Ο Ναμπόκοφ στο βιβλίο “Το Μάτι” γράφει: «Ένας άνδρας που έχει αποφασίσει να αυτοαφανιστεί έχει ήδη απίστευτα απομακρυνθεί από τις εγκόσμιες υποθέσεις, και το να καθίσει να γράψει τη διαθήκη του θα ήταν, εκείνη τη στιγμή, μία πράξη τόσο παράλογη όσο το να κουρδίσει το ρολόι του, μια που μαζί μ’αυτόν θα αφανιζόταν κι ο κόσμος όλος». Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου αυτού, ένας ήρωας που ξεπηδά μέσα από τον πανδαμάτορα χρόνο του Οδυσσέα Ελύτη και διατρέχει την ιστορία και την πραγματικότητα της εποχής του για να μας επανασυστηθεί και να μας γνέψει με την αφήγηση της ζωής του κάτι από το ποίημα του παρελθόντος που φρόντισε να ξεδιπλώσει ενώπιόν μας. Η αφήγηση είναι ένας κυκεώνας συμβάντων που μοιάζουν σαν να αναδύονται μέσα από τα σπλάχνα του, όπως η Αφροδίτη μέσα από το περίφημο κοχύλι του Μποτιτσέλι. Ο χάρτης της ζωής του ξετυλίγεται για να πορευτούμε και εμείς σαν τον Μέγα Αλέξανδρο που δεν ξέρει τι ζητά παρά μόνο την αυτοικανοποίηση και μία κάποια λύτρωση στα αδιέξοδά του, την αιώνια φυγή του νου του.
Η γλυκόπικρη γεύση του χρόνου
Ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός για να ξετυλίξεις το κουβάρι μιας ζωής και ποτέ κανείς δεν βγαίνει αλώβητος και ατάραχος από την τριβή με το παρελθόν. Ειδικά μάλιστα όταν αυτό στριφογυρίζει και γλυκοκοιτάζει το παρόν σαν την μέλισσα γύρω από το λουλούδι που προσπαθεί να προσγειωθεί για να τραφεί. Εδώ περιγράφονται τα πρόσωπα μίας άλλης εποχής που όμως ακόμα και σήμερα συνεχίζει να υπάρχει γιατί οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν να φωτογραφίζουν τις στιγμές τους και την μοναδικότητά τους. Ο Ξένιος εδώ έχει τον τρόπο να παρασέρνει το κοινό του σε μονοπάτια κάθε φορά διαφορετικά, με μία γλώσσα καθηλωτική και ζωντανή εξουσιάζει τον αναγνώστη και τον αγκαλιάζει στην ιστορία σαν ο ίδιος να είναι παρατηρητής και συνοδοιπόρος.
Ο Ξένιος χτίζει με δεξιοτεχνία και απόλυτη προσήλωση το οικοδόμημα που θα γίνει τελικά η προσωπογραφία του Άλκη Δομέστικου. Ένας άνδρας εκκεντρικός, διανοούμενος, όμορφα παράξενος, δάσκαλος στη ζωή και φιλόσοφός της, ένας ιδιάζων διανοούμενος που ακροβατεί ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, ένας ιδανικός αυτόχειρας, ένας κουρασμένος φιλόσοφος που πασχίζει να πιαστεί από το χέρι μιας νεότητας που βλέπει να αργοσαλεύει. “Ο Άλκης Δομέστικος έδινε στο “φυσιολογικό” πολύ συγκεκριμένη φόρτιση, πολύ διαφορετική από αυτήν που έδινε στον όρο η γυναίκα του {…} Στις ιδιότυπες μελαγχολίες της γυναίκας του, που με τον καιρό πύκνωναν, αναγνώριζε το δικό του σκοτάδι. Παρά την προφανή φθορά του έρωτά τους, μέσα του παλλόταν το κείμενο της πρώτης τους συνάντησης”.
Άνθρωποι βαμμένοι στα χρώματα της ζωής
Οι χαρακτήρες που μας αναλύει έχουν μία αρχαιοελληνική διάσταση, ποιος ξέχασε την περιπλάνηση του Οδυσσέα σε άγνωστες πλην φιλόξενες χώρες, ποιος δεν θυμάται το ταξίδι του Ιάσωνα στον δρόμο της αναζήτησης μαζί με τους αργοναύτες του σε τόπους μακρινούς και επικίνδυνους. Στον Ξένιο αναβιώνει εκείνη η Ελλάδα που παλεύει μέσα από αντίξοες συνθήκες και στέκεται στα πόδια της, απλοί άνθρωποι που δεν ζήτησαν πολλά αλλά έφτασαν μακριά πιστεύοντας στον εαυτό τους απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή σαν αυτή να ήταν η τελευταία.
Οι ήρωες του Ξένιου και κυρίως ο πρωταγωνιστής Άλκης Δομέστικος, είναι φυσιογνωμίες οικείες, είναι μάρτυρες μίας άγριας ομορφιάς και ενός χρόνου που πληγώνει αλλά συνάμα χαροποιεί. Η νοσταλγική διάθεση και το άνοιγμα του χρονοντούλαπου της ιστορίας δεν άφησε ποτέ κανέναν ασυγκίνητο. Ο συγγραφέας, στο γνωστό ρόλο του ηθογράφου, κινηματογραφεί με την πένα του και ακουμπάει στο χαρτί τις κατάλληλες λέξεις που θα φτιάξουν το παζλ των αναμνήσεων. Αφηγήσεις ανθρώπων που ταξίδεψαν και κόπιασαν, που άλλοτε δίστασαν και άλλοτε τόλμησαν, που αναμετρήθηκαν με τις δυσκολίες και τις χαρές, με την ξενιτιά και την απόσταση, με την λογική αλλά και το ένστικτο αλλά ποτέ δεν μετάνιωσαν για τη ζωή που διάλεξαν και πορεύτηκαν σε αυτή γενναίοι και γελαστοί, πλην όμως μόνοι. Και τώρα με το βλέμμα στο παρελθόν καταθέτουν το βιος τους δίχως καμία επιφύλαξη.
Αυτές είναι οι ζωές των ανθρώπων του Νίκου Ξένιου που είναι γεμάτες συναίσθημα και αγωνία, ζωές που βάδισαν στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια αλλά η γεύση από το σεργιάνι σε θάλασσες ξένες και σε σώματα άγνωστα έχουν τη γλύκα τους. Ο συγγραφέας εδώ οδηγείται και εμπνέεται από την ιστορία του ταλαιπωρημένου ελληνικού χωροχρόνου, ο οποίος είναι ποτισμένος από τόσα γεγονότα δραματικά, απώλειες ανθρώπων και συνειδήσεων, ονομάτων και ταυτότητας αυτών σαν το άρωμα της ιστορίας να μην έχει εξατμιστεί και να αιωρείται σαν σύννεφο ακόμα πάνω από τις ζωές, ένα πέπλο που ασυνείδητα μπλέκει, ντύνει και στοιχειώνει.
Μιλώντας και πάλι για το φυσιολογικό, ο Ξένιος επανέρχεται με μία χαρακτηριστική περιγραφή των όσων εξελίσσονται στο μυαλό του πρωταγωνιστή του μέσα στη δίνη των πολύπλοκων σκέψεών του, μέσα στην προσωπική καταδίκη που επιθυμεί να γευτεί αλλά πάντα τελικά ξεγλιστρά. Τελικά τι του απόμεινε από μία ζωή ολόκληρη, μέσα από ποιες θάλασσες λυτρώθηκε και μέσα από ποια κύματα δροσίστηκε ώστε να μην πνιγεί; Τα λόγια του έχουν την γλύκα τους: “Δεν πρέπει να κλείνουν βουνά τη θέα των ανθρώπων, δεν είναι νορμάλ. Θα έπρεπε ν’ ανοίγει το μάτι τους, να ξανοίγει η σκέψη τους, να είναι ελεύθεροι. Για να γεννούν ελεύθεροι τα παιδιά τους και ν’ αφήνουν τα άλλα παιδιά, τα αγέννητα, να πλανώνται πάνω από το πέλαγο”. Σκόρπιες σκέψεις βαλμένες πάνω στο τραπέζι της ενδελεχούς και ασταθούς περίσκεψής του, ένας φιλοσοφημένος ιππότης δίχως άλογο πια, ένα ξεχασμένο θύμα της αλλόκοτης ιδιοσυγκρασίας του.
“Όπου δεν υπάρχει θάλασσα ή άνοιγμα στον ορίζοντα, έλεγε ο Άλκης, οι άνθρωποι έρχονται και γίνονται στεγνοί και φοβισμένοι, και δεν θέλουν πολλά πολλά. Χωρίς αυτό το περιθώριο ανάσας κλείνει ο νους τους. Έτσι είναι οι καμπίσιοι άνθρωποι. Ενώ οι βουνίσιοι έχουν πανοραμική θέα κι είναι πιο σκληροτράχηλοι και μαχητές”.
“Η λογοτεχνία, έλεγε, οφείλει να μεγεθύνει τη φρίκη, να σπάει την πέτρα ανοίγοντας νέα μονοπάτια, να οικοδομεί και να κατονομάζει νέους κόσμους αθανασίας, να τους εποικίζει με ανθρώπινα όντα και να μετατρέπει το πένθος τους σε μεγαλείο”.