Χούλιο Κορτάσαρ, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, Εκδόσεις Opera

Οι συγγραφείς, τόσο στην νεανικότητά τους όσο και στην ωριμότητά τους, μοιάζει να θέλουν να πειραματίζονται περισσότερο από ποτέ. Ο Χούλιο Κορτάσαρ σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων φαίνεται να συμπυκνώνει με μία έκφραση ελευθερίας και ανεξαρτησίας όλο του το πνευματικό γίγνεσθαι και τις φιλοσοφικές και άλλες ανησυχίες του. Ο συγγραφέας του κορυφαίου βιβλίου “Το κουτσό” μας επανασυστήνεται με μία συλλογή που μοιάζει με γόρδιο δεσμό που χρειάζεται λύση. Αινιγματικός, πολυσχιδής, μυστηριώδης, ξεδιπλώνει όλο εκείνο τον οίστρο του και μας παραδίδει ιστορίες που τόσο λογοτεχνικά όσο και νοηματικά ανησυχούν τον αναγνώστη και όταν εξέρχεται του μεγάρου της αφήγησης κοιτάει πίσω του μήπως και καταλάβει τι συνέβη εντός.

Στον αστερισμό της ερμηνείας της ζωής

ΔΕΙΤΕ ΤΟ!

Τα διηγήματα διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, μοιάζουν με αλυσιδωτές όμως αντιδράσεις μιας βασικής παραμέτρου, αυτής της διαρκούς αναζήτησης μέσα από μία ποιητικότητα, μία λυρικότητα αλλά και έναν μεταφυσικό κόσμο που δύσκολα ερμηνεύεται. Θαρρώ πως η μαγεία του Κορτάσαρ εκεί έγκειται, στο ότι δηλαδή ο αναγνώστης και μελετητής του δύσκολα τον αποκρυπτογραφεί, δύσκολα τον αναλύει γιατί ο συγγραφέας ο ίδιος πλέει στα δικά του νερά, τα ταραγμένα και γιατί και ο ίδιος αναζητά τις δικές του στεριές. Όλες οι ιστορίες διαπνέονται από μία διάσταση θεατρικού δρώμενου με την έννοια πως ο Κορτάσαρ γράφει και σκηνοθετεί παράλληλα ένα σκηνικό όπου ανεβάζει τους πρωταγωνιστές του να παίξουν ένα έργο που ξετυλίγεται σε συνέχειες και μέσα εκεί καθρεφτίζεται ο ίδιος. Πρόκειται από μέρους του για μία αλληλουχία δυσερμήνευτων κειμένων που σκοπό δεν έχουν μόνο να μας συγκινήσουν αλλά και να προσπαθήσουμε να μπούμε στο μυαλό του.

Στην πρώτη ιστορία με τίτλο “Προσανατολισμός των γατών” επιλέγει, όπως άλλωστε σε όλες τις ιστορίες, έναν πολύ εκκεντρικό τίτλο θυμίζοντας κάτι από Μπορίς Βιάν. Και εμείς ως αναγνώστες ερχόμαστε αντιμέτωποι με την περιγραφή της ζωής μιας περσόνας, μίας μάλλον υπαρκτής φιγούρας, την οποία ο ίδιος δεν κατονομάζει αλλά μέσα από περιφερειακές οδούς μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μία περίφημη ηθοποιό. Ο Κορτάσαρ στον αγαπημένο ρόλο του ψυχαναλυτή προσωπικοτήτων ντύνεται με τα ρούχα ενός φροϋδικού ειδικού και καθίζει στο ντιβάνι όποιον βρεθεί μπροστά του επιχειρώντας να τον οδηγήσει στις απαντήσεις των ερωτημάτων του. Έτσι πράττει άλλωστε με κάθε ήρωά του και κάθε ηρωίδα του, πραγματεύεται όλες αυτές τις εγκεφαλικές εξάρσεις, όλα αυτά τα καλώδια που άλλοτε είναι πειραγμένα και άλλοτε τα πειράζει εκείνος για να διηγηθεί τις αγωνίες του.

Με ψυχολογικές και στοχαστικές προεκτάσεις, ο Κορτάσαρ μιλάει στο όνομα του κοινωνικού συνόλου και ως παρατηρητής του αποπειράται να τον ψυχογραφήσει. “Με τον τρόπο μου, πεισματικά επιμένω να καταλάβω, ν’ ανακαλύψω ͘ την παρατηρώ αλλά χωρίς να την κατασκοπεύω ͘ την παρακολουθώ αλλά χωρίς να την υποψιάζομαι ͘ αγαπώ ένα εξαίσιο ακρωτηριασμένο άγαλμα, ένα ημιτελές κείμενο, ένα κομμάτι ουρανού εγγεγραμμένο στο φεγγίτη της ζωής”. Είναι σαφές πως ο ίδιος σαν ιχνηλάτης έχει βγει προς αναζήτηση των όσων κρύβονται πίσω από ηθοποιούς, ζωγράφους, συγγραφείς, περιπτώσεις απλών ανθρώπων. Είναι ο ίδιος αφηγητής και πρωταγωνιστής χωρίς απλά να αποκαλύπτει την ταυτότητά του ενώ όμως κατανοούμε την ένταση και τον παλμό των σφυγμών του.

Στο Παρίσι των ερώτων και των αναζητήσεων

Ο ίδιος έζησε χρόνια στο Παρίσι που έγινε δεύτερη πατρίδα του και όλο αυτό το σκηνικό της πόλης του φωτός αντανακλάται στις ιστορίες του, σαν ο ίδιος να βρίσκεται στο δρόμο και στα σοκάκια και να κινηματογραφεί τα όσα καταθέτει στις ιστορίες του με το βλέμμα όμως και στα όσα συμβαίνουν στην αγαπημένη του Αργεντινή. Οι σκηνές και οι περιγραφές του θυμίζουν πλάνα ταινιών του Γκοντάρ και άλλων κινηματογραφιστών της εποχής ενώ οι γυναίκες, μούσες και νύμφες που μεταμορφώνονται σε άγρια θηλυκά στα χέρια του, είναι αγαπημένες και παίρνουν μέρος στις περισσότερες ιστορίες. Βάζει στο στόμα τους τα λόγια που εκείνος φαντάζεται και τις πλάθει σαν τον κεραμίστα. Αυτά που αφηγείται στις ιστορίες είναι οι σχέσεις των δύο φύλων μέσα από διακυμάνσεις, μέσα σε μία εποχή όπου όλα έδειχναν ρευστά αλλά ρομαντικά, σίγουρα πιο ρομαντικά από ότι τώρα. Αυτή η αναζήτηση του ερωτικού υποκειμένου και αντικειμένου, η συνεχής πάλη ανάμεσα στον κατακτητή και το κάστρο του είχε ισχυρή δόση στο έργο του. Μέσα σε ένα πολύβουο και ποιητικό Παρίσι εξάλλου, οι ερωτικές σφεντόνες εξαπολύουν πυρά προς πάσα κατεύθυνση.

Στο διήγημα Ιστορία με αράχνες θα γράψει χαρακτηριστικά: “Έχει πάει πολύ αργά αλλά δεν νυστάζουμε, η ζέστη συνεχίζει να πλακώνει το καθιστικό χωρίς να μας περάσει απ’ το μυαλό ν’ ανοίξουμε τις δύο πόρτες. Το μόνο που κάνουμε είναι να καπνίζουμε και να ελπίζουμε το ανέλπιστο ͘  ούτε τολμάμε να παίξουμε όπως στις αρχές με την ιδέα ότι οι κοπέλες μπορεί να μας φαντάζονταν σαν αράχνες που καραδοκούν…”. Ο Κορτάσαρ στα διηγήματα αυτά παρουσιάζει μία πολυποίκιλη και πολυεπίπεδη νέα οπτική γωνία των όσων είχε επεξεργαστεί νωρίτερα προσφέροντας στον αναγνώστη μία τελευταία ώριμη και φρέσκια πινελιά στο λογοτεχνικό μωσαϊκό για το οποίο τόσοι και τόσοι τον θαύμασαν. Ο κόσμος του Κορτάσαρ είναι τόσο περίπλοκος που θα χρειαστούν πολλοί δύτες για να βουτήξουν στα νερά της γραφής του και να εξηγήσουν τα βάθη της ψυχής ενός αιώνιου έφηβου.

“…πριν το καταλάβεις θα ‘χεις ξεκινήσει άλλο γλυπτό και θα ξέρεις πως εγώ είμαι μπροστά στη γραφομηχανή μου και θα σκεφτείς πως είμαστε πολλοί και ας είμαστε τόσο λίγοι, κι ότι η διασπορά των δυνάμεων ούτε είναι ούτε θα είναι ποτέ δικαιολογία για τη σιωπή μας. Τέλος κηρύγματος” Από το διήγημα Αποκόμματα τύπου

“… η ιστορία είχε την αγαπημένη μου εξέλιξη στις ιστορίες που μου αφηγούμαι, τη λεπτομερή περιγραφή κάθε πράγματος και κάθε πράξης, μια πολύ αργή ταινία σε πολύ αργή κίνηση για μιαν απόλαυση που κλιμακώνεται, που αναρριχάται μέσα από το σώμα, τις σιωπές και τα λόγια”. Από το διήγημα Ιστορίες που αφηγούμαι