Η ιστορία γράφεται από τους πρωταγωνιστές της και αυτό είναι κάτι που έρχεται να επιβεβαιωθεί για ακόμα μια φορά στην περίπτωση αυτού του συγκλονιστικού βιβλίου που δεν είναι απλά μια ιστορία αφήγησης και μία ωραία επινοημένη ιστορία, αλλά το αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς έρευνας από μεριάς της συγγραφέως. Αποτελεί μία μοναδική μαρτυρία για την ιστορία των “Κουνελιών”, των γυναικών δηλαδή που υπέστησαν πειράματα κατά τη διάρκεια του θλιβερού όσο και καταστροφικού για την ανθρωπότητα Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου. Οι πληγές που άφησε πίσω του ο πόλεμος, πολλές, και εδώ περιγράφεται ένα επεισόδιο του πολέμου που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο γιατί φέρνει στην επιφάνεια τις αμέτρητες όσο και ασύλληπτες από το ανθρώπινο μυαλό ιστορίες βασανισμού και εξολόθρευσης αθώων ανθρώπων, ανθρώπων που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη διαστροφή μιας ομάδας αρρωστημένων όντων που θέλουν να αποκαλούνται άνθρωποι.
Ο σκληρός αγώνας για επιβίωση
“Τη νύχτα, συνδεόμασταν με τα μεγάφωνα που είχαν εγκαταστήσει στους δρόμους οι Γερμανοί για τις ανακοινώσεις τους και παίζαμε τον εθνικό ύμνο της Πολωνίας. Όσο περισσότερο πετυχαίναμε τους σκοπούς μας καταφέρνοντας να ξεγλιστράμε, τόσο περισσότερο θέλαμε να συνεχίσουμε. Ήταν σαν ναρκωτικό. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να προσέχουμε, αφού οι ναζί όχι μόνο είχαν διαλέξει το Λούμπλιν ως επιχειρησιακό τους κέντρο, αλλά παντού σε όλη την υπόλοιπη Πολωνία οι Γερμανοί κατάσκοποι είχαν αρχίσει να εντοπίζουν τις αρχηγούς του πρώην Σώματος Πολωνών Οδηγών και να τις συλλαμβάνουν”. Η μαρτυρία αυτή είναι μία από τις πολλές της Κάσια, της μίας εκ των ηρωίδων του βιβλίου που αφηγείται σημεία και τέρατα που έλαβαν χώρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρικ, εκεί όπου τόσοι και τόσοι άνθρωποι, αποκλειστικά γυναίκες, αντιμετωπίστηκαν ως μιάσματα και αποβράσματα και εξολοθρεύτηκαν δίχως κανέναν προφανή λόγο παρά μόνο από παράνοια από μία ομάδα ψυχοπαθών βασανιστών.
Ο αγώνας της επιβίωσης ήταν μία καθημερινή ανηφορική διαδρομή και ένας Γολγοθάς για αυτές τις γυναίκες, η αντίσταση δεν ήταν εύκολη υπόθεση αλλά οι γυναίκες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο αυτό, κυρίως Πολωνές και Εβραίες, επιχειρούσαν να οργανώσουν έστω και υποτυπωδώς το δικό τους σχέδιο ώστε ο υπόλοιπος κόσμος να μάθει τα βασανιστήριά τους και την εκμετάλλευσή τους ως πειραματόζωα από τους κατ’ επίφαση γιατρούς που υπηρετούσαν εκεί. Η Χέρτα Ομπερχόιζερ, η έτερη πρωταγωνίστρια που είχε τον ρόλο της εκτελέστριας των άνωθεν εντολών περί αδιανόητα οδυνηρών χειρουργικών επεμβάσεων στις γυναίκες κρατούμενες, είναι η προσωποποίηση του διαβολικού σχεδίου εξόντωσης ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε τίποτα και βρέθηκαν αιχμάλωτες στις ορέξεις των ναζιστών που διψούσαν για θανατικό.
Αναζητώντας την αλήθεια στα συρματοπλέγματα
Η Κάρολαιν, η τρίτη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, μια Αμερικάνα που αφιέρωσε τη ζωή της στην βοήθεια και την ενίσχυση των ταλαιπωρημένων αυτών γυναικών, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, μία ιδιαίτερη και ξεχωριστή φυσιογνωμία που καταδεικνύει περίτρανα πως η θέληση για προσφορά δεν μπορεί να αποτραπεί από τίποτα και κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να την σταματήσει. Γενναία, γενναιόδωρη, ειλικρινής, ανιδιοτελής πάλεψε πραγματικά με τα θηρία και πολλές φορές με κίνδυνο τη ζωή της για να σώσει γυναίκες ενώ οι πασχαλιές αναφέρονται στο δικό της κήπο, στο σπίτι της όπου και φιλοξένησε κάποιες από αυτές τις γυναίκες ανοίγοντας το σπίτι της και την καρδιά της, συμπαραστεκόμενη με όποιον τρόπο μπορούσε στην αποκατάσταση της αλήθειας και στην ανάδειξη της υπόθεσης. Η συγγραφέας δίνει χαρακτηριστική έμφαση στο ρόλο και την αποστολή της συγκεκριμένης γυναίκας ως ένα παράδειγμα προς μίμηση, μια γυναίκα στην υπηρεσία της ανθρωπιάς που τόσο επλήγη κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η συγγραφέας είναι πολλές φορές ωμή και σκληρή στις περιγραφές της αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός πως συνομίλησε με γυναίκες που επέζησαν των ολέθριων και ακατανόητων αυτών βασανιστηρίων, ερεύνησε πλήθος αρχείων για να προσφέρει στον αναγνώστη ένα βιβλίο που ακουμπά και αγγίζει ευαίσθητες πλευρές ενός πολέμου που άφησε πίσω του τραύματα και ανεπούλωτες πληγές αλλά και την ελπίδα πως τέτοιες ακατονόμαστες πράξεις δεν θα ξαναλάβουν χώρα στο εγγύς και απώτερο μέλλον. Αυτό που κατανοεί κανείς διαβάζοντας το βιβλίο είναι την αλληλοϋποστήριξη και την αλληλεγγύη των κρατουμένων που συμπεριφέρονταν η μία προς την άλλη με αδελφικό τρόπο ενάντια στον κοινό κίνδυνο του αφανισμού τους. Και βέβαια αυτό που μένει είναι πως όσες δεν άντεξαν τις κακουχίες και πέθαναν να μην ξεχαστούν ποτέ και η μνήμη τους να μείνει για πάντα χαραγμένη στις ψυχές και στις συνειδήσεις των ανθρώπων που επέζησαν από αυτό το ανεκδιήγητο κατακρεούργημα.
“Με χειρούργησαν άλλες τρεις φορές, και κάθε φορά η δοκιμασία ξανάρχιζε από την αρχή. Σε κάθε επέμβαση, ο πυρετός ήταν ψηλότερος και η ανάρρωση δυσκολότερη, λες και οι γιατροί ήθελαν να δουν μέχρι πού μπορούσαν να το τραβήξουν χωρίς να πεθάνω. Έπειτα από την τελευταία εγχείρηση, εγκατέλειψα κάθε ελπίδα ότι μια μέρα θα ξαναχόρευα κι άρχισα να εύχομαι να μπορούσα απλώς να περπατήσω. Έμενα όλη την ημέρα ξαπλωμένη ανάσκελα, σε σύγχυση, κάποιες φορές έχοντας τις αισθήσεις μου, κάποιες άλλες όχι, να ονειρεύομαι τη Mάτκα και τον Πιέτρικ και τη Νάντια, έχοντας την αίσθηση ότι βρισκόμουν και πάλι στο σπίτι μου”.