“Όταν ήρθε το καλοκαίρι, όταν ο κόσμος στένεψε από τις φυλλωσιές και τα άνθη, σκάρωσα μιαν απόχη και βάλθηκα να κυνηγώ πεταλούδες. Αυτή ήταν η ειδικότητά μου: να τριγυρνώ με ελευθερία ξέγνοιαστη ή να ξαποσταίνω κατά το κέφι μου ͘ μα και στα σάλτα ήμουν καλός, σαν την πιο ζωηρή ακρίδα”. Ο κόσμος του Βίλχελμ Μπους είναι ένα σκηνικό αλλόκοτο, εκκεντρικό, σκοτεινό και γκροτέσκο αλλά συνάμα τρυφερό, όμορφο και συγκινητικό που βγαίνει από εκείνο των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ αλλά και των φιλοσοφικών αινιγμάτων που προκύπτουν από την προσπάθεια να ερμηνεύσει ο αναγνώστης ό,τι καταφέρει. Πρόκειται για ένα κείμενο έντονα αμφιλεγόμενο και πολυσχιδές, μία αφήγηση που δεν αναλύεται εύκολα και μοιάζει με γρίφο που αναζητά την λύση του.
Το επικίνδυνο πέταγμα της πεταλούδας
Ο Μπους θεμελιώνει από τις βάσεις του μία πραγματικότητα που παραπέμπει σε ντιβάνι ψυχολόγου όσο ξεδιπλώνει την ιστορία και τον κόσμο στον οποίο ζει ο ήρωάς του, κυνηγώντας ένα άπιαστο όνειρο, αυτό της πεταλούδας αλλά παράλληλα αγνοώντας και τους κινδύνους αυτού του κυνηγιού. Η εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης είναι μία περιπέτεια όμοια με του Μόγλη, ένας έφηβος εδώ βέβαια και όχι ένα παιδί όμως η κοινή συνισταμένη είναι η άγνοια του κινδύνου που ελλοχεύει και αυτό είναι βασικός παράγοντας. Έξω εκεί στην ζούγκλα του κόσμου ο ήρωας του Μπους είναι αντιμέτωπος με θηρία μικρά και μεγάλα, πώς άραγε θα ανταποκριθεί; Ο πρωταγωνιστής Πέτρος φέρει αυτό το όνομα και ίσως το όνομα αυτό να μην είναι μια τυχαία επιλογή από μέρους του συγγραφέα μιας και ο μαθητής του Ιησού μετά την άρνηση του δασκάλου του περπάτησε τον δρόμο της αμφιβολίας και ζήτησε τις εξηγήσεις από τον Θεό του για αυτή του την πράξη μέχρι να βρει τον τρόπο να βγει στην Ρώμη με τα κλειδιά του οίκου του.
Μέσα σε έναν κόσμο ιδανικό όπως εκείνος τον είχε φανταστεί ξεκινάει το ταξίδι του κυνηγιού μιας πεταλούδας που για αυτόν είναι η προσωποποίηση της ελπίδας και του ονείρου και έτσι πορεύεται χωρίς όμως ουσιαστικά πυξίδα, χωρίς σχέδιο και βρίσκεται ενώπιον διλημμάτων και αποφάσεων που όμως ως έφηβος δεν έχει την ωριμότητα να ζυγίσει. Συνεπώς, καθίσταται έρμαιο της ίδιας του της ουτοπικής αντίληψης των πραγμάτων, καθίσταται ο ίδιος πεταλούδα στην θέση της πεταλούδας και βιώνει κάτι σκληρό, αδυσώπητο, εχθρικό και απειλητικό μαζί σαν γνωρίζει τη μάγισσα Λουκίνδη από την οποία μαγεύεται. Το ίδιο συμβαίνει σαν έρχεται σε επαφή με την πονηριά της αλεπούς του Αισώπου που εδώ βρίσκεται μεταμορφωμένη στον Νάτση, αυτόν τον πανούργο και κατεργάρη που τον παρασύρει σε άνομες και ανήθικες δραστηριότητες γιατί τον βρίσκει ευάλωτο και εύθραυστο πιόνι στην σκακιέρα του.
Ο Πέτρος είναι ένας αφελής, άκακος και εύπλαστος χαρακτήρας, είναι ένας έφηβος όμοιος με εκείνον του Ντοστογιέφσκι, μία ψυχή αγαθή που συναντά τους λάθος ανθρώπους και έλκεται από την ομορφιά της περιπέτειας, αρέσκεται να ξετρυπώνει σε διάφορα σημεία και να γεύεται τους καρπούς της ανεμελιάς και της ελευθερίας του μακριά από τα δεσμά ενός σπιτικού που έχει κανόνες. Αυτή όμως η έλλειψη συντονισμού και σαφούς πορείας με απώτερο στόχο την αρπαγή της πεταλούδας που όμως συνεχώς του ξεφεύγει και αλλάζει μορφές, είναι ένα παιχνίδι ναι μεν σαγηνευτικό, ερεθιστικό και συναρπαστικό αλλά τον οδηγεί σε σφάλματα, τον μεταμορφώνει σε κάτι που δεν είναι και δεν μπορεί να προβάλλει αντιστάσεις σε πειρασμούς σαν αυτόν της Λουκίνδης. Σαν ένας άλλος Αδάμ του προπατορικού αμαρτήματος και αυτός γίνεται πηλός στα χέρια μιας γυναίκας που αυτή σαν άλλη Εύα του προσφέρει την χαρά του μήλου και αυτός με ορμή σπεύδει να το δαγκώσει δίχως καν να συνειδητοποιήσει την πράξη του.
Τα σημάδια και το φως της ελπίδας
Η μάγισσα αυτή και ο πειρασμός που του προσφέρει με την παρουσία της ως ένα υπέροχο πιάτο, το οποίο επιθυμεί διακαώς να γευτεί σαν το σπουργίτι που μόλις άνοιξε τα φτερά του και δεν γνωρίζει τις παγίδες που τον περιμένουν, είναι για αυτόν ένα ναρκωτικό και η απουσία της του δημιουργεί στερητικό σύνδρομο, μία κακή συνήθεια από την οποία συνέρχεται μόνο στο τέλος όταν βιώνει ολοκληρωτικά ένα αίσθημα φόβου και απειλής. Η ελπίδα όμως για αυτόν δεν έχει ακόμα σβήσει, ως έφηβος έχει τη δυνατότητα να οραματίζεται έναν καλύτερο κόσμο, λιγότερο μνησίκακο και μοχθηρό και πιστεύει σθεναρά ακόμα και τώρα στο έσχατο άκρο, λίγο πριν τον γκρεμό σε μία αλλαγή. Έτσι ο ίδιος αναφωνεί: “Πριν όμως προχωρήσει η σκέψη μου, ξεπετάχτηκε μέσα από το λαχανοχώραφο η πεταλούδα μου, με ξανανιωμένη λάμψη, τόσο ζωηρή και φανταχτερή όσο ποτέ δεν την είχα ξαναδεί”.
Το βιβλίο διαθέτει δύο εξαιρετικά συμπληρωματικά κείμενα υπό μορφή επιμέτρου, το ένα από την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη και το άλλο από τον συγγραφέα Νικήτα Σινιόσογλου. Αξίζει ο αναγνώστης να τα μελετήσει μετά την ανάγνωση του κειμένου για να προσπαθήσει από την μεριά του να προσεγγίσει με την βοήθειά τους το εξαιρετικό αυτό κείμενο του Μπους πολύ ωραία και ποιητικά μεταφρασμένο από τον Γιάννη Κοίλη. Η κ. Κριτσέλη στο δικό της κείμενο εν είδει δοκιμής ανάγνωσης και προσέγγισης του έργου του Μπους αναφέρει χαρακτηριστικά: “{…} στην Πεταλούδα το Κακό έχει διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία. Ο Πέτρος κατά την περιπλάνησή του συναντά παντού ανάμεσα στους ανθρώπους την εχθρότητα, τον κυνισμό, την απάτη και την υποκρισία. στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας έχει στήσει τον θρόνο του ο ίδιος ο σατανάς {…}”.
Το κείμενο έχει πολλούς συμβολισμούς, είναι ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους με πολλά μηνύματα που για να τα αφομοιώσει κάποιος αξίζει να το διαβάσει και να το ξαναδιαβάσει, τα χαρακτικά του Μπους είναι η πρόσθετη καλλιτεχνική πινελιά σε ένα κείμενο κόσμημα που έχει διδάγματα να περάσει και σκέψεις να προκαλέσει. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι πια ο ίδιος μετά την ανάγνωσή του, όπως και ο ίδιος ο Μπους δεν θα ήταν πια ο ίδιος μετά την συγγραφή αυτής της αλληγορικής ιστορίας που ταράζει τα νερά της ψυχής. Σαν την πεταλούδα η ψυχή μας πρέπει να αδειάσει, να γίνει ανέμελη, να πεταρίζει και να λούζεται στο ποτάμι μιας νέας θέασης των πραγμάτων, έχοντας αφήσει πίσω μάγισσες και πονηρές αλεπούδες.
“Ο βοσκός, ένα μικρόσωμο γεροντάκι με τρίγωνο καπέλο, έπλεκε μια γαλάζια κάλτσα ͘ κι από ετούτον τον αγνό άνθρωπο της φύσης αποφάσισα για άλλη μια φορά να ζητήσω στα σοβαρά να μάθω, μήπως κι ήξερε που πέφτει η πόλη Λοξονέρι”
“Τα παιδιά, μέσα στην αφέλειά τους, ολοένα ρωτούν και ξαναρωτούν: γιατί; Ο μυαλωμένος αυτό δεν το κάνει πια ͘ επειδή το κάθε γιατί, όπως από καιρό τώρα γνωρίζει, δεν είναι άλλο από την άκρη μιας κλωστής που τελειώνει σε κείνο το χοντρό κουβάρι του άπειρου με το οποίο δεν ξεμπλέκεις με τίποτα, όσο κι αν τυλίγεις και ξετυλίγεις”