“Έρωτα, μάστιγα εσύ του Κόσμου, τρέλα. Εσύ που με τόσο εύθραυστους δεσμούς δένεσαι με την ηδονή…”. Αυτά είναι τα λόγια του συγγραφέα που και στις τρεις ιστορίες που παρουσιάζονται εδώ υμνεί τον έρωτα, αυτόν που καθ’ ομολογία του ίδιου μπορεί και ανυψώνει ενώ παράλληλα έχει την υπέρτατη δύναμη να καταδικάζει. Λάτρης ο ίδιος των γυναικών και εξαιρετικός χειριστής της γλώσσας από πολύ μικρή ηλικία, εδώ ξεδιπλώνει όλο τον εσωτερικό του κόσμο και παραδίδει στον αναγνώστη ιστορίες βγαλμένες από μία ζωή γεμάτη έρωτα που χωρίς αυτόν δεν νοείται η ύπαρξή μας. Έναν έρωτα κεραυνοβόλο και συνάμα επικίνδυνο γιατί όσο εύκολα ενώνει ανθρώπους άλλο τόσο μπορεί και τους διαλύει ενώ αποδεκατίζει τη διάθεσή τους για ζωή.
Ο ντε Μυσσέ μέσω των ηρώων του ξετυλίγει το κουβάρι της τρωτής και άστατης ανθρώπινης φύσης, αυτής που κατακεραυνώνεται από έναν έρωτα απρόβλεπτο και σαρωτικό. Η δύναμη του έρωτα που αφηγείται ο ντε Μυσσέ δεν λογαριάζει θύτες και θύματα, είναι ισχυρός σαν ηφαίστειο και ολέθριος σαν σεισμό, είναι αδίστακτος αλλά συνάμα και σαγηνευτικός για αυτό και πιάνει στα δίχτυα του τον άνθρωπο και τον χειραγωγεί ως αρχαίος θεός που είναι. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα βήματα και τις κινήσεις των αγαπημένων τους χωρίς καθαρό μυαλό, χωρίς σχέδιο υποπίπτουν σε σφάλματα και λάθος συμπεριφορές παρασυρμένοι από ένα φλογερό πάθος και έναν ασίγαστο πόθο για έρωτα.
Θνητοί αιχμάλωτοι του έρωτα
“Αν τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από την ανάμνηση της ευτυχίας, τίποτα δεν είναι πιο φρικτό από το να καταλάβει κανείς ότι η ευτυχία που ένιωσε ήταν ένα ψέμα”. Για αυτούς που θυσιάζονται για τον έρωτα και ζουν και αναπνέουν για τον έρωτα, πρόσωπα όπως ο Βαλεντίν, η κυρία Ντελωναί και η κυρία ντε Παρν, όπως η Εμελίν, ο κύριος ντε Μαρσάν και ο Ζιλμπέρ, όπως ο Τιτσιανέλλο ή Πίπο και η Βεατρίκη, όλα είναι μετέωρα, όλα είναι ρευστά και όλα είναι αόριστα για αυτό και προκαλούν πόνο, θλίψη αλλά συνάμα χαρά και ευδαιμονία. Ο ντε Μυσσέ παίζει με τους ήρωές του όπως ένα μικρό παιδί με τα παιχνίδια του και τους τοποθετεί στο επίκεντρο της αγωνίας για ένα αύριο που κανείς δεν γνωρίζει τι θα φέρει στις ζωές τους. Ίσως αυτή να είναι και η μαγεία που ο αναγνώστης ανακαλύπτει.
Οι ήρωές του είναι υποχείρια μαγνητικών ερωτικών πεδίων που κατευθύνονται σε κάθε κατεύθυνση δίχως προειδοποίηση άρα κανείς δεν μπορεί να λάβει τα μέτρα του για να προστατευτεί. Εκούσια παλεύουν δια χειρός ντε Μυσσέ με το ίδιο τους το πεπρωμένο και τον φόβο να χάσουν ό,τι είχαν ή ό,τι θεωρούν πως τους ανήκε. Αν και προφανώς κανείς δεν ανήκει σε κανέναν και οι ερωτικές ορέξεις και διαθέσεις αλλάζουν δρομολόγια χωρίς ενημέρωση του επιβατικού κοινού. Οι πρώτες δύο ιστορίες μοιάζουν να είναι το ίδιο νόμισμα με διαφορετική σύνθεση μιας και στις Δύο ερωμένες πρωταγωνιστεί το δίπολο ένας άντρας δύο γυναίκες ενώ στην Εμελίν μια γυναίκα και στην αντίπερα όχθη δύο άντρες. Και εδώ έρχεται να τεθεί το εύλογο ερώτημα: πόσο εύκολο είναι να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο αγάπες και πόσο εύκολο είναι να αποφασίσεις να πεις το όχι και να ανοίξεις πληγές όταν γνωρίζεις την ευαλωτότητα του ανθρώπου που θες να πλήξεις;
Προφανώς τα παραπάνω ερωτήματα δεν βρίσκουν εύκολα απάντηση για αυτό και οι ανθρώπινες σχέσεις περνούν από ζώνες απαγορευμένες και δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Αυτό υπαινίσσεται άλλωστε και ο συγγραφέας και στις δύο πρώτες ιστορίες όπου τα συναισθήματα είναι έντονα, οι εξάρσεις φλογερές και οι αντιδράσεις είναι ικανές να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε ακραίες συμπεριφορές. Ο Βαλεντίν για παράδειγμα αρνείται να πάρει αποφάσεις που μπορούν να καταστρέψουν μία από τις δύο ερωμένες ευρισκόμενος σε κατάσταση αμφιβολίας για ποιαν αγάπη από τις δύο να διαλέξει. “Εκείνοι που διασκεδάζουν με το να ξεγελούν τους άλλους, καμαρώνουν συνήθως γι’ αυτό ͘ φαντάζονται ότι αποκτούν με αυτό τον τρόπο κάποια υπεροχή απέναντι στα κορόιδά τους ͘ είναι όμως πολύ παροδική, και που οδηγεί; Τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το να κάνεις κακό σε κάποιον”.
Ο ντε Μυσσέ, αυτός που ένιωσε τον έρωτα να τον κυριεύει για την επίσης συγγραφέα Γεωργία Σάνδη, η οποία αποτελούσε μήλο της έριδος και για τον Σοπέν – είχαν σχέση για πάνω από δέκα χρόνια αλλά τελικά χώρισαν – είναι αυτός που με καρδιά και ψυχή παιδιού έδωσε στον αναγνώστη του τον παλμό της ερωτικής ανισορροπίας που πλήττει κάθε ανθρώπινο ον και τον βγάζει πολλές φορές εκτός λογικής. Ο ίδιος άλλωστε είχε δηλώσει πως “έχω ανάγκη να γνωρίζω τα πάντα και θέλω να γνωρίζω τα πάντα. Όχι εξ’ ακοής, αλλά μέσα από τον εμπειρία!”. Όλα αυτά που καταγράφει και στις τρεις ιστορίες δεν είναι συμβάντα και γεγονότα εκτός πραγματικότητας, είναι στιγμές και εμπειρίες που πολύ πιθανόν ο ίδιος έζησε στην σύντομη αλλά ταραχώδη ζωή του και εμείς ως δέκτες του σημαντικού του έργου ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση αυτού του ιδιαίτερου δημιουργού και λεξιπλάστη.
“Είναι σχεδόν εξακριβωμένο ότι αυτοί που εξοικειώνονται με οποιονδήποτε κίνδυνο καταλήγουν να τον αγαπήσουν”
Από την νουβέλα Οι δύο ερωμένες
“Στους εραστές άμα ζητεί κανείς ν’ αρέσει,
Λίγο θέλει από την φλόγα του έρωτα να καεί”
Από την νουβέλα Εμελίν