Η Κρίστα Βολφ, μία από τις επιφανέστερες Γερμανίδες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου, στο βιβλίο αυτό καταγράφει όσα η ίδια βίωσε στη Γερμανία που μετρούσε τις πληγές της, αυτές που άφησε ανοιχτές ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Μία χώρα διαιρεμένη στα δύο, μια χώρα τραυματισμένη, μια χώρα διχοτομημένη να παλεύει ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, όπως ακριβώς το Βερολίνο, την πόλη που είδε την ένωσή της μόλις το 1989 μετά από σχεδόν 50 χρόνια πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας. Η Βολφ υμνείται από τον κορυφαίο Γκύντερ Γκρας, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Αυτή ήταν η οποία, την εποχή που η Ανατολή και η Δύση εξοπλισμένες και ιδεολογικά περιχαρακωμένες στέκονταν η μία απέναντι στην άλλη, έγραψε βιβλία που διέσχισαν τα σύνορα, βιβλία που ξεπέρασαν τα σύνορα, βιβλία που είχαν διάρκεια”.
Στην αντίσταση με τα γραπτά της
Η περίοδος μετά τον πόλεμο αποτέλεσε για τη Γερμανία μία κρίσιμη περίοδο που από τη μία προσπαθούσε να ορθοποδήσει έπειτα από μία δεύτερη συνεχόμενη πολεμική ήττα και μάλιστα πιο οδυνηρή από εκείνη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και από την άλλη επιχειρούσε να αναδιοργανωθεί και να ανασυνταχθεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Ο γερμανικός λαός χωρισμένος σε Ανατολή και Δύση αναζητούσε ουσιαστικά μια νέα ταυτότητα, ένα νέο όραμα έχοντας στις πλάτες του το φάντασμα του ναζισμού και τις ενοχές για τα απεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Η Κρίστα Βολφ ανήκει στη γενιά των μεταπολεμικών Γερμανών συγγραφέων, εκείνων που με όπλο τα γραπτά τους επιχείρησαν να μιλήσουν για τα συμβάντα, να εκδηλώσουν αγωνίες και ανησυχίες, να εκδιώξουν το περίφημο φάντασμα κυνηγώντας το και εξουδετερώνοντάς το.
Η Βολφ, με αλληγορικά σχήματα, υποδόριους συμβολισμούς αλλά και με οδηγό τον προσωπικό της Γολγοθά αφού δυσφημίστηκε και λοιδορήθηκε, χτυπάει καίρια και βάλλει εμμέσως πλην σαφώς ενάντια στο σκοτεινό διάστημα που ακολούθησε το φρικτό τέλος του πολέμου. Η ίδια δέχθηκε έντονα βολές για τον λόγο της και το λογοτεχνικό της έργο, για το γεγονός πως υπήρξε επικριτική αλλά ειλικρινής για όσα εκτυλίχθηκαν σε μια χώρα όπου ο εθνολαϊκισμός, ο φόβος και η ανελευθερία έκφρασης υπήρξαν τροχοπέδη σε κάθε μορφή δημοκρατίας και ανεξαρτησίας όσων εξέφραζαν διαφορετική άποψη. Η Βολφ δεν φείδεται λόγων και περιγράφει τον τρόμο γύρω από το πρόσωπό της, την περίπτωση της όπου ουσιαστικά καθρεφτίζει συνθήκες αναμφίβολα προσανατολισμένες στην φίμωσή της και στον περιορισμό της έκφρασης.
Η ανθρώπινη μοίρα μιας πόλης
“Η πόλη δεν ήταν πια ένας τόπος, είχε μεταβληθεί σε μη τόπο, δίχως ιστορία, δίχως όραμα, δίχως μαγεία, σάπια από την απληστία, την ισχύ και τη βία. Μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα σε εφιάλτες και άσκοπες δραστηριότητες, όπως εκείνοι οι νεαροί στα αυτοκίνητα, που μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο γίνονταν το σύμβολό της”. Η Βολφ αφηγείται μια ιστορία σχεδόν αυτοβιογραφική, μια γυναίκα να παρακολουθεί έξω από το παράθυρο της την εκπαραθύρωση της ίδιας της της αξιοπρέπειας. Είναι μια ιστορία βγαλμένη από τα όσα βιώνει μια πόλη και μια ολόκληρη χώρα, η ίδια χαμένη στις σκέψεις της και στον στοχασμό για αναζήτηση κάποιας ελπίδας. Οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τον φόβο να τους κυριεύει και το αβέβαιο μέλλον τους να παραμονεύει, βρίσκονται στο στόχαστρο αναίτιων επιθέσεων και αδικαιολόγητων παρακολουθήσεων. Οι άνθρωποι έχουν καταντήσει έρμαια ενός παρόντος που τους αιχμαλωτίζει στην ίδια τους τη χώρα και το ερώτημα είναι άραγε τι απομένει;
Οι κρατικές υπηρεσίες βρίσκονται σε σύγχυση και αυτές, ποιος παρακολουθεί ποιον και ποιος φοβάται την εξόντωσή του, τι μέλλει γενέσθαι. Επικρατεί ανασφάλεια, αβεβαιότητα, αστάθεια, ένας ορυμαγδός εξελίξεων καθιστά την καθημερινότητα όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο παράτολμη. Μοιάζει η πόλη με φάντασμα που αναζητά το πρόσωπό της, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η προσωποποίηση μιας κατάστασης όπου τίποτα δεν είναι στη θέση του και οι άνθρωποι νιώθουν φυλακισμένοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες καμία κοινωνική δράση δεν μπορεί να λάβει χώρα, είναι σαν ο χρόνος να έχει σταματήσει και τα πάντα να έχουν παγώσει, σαν όλοι να περιμένουν μια κάποια λύση και λύτρωση και αυτή να μην έρχεται.
“Ο οξύς, γυμνός πόνος με είχε κυριεύσει, είχε φωλιάσει μέσα μου και με είχε μεταμορφώσει σε ένα διαφορετικό πλάσμα. Αυτό χρονικά συνέπεσε με την εμφάνιση των νεαρών κυρίων έξω από την πόρτα μας, οι οποίοι βέβαια δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι δεν θα συναντιόμασταν ποτέ: Όταν αυτοί αναδύθηκαν από τον υπόγειο κόσμο τους, εγώ βυθίστηκα σε έναν άλλον και βρέθηκα σε αχαρτογράφητα νερά”. Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικά ενός βίου δίχως πυξίδα, ενός καραβιού που δεν γνωρίζει πια που πλέει αλλά κινείται ακυβέρνητο. Οι συνέπειες του πολέμου ήταν βαθιά επίπονες, ένας πόνος που διήρκησε αρκετές δεκαετίες μέχρι όλοι να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της εγχώριας καταστροφής, της ανθρώπινης διάλυσης και της κοινωνικής διαταραχής που είχε επιφέρει το τέλος του στη γερμανική κοινωνία. Η Βολφ, όρθια μπροστά στο Βατερλό που έχει χαραχτεί στις μνήμες, είναι παρούσα και με το λογοτεχνικό της ανάστημα αναζητά τη διέξοδο στο τέλμα, μιαν Ανάσταση σαν εκείνη του Τολστόι.
“Έλεγα κάθε μέρα στον εαυτό μου ότι τα προνόμια που απολάμβανα στη ζωή μου μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο αν φρόντιζα πού και πού να υπερβαίνω τα όρια της γλώσσας, έχοντας συναίσθηση του γεγονότος ότι κάθε παραβίαση των ορίων της γλώσσας είναι κολάσιμη”
“Να πάω στο μπάνιο, να κοιταχτώ στον καθρέφτη, που δεν μπορώ να τον σπάσω αφού τον έσπασαν άλλοι πριν από εμένα. Η πορεία ήταν προκαθορισμένη. Ο δρόμος στον οποίο μας έσπρωχναν είχε ασφαλτοστρωθεί”