“Αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή” έχει δηλώσει ο Χέμινγουεϊ για το Παρίσι, όπου έμελλε να γίνει το πεδίο δράσης καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων και άλλων δημιουργών. Το Παρίσι αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό στην περίοδο του μεσοπολέμου και αποτέλεσε το ιδανικό χωνευτήρι σκέψης και παραγωγής έργων με παρέες όπως αυτές που συγκεντρώνονταν γύρω από την εμβληματική Γερτρούδη Στάιν. Η συγγραφέας με την έρευνά της μέσα από βιβλία που αναφέρονται στην εποχή αλλά και με όπλο την εξαιρετική αφήγησή της, μας μεταφέρει νοερά στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, στην Παμπλόνα, την Αυστρία ακολουθώντας το νήμα της ζωής του κορυφαίου Έρνεστ Χέμινγουεϊ και της πρώτης γυναίκας του, της Χάντλι Ρίτσαρντσον.
Ο γλυκός έρωτας της νιότης
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το 1920 βρίσκεται στην Αμερική στα πολύ πρώτα συγγραφικά του βήματα, αναζητά τα πατήματά του και την λογοτεχνική του ταυτότητα και εργάζεται ως δημοσιογράφος για τα προς το ζην. Η Χάντλι Ρίτσαρντσον, μια νεαρή κοπέλα, συντηρητική θα την ονόμαζε κάποιος και αρκετά εσωστρεφής, αναζητά και εκείνη μια συντροφιά, κάποιον που να τη βγάλει από το συναισθηματικό κενό της και τη μιζέρια που βιώνει. Οι δύο τους συναντιούνται εντελώς απροσδόκητα, θα έλεγε κάποιος πως η μοίρα είχε βάλει για καλά το χέρι της γιατί αυτή η σχέση ήταν και επεισοδιακή, συναισθηματικά ασταθής, είχε πολύ όμορφες αλλά και δύσκολες στιγμές όμως χρονικά ήταν μια σημαντική στιγμή και για τους δύο, ήταν δίχως άλλο σημαδιακή και για τους δύο.
Αρχίζει να δημιουργείται ένα ειδύλλιο, το οποίο θα μετατρεπόταν σε ερωτικό σκίρτημα και σε μιαν αγάπη αμφίδρομη και εξαρτητική. Ο ένας θα ζει για τον άλλον, θα σκέφτεται τον άλλον, θα ανησυχεί για τον άλλον, ο ένας θα λείπει στον άλλον. Το Παρίσι στο οποίο μετακόμισαν από πολύ νωρίς για να μπορέσει ο Χέμινγουεϊ κυρίως να ανοίξει τα συγγραφικά φτερά του και να γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους, αποτέλεσε ίσως και την ταφόπλακα για την σχέση τους. Εκείνη την περίοδο στο Παρίσι, δηλαδή την δεκαετία του 1920, υπήρχε μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευδαιμονίας που παρέσερνε τα πάντα στο διάβα της, ένας ποταμός χαλαρών ηθών με άφθονο ποτό και ατελείωτα μεθύσια, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε κάποτε γράψει ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ: “να γράφεις μεθυσμένος και να διορθώνεις ξεμέθυστος”.
Στους ρυθμούς μιας ξέφρενης ευζωίας
Ο πυρετός της διασκέδασης, της ανεμελιάς και των ξέφρενων πάρτυ έδινε και έπαιρνε και κανείς δεν ξέφευγε, ειδικά αν ήταν επιρρεπής όπως και ήταν ο Έρνεστ, ευρισκόμενος βέβαια και στο κέντρο των εξελίξεων και των επιρροών. Η Χάντλι πάλι έχοντας βρεθεί και έχοντας συναινέσει να μεταβεί σε μια ξένη χώρα αποκλειστικά και μόνο για να στηρίξει τον άντρα της στο νέο του αυτό ξεκίνημα είχε να αντιμετωπίσει τις ψυχολογικές του εξάρσεις και την ιδιοσυγκρασία του που μεταλλασσόταν συνεχώς και από την άλλη την ίδια της την στενοχώρια γιατί ήταν για αυτήν ένα σημαντικό βήμα, μία πολύ σοβαρή απόφαση αλλά ένιωθε μόνη. Σε μία ξένη πόλη και μακριά από τα οικεία της πρόσωπα βίωνε δύσκολες και αρκετά μοναχικές ώρες περιμένοντάς τον να γυρίσει από την καθημερινή του συγγραφική επιχείρηση σε διάφορα καφέ της πόλης με κύριο το Closerie des Lilas όπου και κυρίως σύχναζε για να απομονωθεί και να γράψει.
Ο παρισινός κόσμος τους είχε τα όμορφα και τα άσχημα, είχε στιγμές ανείπωτης χαράς και μέθεξης όπως η γέννηση του παιδιού τους, είχε πολλά ταξίδια, είχε συναντήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους κάποιες από τις οποίες μετατράπηκαν σε πολύτιμες φιλίες, είχε όμως από την άλλη και πολύ δραματικές στιγμές όπως το γεγονός πως ο Έρνεστ είχε ιδιαίτερη αγάπη για τις γυναίκες και αυτό προκαλούσε εύλογα την ζήλια της Χάντλι και προξενούσε συνεχείς καυγάδες και εντάσεις μεταξύ τους. Επιπλέον, ο οξύθυμος χαρακτήρας του Χέμινγουεϊ και η επερχόμενη και αναμενόμενη εκδοτική του επιτυχία άρχισαν να τον επηρεάζουν αρνητικά διώχνοντας μακριά τους μέχρι πρότινος μέντορές του όπως ο Σέργουντ Άντερσον και η Γερτρούδη Στάιν, τους οποίους πια αγνοούσε. Το ποτό είχε και αυτό μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην πολλές φορές αγενή του και άσεμνη συμπεριφορά σε σημείο που να μην κατανοεί τις πράξεις του.
“Η μοναξιά τον έκανε να πίνει πολύ, και όταν έπινε δεν κοιμόταν, και όταν δεν κοιμόταν ανασύρονταν από τα βάθη οι κακές φωνές και οι κακές σκέψεις, και τότε έπινε ακόμη πιο πολύ για να τις κάνει να σωπάσουν. Και παρότι δε μου το είχε ομολογήσει, εγώ ήξερα ότι υπέφερε που με είχε πληγώσει τόσο πολύ με την απάτη του. Και πονούσα που υπέφερε. Έτσι σε μπερδεύει η αγάπη”. Είναι χαρακτηριστικό αυτό το απόσπασμα της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών που ζούσαν στο έπακρο τα συναισθήματά τους και ήταν πραγματικά μία σχέση πόθου και παθών, η οποία πέρασε από σαράντα κύματα. Ο Χέμινγουεϊ βέβαια θα παντρευόταν άλλες τρεις φορές αλλά μοιάζει η πρώτη αγάπη να ήταν και παντοτινή όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου.
Αυτό που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι μία όμορφη και συγκινητική αναδρομή στο παρελθόν και μπορώ να πω πως διακατέχεται ήδη από την αρχή από εξαιρετική ανυπομονησία για την εξέλιξή του ενώ με ιδιαίτερη ζέση εντρυφά στην ιστορία γιατί είναι σαν να ζούμε τα γεγονότα και να είμαστε εκεί παρόντες και θεατές. Η συγγραφέας καταφέρνει και ξεδιπλώνει μέσα από την ιστορία της ένα ολόκληρο κινηματογραφικό σκηνικό που αναβιώνει πρόσωπα και πράγματα της περιόδου εκείνης με αναφορά σε πραγματικά πρόσωπα όπως ο Σκοτ και η Ζέλντα Φιτζέραλντ, ο Έζρα Πάουντ, ο Τζον Ντος Πάσσος. Και βέβαια το μεγαλύτερο κέρδος είναι για αυτόν που θα θελήσει να μάθει ακόμα περισσότερα η παραπομπή σε βιβλία γραμμένα εκείνην την περίοδο ή για εκείνη την περίοδο. Τα καλά βιβλία εξάλλου είναι σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία, το ένα σε οδηγεί στο επόμενο.
“Κάποιοι είπαν ότι έπρεπε να είχα παλέψει πιο σκληρά ή για πιο πολύ καιρό για τον γάμο μου, αλλά εντέλει το να παλεύω για μια αγάπη που είχε ήδη χαθεί ήταν σαν να προσπαθώ να ζήσω στα συντρίμμια μιας ρημαγμένης πόλης”.
“Η γραφή ήταν για τον Έρνεστ ό,τι ήταν για άλλους ανθρώπους η θρησκεία”.
“Όταν ξυπνάω, μου έγραφε, οι προτάσεις είναι εκεί και με περιμένουν, μου φωνάζουν να τις γράψω στο χαρτί. Είναι εκπληκτικό, Τέιτι. Βλέπω το τέλος από εδώ και είναι υπέροχο”.