“Όλοι οι ήρωες του Μπαλζάκ βιώνουν μια τέτοια κρίση καθώς πορεύονται στη ζωή. Καθένας τους γίνεται στρατιώτης στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, προελαύνοντας με χαρά πάνω από τα πτώματα των σκοτωμένων. Ο καθένας πρέπει να διασχίσει τον Ρουβίκωνα, ο καθένας πρέπει να βιώσει το Βατερλό του. Ο Μπαλζάκ μας δείχνει ότι η ίδια μάχη λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από το πού βρισκόμαστε, είτε σε παλάτια, είτε σε καλύβες, είτε σε ταβέρνες ͘ ότι κάτω από την αμφίεση των ιερέων, των γιατρών, των στρατιωτών, των δικηγόρων βράζουν οι ίδιες ορμές” γράφει σε ένα από τα επίμετρα ο Στέφαν Τσβάιχ που έχει ασχοληθεί με τη βιογραφία του και μπορεί και διεισδύει μοναδικά στον τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος συγγραφέας διαχειρίζεται την έννοια άνθρωπος.
Στη Μασιμίλα Ντόνι, ο Μπαλζάκ για μία ακόμα φορά εξισώνει κάτω από την ίδια στέγη και με το ίδιο ακριβώς πρόσημο τους πρωταγωνιστές του, οι παλλόμενοι από τα πάθη και τις συγκινήσεις τους δέχονται τα χτυπήματα του έρωτα και υπόκεινται σε καυτά διλήμματα. Προβάλλουν τους πειρασμούς τους, τις έντονες εξάρσεις και τις επιθυμίες τους, οι άνθρωποι είναι όλοι ίδιοι μπροστά στον έρωτα. Να σημειωθεί πως εκτός από έναν πολύ συνειδητοποιημένο μοναχό της τέχνης του και πιστό και ταπεινό της τέκνο, υπήρξε αδιαμφισβήτητα και ένας εραστής ακαταμάχητος, ένας γυναικάς και ένας γόης όχι τόσο από την πλευρά της ομορφιάς του – δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος – όσο της κομψότητάς του και της αριστοκρατικής του αύρας παρόλο που δεν ήταν αριστοκράτης.
Αυτό όμως που εξέπεμπε ως προσωπικότητα και λόγω και των γνώσεών του σαγήνευε τον γυναικείο πληθυσμό και για αυτό ο έρωτάς του για μία γυναίκα έπρεπε να εμπεριείχε πρώτα το εγκεφαλικό ερέθισμα. Διατηρούσε ακατάπαυστα την ερωτική του ζωή σε κορύφωση γιατί όπως έλεγε «στον έρωτα, όπως και στο κυνήγι, η πραγματική ευχαρίστηση είναι στο καρτέρι» και ως γνήσιος δανδής φρόντιζε να προκαλεί με την παρουσία του και τον ευγενή του λόγο χωρίς όμως να ευτελίζει τα ήθη και τις αρχές, τις οποίες πρέσβευε.
Ατέρμονος παρατηρητής των ερωτικών παθών
Ο Μπαλζάκ, πιστός στην ψυχανάλυση των ηρώων του, οι οποίοι δεν είναι προϊόν της φαντασίας του αλλά βγαλμένοι από την ίδια τη ζωή και τη δική του προσωπική παρατήρηση των όσων συμβαίνουν γύρω του στην κοινωνία, σκιαγραφεί τις προσωπογραφίες τους και μας τους προσφέρει γυμνούς και αδύναμους ενώπιόν μας. Ο αναγνώστης γίνεται έτσι κατόπιν και δικής του επιθυμίας ο κριτής της ιστορίας και οι χαρακτήρες βρίσκονται σαν πηλός στα χέρια του για να τους σμιλέψει, να τους πλάσει και να τους κρίνει με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Οι συναισθηματικές ανισορροπίες, ο εσωτερικός κόσμος τους που αναστατώνεται, οι ερωτικές παλινωδίες τους και τα σφάλματα που τους κοστίζουν ακριβά αποτελούν όλα αυτά μέρη ενός επικίνδυνου και επισφαλούς παιχνιδιού από το οποίο κανείς δεν εξαιρείται και κανείς δεν ξεφεύγει, οι πρωταγωνιστές του Μπαλζάκ είναι απόλυτα εύθραυστοι και ευάλωτοι, έρμαια της μοίρας τους.
“Ο πρίγκιπας έβλεπε στα φλογισμένα μάγουλα της αγαπημένης του ένα χαρούμενο σπινθήρισμα όμοιο μ’ εκείνο που προαναγγέλλει μια μέρα του καλοκαιριού πάνω από τις χρυσαφένιες θημωνιές. Είχε την καρδιά βαριά από όλο το συσσωρευμένο αίμα που την πίεζε ͘ νόμιζε πως άκουγε μια συμφωνία με αγγελικές φωνές, και θα ‘δινε τη ζωή του για να ξανανιώσει την επιθυμία που τον είχε κυριεύσει χτες βράδυ, την ίδια ακριβώς ώρα, με τη μισητή Κλαρίνα ͘ αλλά δεν ένιωθε καν ότι έχει ένα κορμί”. Επηρεασμένος από τη ζωή του στην Ιταλία και εμπνευσμένος από τα μουσικά δρώμενα στα οποία ήταν παρών ο Μπαλζάκ γράφει αυτό το βιβλίο στην ίδια λογική με την ανθρώπινη κωμωδία ή βιβλία όπως η Σεραφίτα όπου η αγάπη και ο έρωτας έχουν τον πρώτο λόγο και οι άνθρωποι γίνονται τα απόλυτα θύματά τους, παραδομένοι στην άστατη φύση τους.
“Η σύγχρονη μουσική, που θέλει μια βαθιά ηρεμία, είναι η γλώσσα των τρυφερών ερωτευμένων ψυχών που τείνουν προς μια ευγενή και εσώτερη ανάταση. Η μουσική έκφραση, άπειρα πλουσιότερη από αυτήν του λόγου, αποτελεί για τη γλώσσα το ανάλογο της σκέψης για την ομιλία ͘ αφυπνίζει τις αισθήσεις και τις ιδέες στην ίδια τη μορφή τους, εκεί όπου μέσα μας σχηματίζονται οι ιδέες και οι αισθήσεις, αφήνοντας όμως να παραμείνουν αυτό που είναι για τον καθένα μας”
Ο έρωτας για τη μουσική και τη γυναίκα
Ο πρίγκιπας Εμίλιο και η δούκισσα Μασιμίλα Ντόνι συνδέονται άμεσα με έναν έρωτα, ο οποίος παραμένει όμως ανεκπλήρωτος και πλατωνικός, ανταλλάσουν μεταξύ τους τα πιο όμορφα και τρυφερά λόγια, βυθίζονται σε μηνύματα αφοσίωσης, λάμπουν από τα ζεστά βλέμματα που ο ένας εκπέμπει στον άλλον αλλά κάτι μοιάζει να τους ξεφεύγει από την απόλυτη ολοκλήρωση αυτού που μοιράζονται. Ο Εμίλιο βρίσκεται παράλληλα αιχμάλωτος της υπέροχης παρουσίας της Κλάρας Τίντι που τον έχει παγιδεύσει με τη γοητεία του κορμιού της και τον έχει σημαδέψει το καλλίγραμμο, φλογερό και ερεθιστικό σώμα της καλώντας τον σε ένα ανυπέρβλητο δίλημμα, σε μία εσωτερική πάλη να επιλέξει ανάμεσα στην άδολη αγάπη της “αγνής ψυχής και την αγάπη της ευερέθιστης Σικελής”. Ποιον δρόμο άραγε να διαλέξει και ποιο μονοπάτι να βαδίσει για να μην προδώσει αυτό που έχει ήδη χτίσει με πολύ κόπο;
“Παντρεμένοι μόνο στον ουρανό, οι δύο εραστές αλληλοεκστασιάζονταν στην πιο καθαρή μορφή δύο ψυχών που πυρπολήθηκαν και ενώθηκαν μες στον ουράνιο φως, φωτοβόλες εικόνες για τα μάτια που τα άγγιξε η πίστη, εύφορες προπαντός για ατελείωτες απολαύσεις που η παλέτα ενός Ραφαέλο, ενός Τιτσιάνο, ενός Μουρίλο μπόρεσε να τις αποδώσει, και πού τις αναγνωρίζουν στους πίνακές τους μόνο όσοι τις έχουν νιώσει”. Με ένα ευρύ καλλιτεχνικό “οπλοστάσιο” στα χέρια του ο Μπαλζάκ εξιστορεί και αφηγείται το ειδύλλιο με τη συνδρομή των γνώσεών του για τη μουσική, τη ζωγραφική και τις τέχνες προσφέροντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να γνωρίσει την εποχή και τον τρόπο διασκέδασης. Ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά την κομψότητα, το υψηλό του πνεύμα και την αισθητική του αντίληψη, όντας ο ίδιος ένθερμος θαμώνας των οπερών του Ροσσίνι και του Μότσαρτ που είδε ιδίοις όμμασι στο θέατρο Φενίτσε, το πιο ξακουστό θέατρο της Βενετίας όπου και εκτυλίσσεται επί το πλείστον η ιστορία.
Φαντάζεται κάποιος τον Μπαλζάκ να κάθεται στα θεωρεία και να παρατηρεί τον κόσμο, τις τρυφερές στιγμές, την αβρότητα αλλά και τα ερωτικά τερτίπια των κυριών προς τους κυρίους τους και εκείνον να υφαίνει στον αργαλειό της σκέψης του τη ροή και την εξέλιξη της ιστορίας που έχει σκοπό να γράψει. Κατόπιν τούτου, να αποσύρεται στο καταφύγιο του, όταν αυτό το απαιτούσε έτσι ώστε να παρατηρεί σαν γυπαετός από τον ουράνιο θρόνο του τους ανθρώπους, να τους ακτινογραφεί με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνος γνώριζε και έπειτα να καταγράφει όσα συνέλαβε το άγρυπνο μάτι του. Η Ανθρώπινη κωμωδία στην οποία αφοσιώθηκε κατά τον μισό αιώνα στον οποίο έζησε αποτέλεσε το φανάρι και την πυξίδα για τους περισσότερους λογοτέχνες που ακολούθησαν και αυτό γιατί πάντοτε υπήρξε αταλάντευτος στην ακόλουθη ρήση του και δεν παρέκκλινε από αυτήν: «Ο λογοτέχνης πρέπει να απεικονίζει την εποχή του πραγματικά όπως είναι».
“Η ψυχή της γυναίκας έχει απίστευτες δυνατότητες να εναρμονίζεται με τα αισθήματα ͘ χρωματίζεται με το χρώμα, πάλλεται με τη μουσική που κουβαλά ο εραστής ͘ έτσι η δούκισσα παρέμενε σκεφτική. Οι ερεθισμοί που προκαλεί το άλας της φιλαρέσκειας δεν μπορούν να τονώσουν την αγάπη όσο η γλύκα του αμοιβαίου αισθήματος. Οι προσπάθειες της φιλαρέσκειας είναι σημάδια έντονα ενός χωρισμού που, αν και εφήμερος, δυσαρεστεί ͘ ενώ αυτό το ομοιοπαθητικό μοίρασμα είναι προάγγελος της αδιάλειπτης ένωσης των ψυχών”.