“…κάτω από τον χλιαρό ήλιο ενός πρωινού του Οκτώβρη, θόρυβοι γεννιούνται, αποσπώνται παράξενα από τη σιωπή όπως αποσπάται από το όνειρο η απότομη κίνηση ενός κοιμωμένου – η λευκή μπάρα ενός ξύλινου φράχτη τρίζει, ένα κουδούνι αντηχεί επί ώρα από τη μια ως την άλλη άκρη του ανυπόμονου δρόμου”. Ο αναγνώστης ήδη από την πρώτη σελίδα προετοιμάζεται για ένα ομιχλώδες αφηγηματικό τοπίο και μέσω της πραγματικά εξαιρετικής μετάφρασης της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου μεταβαίνει σε μία αινιγματική στρατόσφαιρα από την οποία ίσως και να μην βγαίνει ποτέ, ακόμα και όταν οι σελίδες αυτές τελειώσουν. Και αυτό γιατί απομένει ένα τεράστιο ερωτηματικό, μια αέναη απορία ίση με την αινιγματική σφίγγα που δεσπόζει στη γη της Αιγύπτου.
Ο Γκρακ είναι κορυφαίος Γάλλος συγγραφέας, είναι αυτός που επηρεάστηκε βαθιά από το σουρεαλιστικό βιβλίο Νάτζα του Αντρέ Μπρετόν, στον οποίο και αφιέρωσε το δικό του βιβλίο Στον πύργο του Αργκόλ, το οποίο και έγραψε το 1938. Ο Γκρακ απέσπασε το 1950 το βραβείο Goncourt, ωστόσο πιστός στις πεποιθήσεις του και τα πιστεύω του το αρνήθηκε ͘ λίγο πριν είχε εξαπολύσει δριμεία επίθεση στα λογοτεχνικά βραβεία καθώς και στη σύγχρονη λογοτεχνική κουλτούρα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου φυλακίστηκε μαζί με άλλους αξιωματικούς του Γαλλικού στρατού ενώ υπήρξε σθεναρός πολέμιος της προδοτικής κυβέρνησης του Βισύ, η οποία και συνθηκολόγησε με τους Ναζιστές για να τύχει ευμενούς μεταχείρισης.
Η έλευση ενός εκκεντρικού άντρα
Ποια είναι αυτή η αλλόκοτη φυσιογνωμία, αυτός ο γοητευτικός άνδρας που εμφανίζεται στο Ξενοδοχείο των κυμάτων και αναστατώνει τον πληθυσμό που απολαμβάνει την ηρεμία της θάλασσας και τη ζέστη του ήλιου; Τι ζητά αυτός ο αινιγματικός όσο και αμφιλεγόμενος ως προς τη συμπεριφορά του γητευτής, έχουν δηλητήριο τα δίχτυα της σαγήνης του; Με τρόπο εξαιρετικά παρθένο και με δεξιοτεχνία θα προκαλέσει πλήθος ερωτημάτων, θα δώσει αφορμή για συζητήσεις και προβληματισμοί σε όλους τους παριστάμενους θα γεννηθούν. Είναι άραγε μία επικίνδυνη και απόκοσμη μορφή ή απλά προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις με την ηγεμονική και παράξενη παρουσία του; Ο Γκρακ διαθέτει μία ασυγκράτητη και χειμαρρώδη ποιητικότητα στο λόγο του που αιχμαλωτίζει, διαθέτει έναν συνεχή στροβιλισμό στις περιγραφές του και μία σαγήνη στον τρόπο που τοποθετεί τον νεοφερμένο ήρωά του στο χώρο και τον χρόνο σε σημείο τέτοιο που ο αναγνώστης γίνεται “θύμα” του και έρμαιο της γοητείας αυτής.
Η ιστορία εξελίσσεται βαθμιαία και παρόλο το γεγονός πως δεν υπάρχουν απότομες μεταβολές αλλά δίνεται η δυνατότητα για διαχείριση της πορείας των συμβάντων, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα πραγματικό φαινόμενο, με έναν Βάκχο ή έναν Σάτυρο που αφήνει τους πάντες ενεούς. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλλόκοτη συμπεριφορά του και έρχονται στιγμές που ο μεφιστοφελικός και καταιγιστικός εκφραστικός του τόνος καθιστά το περιβάλλον άντρο μαγνητικών πεδίων και επικίνδυνης εκτροπής. Οι παριστάμενοι βιώνουν δίχως άλλο μία πρωτόγνωρη εμπειρία και κρέμονται από τον αλλόκοτο αυτό επισκέπτη που στοιχειώνει τις στιγμές τους, θολώνει το μυαλό τους, ερεθίζει την περιέργειά τους και ανάβει φλόγες στις μεταξύ τους σχέσεις. Εκείνος στο δικό του μετέωρο βήμα του πελαργού δείχνει νηφάλιος, σίγουρος, ένας αγαλμάτινος ήρωας που κανείς δεν τον ταράζει.
Μέσα στο απειλητικά σύνθετο μυαλό ενός ξένου
“…ο Άλαν, όπως ήδη καταλάβατε, δεν είναι ένα συνηθισμένο άτομο: είναι από κείνους για τους οποίους δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε ούτε τις πιο ασήμαντες αναμνήσεις, τα πιο αμφίβολα ίχνη, χωρίς να βρεθούμε αναπάντεχα μπροστά σε σκοτεινές διόδους – όπως ένα μυθικό δάσος ξαφνικά μεγαλύνει με τις σκιές του τις απόκρυφες γωνιές του και δεν υποδέχεται πλέον τον ήλιο στις σκεπαστές αλέες του παρά μέσα σε ιριδισμό, όπως σε κάποια αλλόκοτη ομίχλη του πελάγους”. Αυτός ο Άλαν μοιάζει ξένο σώμα, βαδίζει το δικό του δρόμο και δίχως να γνωρίζει τις επιπτώσεις της παρουσίας του στους γύρω του προκαλεί σεισμικές δονήσεις που μετατρέπουν το Ξενοδοχείο των κυμάτων σε ένα δραματικό τόπο όπου όλα ανακατεύονται, όλα αμφισβητούνται και η ανησυχία και η αγωνία ζωγραφίζονται στα πρόσωπα, σαν τον άνδρα που ατενίζει την φύση στον περίφημο πίνακα του Φρίντριχ.
Πρόκειται μαζί με την συνοδό του, μια κάποια εκθαμβωτική Ντολόρες, για ένα είδος φαντάσματα από αυτά που είχαν στοιχειώσει τον Πόε και τον Ρεμπώ ή μήπως έχουμε να κάνουμε με ένα ζευγάρι πλασμάτων που μοιάζει να έχουν έρθει από άλλη συμπαντική πραγματικότητα και για αυτό κανείς δεν μπορεί να τους ψυχογραφήσει και να τους κατανοήσει αλλά απλά τους αποδέχεται; Η απόπειρα συνομιλίας ενός εκ των πρωταγωνιστών μαζί του δεν εξομαλύνει την αναστάτωση ούτε και σβήνει από τα πρόσωπα την αγωνία και την τύχη των διακοπών τους, με ποιον έχουν μπλέξει και τι αναζητά αυτός ο σκοτεινός ιππότης στο καλοκαιρινό θέρετρο; Όλα μοιάζουν ρευστά σαν την λάβα του ηφαιστείου και κανείς δεν γνωρίζει εκ προοιμίου αν θα σαρώσει αυτή τα πάντα στο πέρασμά της και αν ο Άλαν και η μυστηριώδης γυναίκα θα είναι οι υπαίτιοι.
Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, ο Γκρακ γράφει το μυθιστόρημα σε ένα απομακρυσμένο γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων, κάτι που απαντά εν μέρει σε κάποιες εικασίες για το ποιον των χαρακτήρων του. Η ζωή μετά το πέρας του πολέμου δεν θα είναι ποτέ πια ίδια και οι αναμνήσεις από αυτόν θα περάσουν χρόνια για να σβηστούν, όλα μοιάζουν τόσο μάταια που ο διάβολος μοιάζει να έχει βρει χώρο να δράσει και ο θάνατος που έχει ήδη ποτίσει το έδαφος θέλει να διεισδύσει ακόμα περισσότερο. Μοιάζει δηλαδή ο θάνατος να είναι ωσεί παρών και ένα μαύρο πέπλο να έχει σκεπάσει με την έλευση του Άλαν τις ζωές των ανθρώπων, μία αλλαγή στον τρόπο θέασης των πραγμάτων, ένας κυκεώνας συγκλονιστικών επιδράσεων λαμβάνει χώρα. Ο Γκρακ στοχάζεται με ένταση πάνω σε διάφορες ερμηνείες των όσων παρατηρεί, γίνεται ο ίδιος θεατής ενός τραγικού έργου με ένα τέλος που κανείς δεν γνωρίζει ενώ ο σαιξπηρικός κόσμος του Μάκβεθ μοιάζει να αναβιώνει και οι στάχτες από το καμένο δάσος της ανθρωπότητας να είναι μέρος ενός καθηλωτικού σκηνικού που κανέναν δεν ξεπερνά.
“Ναι, ήταν όλα ήδη αποφασισμένα. Και ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω, πριν απ’ αυτές τις μακρόσυρτες εβδομάδες, σε ποιο βαθμό ο θάνατος, ακόμα και χωμένος μέσα σε μια βαλίτσα, μπορούσε να είναι τόσο ενοχλητικός, τόσο σκανδαλώδης, τόσο δύσκολο να τον κρύψεις”.
“Όταν κάποιος έχει γεννήσει στους άλλους υψηλότερους προσδοκίες, υπάρχει μια σκοτεινή απαίτηση να εκπληρώσει κάτι, να μην αφήσει τα πράγματα να κατρακυλήσουν – να κάνεις πάντοτε το βλέμμα των πιστών του να υψώνεται – να αναλωθεί μέσα στο στόμα τους που πάντα πεινάει για κάτι καυτό, για μια αιώνια τροφή…”