Η νέα σειρά sub rosa των εκδόσεων Πατάκη περιλαμβάνει άγνωστα βιβλία γνωστών συγγραφέων, βιβλία διαχρονικής σημασίας όπως είναι και ο Θαμμένος ζωντανός που παρουσιάζεται εδώ. Ιδιαίτερα η βρετανική λογοτεχνία των αρχών του προηγούμενου αιώνα διαπνέεται από μία αφηγηματική δεινότητα, από έναν ξεχωριστό ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, μία έντονη έμφαση στην ανάλυση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης αλλά και μια μοναδική αίσθηση φλεγματικού και καυστικού χιούμορ που είναι έκδηλο σε κάθε σημείο της αφήγησης. Ο Μπέννετ, όπως και ο Κρίσπιν στο κινητό παιχνιδάδικο, ουσιαστικά διαμορφώνει ένα δικό του λογοτεχνικό ύφος που ακροβατεί ανάμεσα στο κοινωνικό και το προσωπικό, το εύθυμο και το δραματικό, μέσα από ένα παιχνίδι που δεν αφήνει τον αναγνώστη να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το κείμενο.
Ο Μπέννετ ειδικά “διαθέτει ακρίβεια που δεν προσεγγίσθηκε από κανέναν άλλο ρεαλιστή μυθιστοριογράφο της εποχής του και περίπλοκες ερμηνείες της κοινωνικής και προσωπικής ταυτότητας (είχε άλλωστε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο του σύγχρονου του Ζίγκμουντ Φρόυντ). Οι χαρακτήρες του είναι υπαρκτοί άνθρωποι. Ζουν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο. Τους βλέπουμε και τους ακούμε”. Τα λόγια αυτά ανήκουν στην Ελένη Κεχαγιόγλου, η οποία και έφερε εις πέρας ένα πολύ διαφωτιστικό επίμετρο άκρως αναγκαίο για την κατανόηση των όσων μετέφρασε άρτια η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου. Το κείμενο του Μπέννετ είναι εξαιρετικά πνευματώδες, ειρωνικό αλλά και ευγενές, ενώ ασκεί στον αναγνώστη μία ιδιαίτερη γοητεία καθώς τον μεταφέρει νοερά σε ένα σκηνικό που θυμίζει κλασικό θέατρο, όπως αυτό του Σαίξπηρ.
Ένας υπαρκτός “χαμένος” άνθρωπος
Ο Μπέννετ στον Πρίαμ Φαρλ, τον πρωταγωνιστή που επιστρατεύει εδώ για να μιλήσει ουσιαστικά εμμέσως πλην σαφώς για το δικό του πρόσωπο, επικεντρώνει όλο του το ενδιαφέρον και όλο το είναι. Είναι ένας άνθρωπος του καιρού του, είναι ο ίδιος μια προσωπογραφία της εποχής εκείνης, είναι ο Μπέννετ ο κυρίαρχος του παιχνιδιού του μυθιστορήματος μόνο που είναι κρυμμένος πίσω από τον επιφανή ζωγράφο που αποφασίζει να εξαφανιστεί, να υποδυθεί τον υπηρέτη του ως νεκρός, να αλλάξει την ταυτότητά του μήπως και μπορέσει να απολαύσει τη ζωή του, να ξεφύγει από μια έντονη κριτική ματιά, η οποία τον βασάνισε και τον ταλαιπώρησε. Ο συγγραφέας και ο ζωγράφος αποδεικνύουν περίτρανα την αγωνία του δημιουργού που παλεύει πρωτίστως με το είναι του και την έμπνευσή του και σε δεύτερο χρόνο με τον απαιτητικό περίγυρο.
Όπως αναφέρεται και στο επίμετρο, ο Μπέννετ υπήρξε “θύμα του μοντερνισμού” και ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής του τον έφερε σε αντίθεση με ένα από τα πιο ηχηρά ονόματα της εποχής του, την Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία και τον θεωρούσε ξεπερασμένο αν και κατόπιν εορτής τον αναγνώρισε ως τον καλύτερο κριτή της. Η υστεροφημία ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει την αγάπη του για τον Φλωμπέρ και τον Γκυ ντε Μωπασάν, λογοτεχνικούς δασκάλους που συναντάμε στον Θαμμένο ζωντανό μέσα από διαφορετικά όμως δεδομένα και με μπεννετικές πινελιές. Το μυθιστόρημα ενέχει πολλά στοιχεία τόσο από τον Φιλαράκο του Μωπασάν όσο και από την Έμμα Μποβαρύ ως προς την καταβύθιση του στον ανθρώπινο ψυχισμό, τις έντονες παλινωδίες του Πρίαμ Φαρλ που πασχίζει να κρατήσει το μυστικό του επτασφράγιστο αλλά βάλλεται από την προσωπική του ανησυχία και αμφιβολία. Ο Μπέννετ, όπως και οι δάσκαλοί του, αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και κατανοεί ενώ αναλύει τις πράξεις και τις σκέψεις του ήρωά του μέσα από μια στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση να μας προσφέρει ένα όσο πιο καθαρό ψυχογράφημα.
Πιστός στις επάλξεις της εποχής του
“Ο Άρνολντ Μπέννετ, με το έμφυτο ταλέντο του, την αφηγηματική μαεστρία και την οξεία συναισθηματική κατανόηση, ήταν σε θέση να συλλάβει στις ιστορίες του τον συνηθισμένο, τετριμμένο κόσμο στον οποίο όλοι ζούμε, με τις τραγικές αδυναμίες του, τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες και τους προσωπικούς συμβιβασμούς”. Πράγματι, η μοναδικότητα του Μπέννετ έγκειται στην ψυχανάλυση του πρωταγωνιστή του και στο γεγονός πως αφουγκράζεται τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς ενός απλού αλλά ίσως όχι τόσο κοινού ανθρώπου με την έννοια πως η καλλιτεχνική φλέβα έχει τις δικές της διακυμάνσεις και αναταράξεις. Πάντως, όπως ήταν εκείνος έτσι έχτισε και τον πρωταγωνιστή του Πρίαμ Φαρλ, ένα πρόσωπο ουσιαστικά κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση με πάθη, αγωνίες και εξάρσεις.
Ζούσε μέσα στην κοινωνία ο ίδιος αλλά παράλληλα είχε και τις έντονες αποδοκιμασίες στο πρόσωπό του και η ιδέα του θαμμένου ζωντανού ίσως να ήταν για τον ίδιο μία φαντασιακής φύσεως και πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξαφανιστεί για να δρομολογήσει την προσωπική του ηρεμία απαλλαγμένος από το άγχος της επιβεβαίωσης. Ο ζωγράφος Πρίαμ Φαρλ, μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του υμνείται από όλους, μυθοποιείται και προκαλεί ρίγη συγκίνησης στον καλλιτεχνικό χώρο ενώ ο πραγματικός Πρίαμ Φαρλ παρακολουθεί αυτόν τον κυκεώνα και την υπερβολή σε όλες τις εκφάνσεις σαν ένα φάντασμα που θέλει όμως να αποκτήσει υπόσταση, με λίγα λόγια ένας άνθρωπος σε σύγχυση. Μοιάζει η καλλιτεχνική του αξία να εκτοξεύεται αλλά ο ίδιος δεν το απολαμβάνει γιατί το μυστικό και το γεγονός πως εμφανίζεται παντού υποδυόμενος κάποιον άλλον τον έχει εξουθενώσει. Είναι ο ίδιος ένα λογοτεχνικό πορτραίτο, μια μορφή όμοια με εκείνη του Οξαποδώ που έρχεται αντιμέτωπο με την επιθυμία για μη αποκάλυψη, η οποία όμως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί, το παιχνίδι με τον χρόνο είναι επικίνδυνο.
Το σαρκαστικό ύφος του Μπέννετ και η χειμαρρώδης αλλά και τόσο εύστροφη χροιά στην αφήγηση είναι στοιχεία κυρίαρχα, αυτά μεταξύ άλλων που τον συγκαταλέγουν ανάμεσα σε έναν από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα. Και βέβαια το γεγονός πως η αναγνώρισή του ήρθε ως επί το πλείστον μετά θάνατον αποδεικνύει το μέγεθος του λογοτεχνικού του αναστήματος. “Κάποιες αλήθειες είναι τόσο παράδοξες, που σε κάνουν να νιώθεις ντροπή και ενοχή όταν ετοιμάζεσαι να τις ξεστομίσεις ͘ τις λες σαν να απολογείσαι ͘ κοκκινίζεις ͘ κομπιάζεις ͘ έχεις ακριβώς το ύφος του ανθρώπου που κανείς δεν πρόκειται ποτέ να πιστέψει ͘ μοιάζεις με βλάκα ͘ νιώθεις σαν βλάκας ͘ και οδηγείς ο ίδιος τον εαυτό σου στην καταστροφή”.