μιλούν ανοιχτά για όσα συνέβαιναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο δεκανέας Αντόνιο Μέντες και ο γιος του Ντουάρτε είναι δύο πρόσωπα που σε μεταγενέστερο χρόνο αφηγούνται όσα οι ίδιοι βιώνουν, ο πρώτος τη ζωή του μακριά από την γυναίκα του στη μακρινή Ανγκόλα όπου θα βρεθεί να υπηρετεί για τον πορτογαλικό στρατό και να αποτελεί και αυτός ένα γρανάζι στη μηχανή καταπίεσης και επιβολής της πολιτικής της αποικιοκρατίας. Θα ζήσει από πρώτο χέρι άδικες πολιτικές, τις οποίες και δεν θα διστάσει να αφηγηθεί στον γιο του Ντουάρτε. Ο τελευταίος είναι η νεότερη γενιά μιας χώρας που βλέπει τα πεπραγμένα με τα κιάλια του χρόνου και με το πρίσμα της ιστορίας να υπενθυμίζει τι και πώς συνέβη αλλά και γιατί συνέβη. Ο Ντουάρτε είναι η προσωποποίηση μιας κάποιας ομαλότητας με το βλέμμα όμως στο παρελθόν για να σωθεί η μνήμη και να ανακαλυφθεί ό,τι έχει απομείνει κρυφό.
Ο ταλαντούχος κύριος Ντουάρτε
”Δεν είχε ποτέ νιώσει την παρουσία μιας ψυχής πίσω απ’ αυτή τη μουσική. Δεν την είχε ποτέ αισθανθεί. Ο Ντουάρτε έπαιζε Μπετόβεν όπως κάποιος λύνει τα παιχνίδια στην προτελευταία σελίδα της εφημερίδας. Με απόλυτη αδιαφορία για το ευρηματικό χέρι που τα δημιούργησε”. Ο εξαιρετικός εγγονός του γιατρού Αουγκούστο Μέντες και του δεκανέα Αντόνιο Μέντες είναι αυτός που οριοθετείται ως ο κύριος πρωταγωνιστής, ο τελευταίος τροχός μίας οικογενειακής άμαξας που αναμοχλεύει το παρελθόν της για να ζήσει το παρόν της και να δει πιο ξεκάθαρα το μέλλον της. Ο Ντουάρτε, δεινός πιανίστας και επίμονος ερευνητής της ιστορίας των Μέντες κινείται σαν ακροβάτης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος με οδηγό τη μουσική και την ίδια του τη μνήμη.
Ο συγγραφέας ουσιαστικά συμπληρώνει με τρόπο ευρηματικό και με δεξιοτεχνία το παζλ της αφήγησης και μας πηγαίνει πίσω μπρος στα γεγονότα που σημάδεψαν τις ζωές και των τριών αλλά κυρίως μέσω του Ντουάρτε καταφέρνουμε και διεισδύουμε δίχως βία αλλά με απόλυτη ομαλότητα σε όσα ο ίδιος θυμάται από τον παππού του αλλά και σε όσα του αφηγείται ο πατέρας του. Μοιάζει να εκτελεί ένα καθήκον, μια αποστολή, ζει την κάθε στιγμή της αφήγησης, γιατί επιθυμεί δίχως άλλο να θυμηθεί, να καταγράψει, να παραθέσει συμβάντα, να ανατρέξει στο πρόσφατο παρελθόν. Τελικά, με ζήλο και υπομονή αλλά και με διάθεση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα στην μαύρη περίοδο της δικτατορίας και εκείνης της επανάστασης των Γαρυφάλλων που έδωσε τέλος στα βάσανα ενός λαού, ο Ντουάρτε μας παραδίδει την προσωπογραφία του με όλα τα πρόσωπα μέσα στην εικόνα που έχει με τις λέξεις ζωγραφίσει.
Ο Ρικάρντο Πέντρο εξυφαίνει μια ιστορία δραματική, αγωνιώδη και όμως συγκινησιακά φορτισμένη, ένα αφηγηματικό μωσαϊκό που αιχμαλωτίζει και συναρπάζει τόσο με τον οίστρο του, τον πολλές φορές στοχαστικό όσο και με το παιχνίδι των αναμνήσεων που είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που πλήγωσαν την ιστορία ενός λαού. Ο συγγραφέας παίζει με σκιές και πρόσωπα, θίγει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και σαγηνεύει μέσα από την παράθεση συμβάντων που θυμίζουν κινηματογραφικά πλάνα ασπρόμαυρης κοπής, εντοιχίζει στο ίδιο το μυθιστόρημα τη δική του εκδοχή της ιστορίας χωρίς να την αλλοιώνει. “Ο Ντουάρτε άνοιξε απαλά την πόρτα της εκκλησίας για να μην κάνει θόρυβο. Ένιωσε τη ζεστασιά των σωμάτων. Τη μυρωδιά της σάρκας. Επιδερμίδες μαυρισμένες από την ασυναρτησία των εποχών. Μάντεψε τα παραμορφωμένα τους δάχτυλα. Τη σκληρή τους δουλειά”.
“Ο Ντουάρτε δέχτηκε ανεπιφύλακτα τις εξηγήσεις του παππού του, και δεν έμελλε να τις αναλογιστεί ούτε να θέσει ξανά και ξανά αυτά τα ερωτήματα παρά μόνο τη μέρα που δεν θα υπήρχε πια κανείς για να του απαντήσει”.