Αν έχει κάποιος ταξιδέψει στο Μπέργκαμο, το οποίο βρίσκεται μία ώρα από το Μιλάνο, θα βρεθεί κατευθείαν μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα που ο συγγραφέας Γιάκομπσεν θέλει να δημιουργήσει. Μία πόλη που χωρίζεται στην παλιά πόλη, που δεσπόζει ψηλά και στην νέα πόλη που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Είναι μία πόλη όπου μοιάζει ο χρόνος να μην την έχει πειράξει, σαν να βγήκε από κινηματογραφικό σκηνικό και πίνακα της Αναγέννησης και προκαλεί δέος στον εκάστοτε επισκέπτη. Οι δρόμοι της παλιάς πόλης είναι στενά σοκάκια όπου ο χρόνος έχει παγώσει και ο Γιάκομπσεν βρήκε ιδανική ευκαιρία κατά την παραμονή του στην περιοχή να την θαυμάσει και να χτίσει μια ιστορία μακάβρια αλλά και βαθιά συμβολική και αλληγορική. Το Μπέργκαμο όπως και αρκετές περιοχές της Γηραιάς ηπείρου είχαν δεχτεί κατά τον μεσαίωνα το πλήγμα της θανατηφόρας πανούκλας που οδήγησε στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Με αφορμή τη μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας του ανθρώπου για την οποία ακόμα και σήμερα υπάρχουν τόσα και τόσα ερωτηματικά, ο συγγραφέας διεισδύει στις στοές της ανθρώπινης και κοινωνικής κρίσης και θέτει τον αναγνώστη ενώπιον του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα κείμενο γοτθικό, σαν η σκηνή να εκτυλίσσεται αποκλειστικά μέσα σε καθεδρικό ναό και τα πολλές φορές παράξενα όντα που κοσμούν τον ναό να πρωταγωνιστούν και να κατατρέχουν τους πιστούς. Σκοτεινό διήγημα με έντονους συμβολισμούς από έναν δεξιοτέχνη του λόγου και της αφήγησης που ύμνησαν τόσο ο Ίψεν όσο και ο Ρίλκε, ο οποίος έγραφε: “Απ’ όλα μου τα βιβλία, λίγα μου ‘ναι απαραίτητα ͘ δυο τους βρίσκονται πάντα ανάμεσα στα πράγματά μου όπου κι αν πάω. Τάχω κ’ εδώ, τώρα, κοντά μου: τη Βίβλο, και τα βιβλία του μεγάλου Δανού Jens Peter Jacobsen”.
Ένας εκκεντρικός και σκοτεινός παραμυθάς
Η παραπάνω δήλωση είναι απόδειξη της μεγαλοφυΐας του Δανού λογοτέχνη που έφυγε νωρίς από τη ζωή έχοντας όμως αφήσει παρακαταθήκη κείμενα με μεγάλο στοχαστικό εύρος και μέγεθος, ακολουθώντας ένα δικό του αφηγηματικό ύφος που δεν ήταν αμιγώς μυθιστορηματικό. Ο ίδιος υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, καλλιτέχνης και κινείται στα χνάρια του συμπατριώτη του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Σε αντιδιαστολή με την νουβέλα Μόγκενς – η οποία κυκλοφορεί επίσης στη σειρά Micromega λογοτεχνία από τις εκδόσεις Ροές – όπου εκεί υμνεί τη φύση, την οποία τοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του, εδώ ο συγγραφέας καταπιάνεται με τον θρησκευτικό κόσμο της εποχής, την ανθρώπινη αντίδραση στο κακό και την προσπάθεια επεξήγησης του φαινομένου της πανούκλας.
Αν κοιτάξει κανείς τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος έπασχε από πολύ μικρή ηλικία από φυματίωση, ουσιαστικά γράφει για όλα αυτά που θέλει να ζήσει, διψά για ζωή και το καταθέτει με κάθε ευκαιρία και αυτή η αρρώστια που έμελλε να του στερήσει τελικά μια τέτοια ζωή όπως την περιγράφει, εκείνος την μετατρέπει σε ανείπωτη χαρά με όπλο τη δύναμη της θαρραλέας ψυχής του. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στο δεύτερο διήγημα της παρούσας έκδοσης με τίτλο “Εδώ θα ‘πρεπε να ‘ταν ρόδα”, όπου το πνεύμα της αφήγησης δεν πάει βαθιά όπως στο πρώτο, δεν έχει φιλοσοφική διάσταση και όμως υπάρχει διάχυτη η επιθυμία για ποιητικότητα και λυρισμό μέσα από ένα κείμενο χαρούμενο, τρυφερό με πολλές εικόνες που παραπέμπουν σε σαιξπηρικό περιεχόμενο με έντονο συναισθηματισμό.
Ο Γιάκομπσεν έχει τη νιτσεϊκή διάσταση στο μυαλό του, είναι ένας συγγραφέας που μόνο με την Πανούκλα στο Μπέργκαμο θα αρκούσε για να μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας καθώς ξεδιπλώνει όλη την υποκριτική στάση του ανθρώπου μπροστά στα θεϊκά σημάδια που αρνείται να κατανοήσει και πέφτει βουτηγμένος μέχρι το κεφάλι στα νερά της αυτοκαταστροφής του. Με την πρώτη ευκαιρία, ο άνθρωπος αναζητά το κακό δίπλα του, αφήνει την λογική του χαμένη στη μετάφραση και επιστρατεύει το ανέκαθεν διαχρονικό του μικρόβιο προς την αμαρτία, την απιστία. Η πανούκλα είναι ένα προφητικό σημάδι από τον Θεό όπως σήμερα οι φωτιές και οι πλημμύρες στα μήκη και πλάτη του κόσμου ή απλά μία τυχαία σύμπτωση, μία δυστυχής συγκυρία που θα περάσει; Ή μήπως είναι η δική του – του ίδιου του συγγραφέα – κάθοδος στον δρόμο της Κολάσεως λόγω της αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε για όλη του τη ζωή;
Εμπνευσμένος από την τραγικότητα της πανούκλας
Αυτή η πανούκλα ήταν μήπως τα προεόρτια μίας κατάβασης στην Κόλαση, την οποία όλοι φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι; Ποιος άραγε μπορούσε να ξεφύγει από το μένος του Θεού και να προβλέψει τα μελλούμενα; “Μα ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας, πάτε να ψελλίσετε σεις όπως και τ’ άλλο “δεν είμαστε πια κάτω απ’ το Νόμο”! – κ’ εγώ σας λέω πως κανείς, κανείς από σας δεν θα γλυτώση την Κόλαση, κι ούτε μισό σιδερένιο δόντι του κολαστήριου τροχού του μαρτυρίου δε θα προσπεράση τη σάρκα σας”. Με την πρώτη ευκαιρία οι άνθρωποι βυθίζονται στον πανικό και σπέρνουν μεταξύ τους το διχασμό και την μοχθηρία, χωρίζονται σε μέτωπα και καταδικάζονται σε τιμωρία για τα όσα οι ίδιοι πράττουν αφού εκδηλώνουν μία έπαρση και πλείστες αδυναμίες.
Ο Γιάκομπσεν πάει πέρα από το καλό και το κακό και δίνει την ευκαιρία στον άνθρωπο της εποχής του να αναλογιστεί τα λάθη του, τις παραλείψεις του, να σκεφτεί και να συσκεφθεί, να φιλοσοφήσει, να μη ζει για να ζει αλλά να μελετήσει τον κόσμο γύρω του. “Το διήγημα είναι απότοκος της στροφής των ενδιαφερόντων του προς την καλλιτεχνία (κι ιδιαίτερα την ιταλική ζωγραφική, της οποίας επέδρασαν έντονα στους γυναικείους τύπους του Niels Lyhne)”. Και πράγματι τόσο στο Μιλάνο, από το οποίο σίγουρα πέρασε, όσο και από άλλες πόλεις της Ιταλίας στις οποίες ταξίδεψε δεν μπορεί παρά να ήρθε σε επαφή με τους Αναγεννησιακούς καλλιτέχνες και να είδε από κοντά έργα των μεγάλων Ιταλών δημιουργών που τον ενέπνευσαν να αποτυπώσει λογοτεχνικά όσα είδε με τα μάτια του. Εξάλλου, είναι γνωστός ο θαυμασμός των Βόρειων κατοίκων προς το μεσογειακό τοπίο που είναι συνυφασμένο με την ιστορία των τόπων αυτών.
Ο Γιάκομπσεν, με την κάθοδό του στην ιταλική επικράτεια, διαφαίνεται πως επηρεάστηκε βαθιά κάτι που δεν κρύβει και με όπλο την ανάγκη του να εκφράσει με λόγια τις παρατηρήσεις του και όσα θαυμαστά είδε έγραψε ένα έργο για το οποίο γράφτηκε το παρακάτω χαρακτηριστικό: “αρκεί ένα τέτοιο για να καθιερώση μια μεγαλοφυΐα, χωρίς να είναι ανάγκη να γράψη αυτή τίποτε άλλο”. Και μην ξεχνάμε και αργότερα τον Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος και αυτός ακολουθώντας ίσως και τα χνάρια του Γιάκομπσεν έγραψε το περίφημο αλληγορικό μυθιστόρημα “Πανούκλα“, ένα έργο που μνημονεύεται για την σκληρότητα των περιγραφών αλλά και τις αλήθειες που πρεσβεύει. Τέλος, να σημειωθεί πως τόσο η μετάφραση όσο και οι σημειώσεις είναι έργο του Ήρκου Αποστολίδη που το απέδωσε στα ελληνικά με επιτυχία.
“Σήμερα σκάμε στο φαί – αύριο κάτω από τη γη!…” Λες κ’ είχαν γράψει τούτα τα λόγια με νότες μελωδικές, να τις παίζουν στα πιο διαφορετικά όργανα, σε μια συναυλία ατέλειωτη της Κόλασης”.
“Σε μια γωνιά όμως του μυαλού τους υπήρχε κάποιο μικρό κατάλοιπο τρέλλας, που τούτη την παράνοια την έπιανε”.