Ομολογουμένως πρόκειται για ένα βιβλίο διαμάντι από αυτά που διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις. Είναι ένα απαραίτητο φιλοσοφικό εγχειρίδιο σε μορφή μυθιστορήματος που θα τολμήσω να ονομάσω αφηγηματικό ευαγγέλιο με την έννοια πως αγγίζει τον αναγνώστη, τόσο ως προς το επίμαχο θέμα της εξομολόγησης του πρωταγωνιστή/συγγραφέα, όσο και ως προς τον επιμορφωτικό του χαρακτήρα. Και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Η ιστορία του νεαρού άνδρα ξεδιπλώνεται με αναφορές σε βιβλία που διάβασε και σε συγγραφείς που θαύμασε, σε πίνακες και ζωγράφους που είδε και γνώρισε, ξετυλίγει εν ολίγοις έναν ολόκληρο κόσμο γνώσης με τρόπο ζηλευτό και μεταδίδει τον σπόρο της γνώσης στον αναγνώστη. Η ζωή του οδηγείται από τα αναγνώσματά του, βυθίζεται με αξιολάτρευτο τρόπο σε αυτά και αντλεί διδάγματα μέσα από έναν προσωπικό μονόλογο που αγγίζει τα όρια της θεατρικότητας, ένα σκηνικό με θέα στο κοινό που τον ακούει και τον βλέπει.
Ένας Ιρλανδός σε έκσταση στο Παρίσι
Η περίπτωση του Μουρ θυμίζει εκείνη του Όσκαρ Ουάιλντ που βρήκε, όπως και ο Μουρ άλλωστε, καταφύγιο στο πάντα φιλόξενο Παρίσι. Διωγμένος ως “υπερβολικά Γάλλος, υπερβολικά Ιρλανδός, υπερβολικά καθολικός, μα και υπερβολικά τολμηρός και ανατρεπτικός” όπως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου ο εξαιρετικός μεταφραστής του βιβλίου Γιάννης Λειβαδάς, ο Μουρ πέρασε στο Παρίσι ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του και έλαβε τη λάμψη από την Πόλη του φωτός. Στην πόλη αυτή που αγκάλιασε τόσους και τόσους δημιουργούς κάθε είδους, όπως την περίφημη σχολή του Παρισιού, ο Μουρ ένιωσε να ενσωματώνεται δίχως πρόβλημα και να περνάει μία άκρως παραγωγική για τον ίδιο περίοδο. Ο πρωταγωνιστής και καθρέφτης του μας παρουσιάζεται εδώ ως ένας καλλιτέχνης που αναζητά τη δική του προσωπική πορεία στον χώρο δοκιμάζοντας τις χαρές της ζωής της belle époque και “θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο Γάλλο παρά Άγγλο ή Ιρλανδό, και εκτιμούσε πως ως καλλιτέχνης δεν είχε εθνική ταυτότητα, υπήρξε πάντοτε “Ευρωπαίος””.
Η προσωπικότητα και η φυσιογνωμία του Μουρ, η αμφιλεγόμενη προσωπογραφία του απεικονίζεται ξεκάθαρα στον άνθρωπο που αφηγείται όσα έζησε και όσα ένιωσε και αισθάνθηκε ως ένας σκεπτόμενος νέος άνδρας που χαίρεται τη ζωή και τη δημιουργία που αυτή προσφέρει. Η αφήγησή του είναι φορτωμένη με συναισθήματα και σκέψεις, με έναν στοχαστικό οίστρο που διαφαίνεται και πηγάζει από τα αναγνώσματα στα οποία αναφέρεται. Δεν είναι ένας απλώς μποέμ που απολαμβάνει τη ζωή και τις ηδονές των ερώτων της ή άλλων ικανοποιήσεων. Είναι ένας άνδρας που εξομολογείται όσα τον στιγμάτισαν, όσα τον διαμόρφωσαν, όσα τον πλήγωσαν, όσα του προκάλεσαν την οργή και την αντίδραση. “Η ψυχή μου, στον βαθμό που την αντιλαμβάνομαι, έχει αποκτήσει γενναιόδωρα μορφή και περιεχόμενο από τις τόσες εκφάνσεις της ζωής στις οποίες η αποφασιστικότητα και ο παρορμητισμός μου με έκαναν να ενδώσω. Συνεπώς μπορώ να πω ότι δεν διακατέχομαι από εγγενή χαρακτηριστικά, ελαττώματα, γούστα κτλ”.
Ένας συνομιλητής της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας
Ο Μουρ πρωταγωνίστησε στον καλλιτεχνικό πυρήνα της παρισινής ζωής την περίοδο της ανόδου του ιμπρεσιονισμού και των άλλων καλλιτεχνικών κινημάτων, τα οποία βρίσκονταν σε πλήρη ακμή. Στην εξομολόγησή του ο νεαρός άνδρας Μουρ καθιστά τον εαυτό του μέρος της ανησυχίας για την καλλιτεχνική πορεία της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής και βρίσκεται ο ίδιος στο επίκεντρο των εξελίξεων, αναζητώντας το μέλλον του ανάμεσα στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία που τόσο τον έχουν συνεπάρει. Μοιράζεται με τον αναγνώστη στον οποίο απευθύνεται του τότε κυρίως αλλά κατά προέκταση και του σήμερα όλα όσα τον απασχολούν στην πόλη όπου περιδιαβαίνει, σε μία πόλη η οποία τον κατακλύζει με εικόνες και χρώματα, με ερεθίσματα που τον αιχμαλωτίζουν. Είναι καλώς εννοούμενο θύμα μιας ολόκληρης δημιουργικής πραγματικότητας που βιώνει με την ψυχή και την καρδιά του και με έναν λόγο πολύ συγκινησιακά φορτισμένο που επιστρατεύει σαν να εξομολογείται στον πνευματικό του πατέρα εξουσιάζει τον αναγνώστη και εκτονώνει την ψυχική του ορμή.
Εξομολογείται εκφωνώντας ένα λόγο γεμάτο από μύχιους συλλογισμούς και εγγενείς απορίες για το μέλλον του πνευματικού κόσμου του οποίου αποτελεί μέρος, του δικού του κόσμου, του δικού του πνεύματος που τόσο τον κλονίζει κάθε ώρα και στιγμή. Οι συγγραφείς αλλά και οι ζωγράφοι είναι σύμμαχοί του, είναι συνοδοιπόροι του σε αυτή τη μαγική διαδρομή όπου όλα έρχονται στο φως, ο Φλωμπέρ, ο Μπαλζάκ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Ουγκώ και τόσοι άλλοι, τόσα βιβλία, τόσοι τίτλοι, τόσα διαβάσματα, ένας άνδρας πλημμυρισμένος από λέξεις και φράσεις, από ήρωες μυθιστορημάτων όπως για παράδειγμα ο κύριος Όουκ του Τόμας Χάρντυ, όπως η Δεσποινίδα Μωπέν του Γκωτιέ, τους οποίους αναλύει με πάθος και ζήλο. Η αναφορά του στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία είναι ο δικός του μικρόκοσμος, η δική του διαφυγή από έναν κόσμο που τον γεύεται αλλά και τον βάζει στο μικροσκόπιο της καθημερινότητάς του. Ο νεαρός άνδρας του Μουρ είναι η προσωποποίηση της αγωνίας μιας νεότητας που μπορεί και δέχεται τα πάντα ενώ ταυτόχρονα μπορεί και αμφισβητεί τα πάντα, είναι η επιτομή της επιθυμίας για ζωή αλλά και της μελαγχολίας που αυτή άθελά της δημιουργεί σε κάποιον που εκδηλώνεται μέσα από τη γραφή του.
Αυτή η εξομολόγηση είναι τελικά και το φάρμακο του νεαρού άνδρα, είναι η “αποφυλάκισή” του, η λύτρωσή του, η απόλυτη κατοχύρωση του είναι του που βρίσκεται σε υπερδιέγερση και αναζητά διέξοδο στο αδιέξοδο. Στοχάζεται και αναστοχάζεται για εαυτούς και αλλήλους για να θυμηθώ και τον σύγχρονο καθηγητή και φιλόσοφο Θεοδόση Τάσιο, ο ήρωας του Μουρ είναι ένας ήρωας του καιρού του και του καιρού μας, ο Μουρ ο ίδιος είναι η φωνή της δημιουργίας της εποχής του και τα δύο αυτά πρόσωπα διάγουν βίους παράλληλους ο ένας στο πραγματικό ο άλλος στο φαντασιακό, όμως η συνάντησή τους μέσα στο μυαλό του Μουρ μάς εξασφαλίζει ένα κείμενο μεγαλειώδες όπως αυτό εδώ, ένα βιβλίο που όπως είπα πριν πρέπει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί, να μελετηθεί, να αφομοιωθεί και να μας κατακτήσει καθολικά και δίχως επιφύλαξη προς όφελός μας.
“Είναι αλήθεια πως ζω σε μια εποχή όπου δεν είναι και τόσο κατάλληλη για να είναι κανείς καλλιτέχνης ͘ η τέχνη κάθε εποχής όμως είναι το πνεύμα της εποχής αυτής ͘ εάν παραβιάσω τις συμβάσεις αυτής της εποχής θα χάσω το πνεύμα της, και μια τέχνη η οποία δεν αναδεικνύει το πνεύμα της εποχής της είναι σαν ένα ψεύτικο λουλούδι, δίχως άρωμα, ή αρωματισμένο με τη ευωδία λουλουδιών τα οποία άνθισαν πριν τριακόσια χρόνια”.
“Ένας πραγματικός καλλιτέχνης δεν νοιάζεται για την αθανασία, για καθετί που ακούει, νιώθει ή λέει ͘ μεταχειρίζεται τις ιδέες και τις αισθήσεις μόνο στο βαθμό που τις χρειάζεται για να δημιουργήσει”.