“Το σύμπαν είναι ένα βιβλίο, από το οποίο έχεις διαβάσει την πρώτη μόνο σελίδα, όταν έχεις δει μόνο τη χώρα σου”. Αυτό το υπέροχο απόφθεγμα ανήκει στον συγγραφέα αυτού του βιβλίου, Μονμπρόν, ένα ιδιαίτερο και εκκεντρικό πρόσωπο, έναν μποέμ τύπο που σύχναζε σε κακόφημα στέκια και σε οίκους ανοχής. Ο τρόπος γραφής του εξαιρετικά θεατρικός και πολύ προκλητικός, πρόκειται για μία φυσιογνωμία όχι ιδιαίτερα αρεστή από το καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής του σε σημείο τέτοιο άλλωστε που καθόλου δεν είχε εκτιμηθεί από τον σύγχρονό του Ντιντερό, ο οποίος τον χαρακτήριζε άνθρωπο με άσπλαχνη καρδιά. Μαθαίνουμε πως τον παρουσίαζε ως “συγγραφέα κάποιων φυλλάδων, στις οποίες διακρίνουμε πολλή χολή και ελάχιστο ταλέντο”.
Ο Μονμπρόν είχε μεταφράσει πολλά βιβλία, ανάμεσα στο οποίο και το περίφημο αγγλικό μυθιστόρημα Fanny Hill του John Cleland, ένα επίσης πολύ έντονο ερωτικό και περιπαικτικό σύγγραμμα της εποχής που ανήκει στα κορυφαία του ερωτικού είδους αλλά και με θεατρικότητα όμοια με αυτή που ο αναγνώστης ανακαλύπτει εδώ. Ο Μονμπρόν γράφει αυτό το βιβλίο το 1741, μια εποχή όπου επικρατεί σχετική λογοκρισία και οι συγγραφείς δέχονται πλήγμα από το βασιλικό καθεστώς για προσβολή των ηθών και σκανδαλώδεις αφηγήσεις. Ο Μονμπρόν, όπως και ο ντε Σαντ, θα φυλακιστεί δύο φορές και θα δεχτεί έντονη κριτική στο έργο του. Παραμένει πάντως μέχρι και σήμερα ένας άνθρωπος των γραμμάτων, με πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο έχοντας συγκεντρώσει στο βιβλίο του Κοσμοπολίτης ή Πολίτης του κόσμου, γραμμένο το 1750, όλες του τις αναμνήσεις από τα ταξίδια του ανά την Ευρώπη.
Ένα παραμύθι με πολλά μηνύματα
Όπως ο ντε Σαντ, έτσι και ο ντε Μονμπρόν, με το δικό του προσωπικό ύφος βάλλει κατά της Εκκλησίας και της υποκρισίας της, δίνοντας λόγο σε πρωταγωνιστές κληρικούς, οι οποίοι εισβάλλουν στα σπίτια και με πρόσχημα την ιερή αποστολή τους καταφεύγουν σε πρωτοφανή αίσχη που δεν συνάδουν με αυτό που πρεσβεύουν. Οι κληρικοί αυτοί έχουν κύριο ρόλο στην αφήγηση του Μονμπρόν, ο οποίος επιστρατεύει όλη του την θεατρικότητα στις περιγραφές των σκηνών σε σημείο που το περιεχόμενο καταντά παρωδία, με σκοπό βέβαια να καταδείξει την ακολασία και την αναισχυντία της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής του. Μας προσφέρει ένα πανόραμα των ερωτικών περιπτύξεων που λάμβαναν χώρα στο βασιλικό περιβάλλον, που όμως ο απλός λαός δεν επιτρεπόταν να μάθει για να μη θιγεί το κύρος της εξουσίας. Οι ακρότητες των ηθών, η ασυνέπεια λόγων και έργων στους βασιλικούς κύκλους και η αποκάλυψη μέσω τέτοιων συγγραμμάτων των όσων συνέβαιναν στα έγκατα της βασιλικής αυλής σε συνδυασμό με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του λαού είναι αυτά που οδήγησαν μεταξύ πολλών άλλων στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.
Η ιστορία του Μονμπρόν έχει χαρακτηριστικά από αρχαία ελληνική κωμωδία, από έργα όπως οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και το Χίλιες και μια νύχτες. Η Καλλιόπη Μανδηλαρά στην διαφωτιστική εισαγωγή της αναφέρει: “Ο συγγραφέας επιλέγει να μεταμορφώσει τον ήρωά του, κάνοντάς τον έτσι αόρατο μάρτυρα των πιο προσωπικών στιγμών και ερωτικών περιπτύξεων των ιδιαιτέρως αυθεντικών πρωταγωνιστών της κάθε ιστορίας”. Ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται από ιππότης σε καναπέ, δεχόμενος την τιμωρία ενός φανταστικού προσώπου, της άσχημης και κακότροπης Βατραχένιας αφού δεν κατάφερε να ικανοποιήσει τις ηδονικές της ορέξεις και τις ερωτικές της επιθυμίες. Είχε προηγηθεί η συνεύρεση με την υπέροχη Εαρινή με την οποία συμφώνησαν να πουν ψέματα στην μοχθηρή και απωθητική Βατραχένια.
“Μια όμορφη ύπαρξη είναι διπλά όμορφη όταν μακριά από το να περηφανεύεται για τα δώρα που την έχει προικίσει η φύση, τα θεωρεί κατώτερα από ό,τι είναι και δεν βιάζεται ποτέ να τα επιδείξει”
Είναι σαφές πως το κωμικό στοιχείο είναι παρόν και πρωταγωνιστεί σε κάθε πτυχή της ιστορίας έτσι ώστε η υπερβολή, όπως άλλωστε και στον Αριστοφάνη, να συνδράμει στο ξεμπρόστιασμα και την αποκάλυψη όλων των σημείων εκείνων που οι ακόλαστοι κληρικοί προσπαθούν να αποκρύψουν. Ουσιαστικά, ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, ιππότης Κόμοδος, λόγω της ιδιότητάς του ως καναπές είναι αυτός που παρουσιάζει και αφηγείται με λεπτομέρεια όλες τις σκηνές στις οποίες υπήρξε παρών λόγω της μεταμόρφωσής του. Ευφάνταστα σκηνοθετημένο και εύστροφα διαμορφωμένο στήνεται δια χειρός Μονμπρόν το θεατρικό σκηνικό και ο αναγνώστης μπορεί και κοιτάει σαν σε κλειδαρότρυπα όσα εκτυλίσσονται πίσω από τις κουρτίνες της απόλαυσης επί του καναπέ με μάρτυρα τον ίδιο τον καναπέ που κανείς δεν ξέρει τι κρύβει στα σπλάχνα του.
Ο Γκιγιόμ Απολιναίρ, που αναμφίβολα πήρε στον 20ο αιώνα την σκυτάλη από συγγραφείς όπως ο Μονμπρόν, ο Κρεμπιγιόν, ο Μιραμπώ και ο Ρετίφ ντε λα Μπρετόν, στα βιβλία του όπως οι Έντεκα Χιλιάδες βέργες και τα Κατορθώματα του νεαρού Δον Ζουάν ξεδιπλώνει την δική του ματιά στα ερωτικά δρώμενα προκαλώντας και αυτός με τη σειρά του σκάνδαλο. Σχετικά με αυτό το βιβλίο μας καταμαρτυρά πως “Ο καναπές στο χρώμα της φωτιάς ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού και παράλληλα στην ερωτική λογοτεχνία {…} Είναι ένα παραμύθι, ένα γαλλικό όμως παραμύθι, και ως δείγμα της εποχής του μας πληροφορεί για τα ήθη της”. Ο καναπές στο χρώμα της φωτιάς παραμένει διαχρονικό ανάγνωσμα διότι αποκαλύπτει πως οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως παραμένουν ίδιοι και απαράλλαχτοι επαναλαμβάνοντας με την ίδια ζέση τα ίδια ανίερα σφάλματα.
“Το πνεύμα του ηδονισμού και της ελευθεριότητας έχει τόσο εξαπλωθεί στους κοσμικούς, που διακινδυνεύουμε τα πάντα όταν τους συναναστρεφόμαστε. Οι περισσότεροι απατεώνες αφού πρώτα ξεγελάσουν την αθωότητά του, θα σε εγκαταλείψουν ή θα σε παρασύρουν μαζί τους στους δρόμους της ανομίας”