Συνομιλία με έναν φανταστικό γιο, διάλογος με το άλλο του μισό, ερωταπαντήσεις με στόχο την διερεύνηση του εαυτού του, τι από όλα αυτά επιχειρεί ο εκκεντρικός Ναπολιτάνος. Μήπως όλα μαζί ταυτόχρονα; Γιατί είναι ικανός και δεξιοτέχνης και τίποτα δεν τον σταματά από το να μας εκπλήσσει κάθε φορά ευχάριστα. Ο Ντε Λούκα με μία αφήγηση που αγγίζει τα όρια της αλληγορίας και του συμβολισμού αλλά που κυρίως ακουμπάει τις χορδές του κόσμου του παραμυθιού, μιας και για μένα είναι ένας σύγχρονος ρεαλιστής παραμυθάς για τον άνθρωπο, καταφέρνει μέσα στις σελίδες αυτές να απογειώσει τον αναγνώστη του. Αυτό το κατορθώνει – να σημειώσω πως το βιβλίο το διάβασα σε ένα βράδυ απνευστί, εξαιρετική η ροή του κειμένου χάρη στην μετάφραση της Άννας Παπασταύρου – γιατί το βιβλίο αυτό είναι το πλέον αυτοβιογραφικό του, είναι το βιβλίο μέσα από το οποίο ο ίδιος απογειώνεται ψυχικά με το αεροπλάνο των ονείρων του.
Στο μυαλό του αινιγματικού Ντε Λούκα
“Έτσι έκανες την εμφάνισή σου, πλευρό από μια άλλη ιστορία, παιδί κάποιου που δουλεύει με τις λέξεις, υλικό που δεν προέρχεται από πελεκημένο δέντρο – σε αντίθεση με το χαρτί που γράφω πάνω του”. Είναι μαγικό το χαλί που ξεδιπλώνει για να ακουμπήσει πάνω του την ιστορία αυτή επινόησης του φανταστικού γιου του στον οποίο και απευθύνεται. Πρόκειται για μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταθέσει όλα εκείνα που έχει στον νου του και τα οποία επεξεργάζεται χρόνια τώρα, ίσως να τα είχε καταγράψει από λίγο σε καθένα από τα προηγούμενα βιβλία του αλλά ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την δική του Βίβλο, ένα σύγγραμμα που συγκεντρώνει τον Ντε Λούκα πατέρα, έτσι όπως θα φανταζόταν ιδεατά ο ίδιος τον εαυτό του ή ίσως και όχι.
Πάντως μέσα από τον ρου της ιστορίας που θυμίζει παππού που διαβάζει στον εγγονό του μια ιστορία, ο Ντε Λούκα κατορθώνει να συναρπάσει, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να νουθετήσει, να κρίνει τον εαυτό του, να απολογηθεί, να διασκεδάσει και εν τέλει να εκμυστηρευτεί όσα ο ίδιος έχει μέσα του. Με όπλο τα δικά του διαβάσματα εκκινεί για το δικό του ταξίδι στην χώρα της καρδιάς του και της ψυχής του, εκεί που τον βρίσκουμε απλό και συνάμα λαμπρό να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του με πρόσχημα μια κάποια εξήγηση στον γιο του που εμφανίζεται. Ο γιος αυτός, είναι η αφορμή για τον ίδιο να ανοίξει το σεντούκι των εμπειριών του, να γεφυρώσει το χάσμα με το απολωλός πρόβατο της συνείδησής του και να μας αιχμαλωτίσει με τον λόγο του.
Δεν είναι υπερβολή πως μέσα στην εξιστόρηση αυτή θα βρούμε τους πολλαπλούς ρόλους του Ντε Λούκα που εδώ πια αποκαλύπτονται και ξεπηδούν από το κουκούλι τους. Η πεταλούδα του – ας θυμηθούμε μαζί “το βάρος της πεταλούδας”, ένα από τα υπέροχα βιβλία του που παραπέμπει σε Όσκαρ Ουάιλντ – μεγάλωσε και ωρίμασε ακόμα περισσότερο και μας ψιθυρίζει τα πετάγματά της και τα ταξίδια της στον κόσμο των βιωμάτων του. Ένας άλλος και σύγχρονος Ευαγγελιστής – λογοπαίγνιο του επιθέτου Λούκα με τον ευαγγελιστή Λουκά – ο συγγραφέας παραδίδει μέσα από την αφήγησή του ένα είδους εγχειρίδιο κατανόησης του είναι του, της τρωτότητάς του, της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του, μία προσπάθεια από μεριάς του να μας εξηγήσει τι μετάνιωσε, τι άφησε πίσω, που οδεύει και τι έχει ακόμα διάθεση να δημιουργήσει.
Τα εις εαυτόν: Βαδίζοντας στο δρόμο του Μάρκου Αυρήλιου
“Μιλάω σ’ εσένα τούτο το βράδυ, που δεν είναι καν αυτό, είναι ένα βράδυ, οποιοδήποτε. Εσύ είσαι εδώ, πιο αληθινός, κοντινός, κομμάτι απ’ το ταβάνι αναπόσπαστο. Μιλάω σ’ εσένα κι όχι στον εαυτό μου. Το ξέρω γιατί στον εαυτό μου μιλάω ναπολιτάνικα”. Οι λέξεις του και τα νοήματά του με παραπέμπουν στον μαγικό κόσμο του Ουμπέρτο Έκο και ακόμα περισσότερο στον Ίταλο Καλβίνο ως προς το ιταλικό μικρόβιο που κυλάει στις φλέβες του γιατί ο Ντε Λούκα είναι άρρηκτα δεμένος με τον τόπο του και οι δύο σπουδαίοι Ιταλοί που προανέφερα έχουν αυτή την παραμυθένια όσο και στοχαστική κυψέλη στα βιβλία τους. Ο Ντε Λούκα, ως άξιος συνεχιστής ενός είδους λογοτεχνικού που έχει τις ρίζες του στον συναισθηματισμό αλλά και στην λυρικότητα και την ποιητικότητα του μεσογειακού χώρου, αυτό επιτυγχάνει.
Ο λόγος που απευθύνει στον γιο του θυμίζει και κατά μία έννοια αρχαίο ελληνικό δράμα, έναν αινιγματικό γρίφο που καλείται ο ίδιος να λύσει ενώ παράλληλα βρίσκει εμπόδια προσέγγισης αλλά και έντονη αμφισβήτηση. Δίχως άλλο είναι η εσωτερική φωνή του, ο ενδόμυχος καθρέφτης που αναδύεται στην επιφάνεια και εκείνος κάθεται μπροστά του και πλέον δεν μπορεί να ξεφύγει δεμένος σαν Προμηθέας. Είναι όμως και κάτι από την σχέση Οδυσσέα και Τηλέμαχου που βρίσκουμε εδώ, μία ομηρική επανασύνδεση με το τώρα και το παρόν, αν και οι εποχές αλλάζουν οι άνθρωποι όμως όχι, άρα η περίεργη σχέση γιου πατέρα πάντα θα έχει κάτι να προσθέσει στο υφαντό της λογοτεχνικής της πορείας και ερμηνείας.
Δηλώνει απερίφραστα και κατηγορηματικά: “Απέφευγα τις γιορτές, τα γενέθλια, όπου αναγκαστικά εκδηλωνόταν η απομόνωσή μου. Η απόδρασή μου από εκείνες τις εκδηλώσεις υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα προς την ελευθερία μου. Ήταν μια πικρή ελευθερία, με γλίτωνε από την αμηχανία να στέκω παράμερα, μες στη χαρά του σαματά, του χορού, της μουσικής, της επιδεικτικής αφθονίας”. Ο Ντε Λούκα είναι ένας ιερομόναχος της έκφρασης, του λόγου και της λογοτεχνίας, ένας μυστικιστής που καταφεύγει στην σιωπή για να μπορέσει να εξωτερικεύσει όσα θορυβώδη το μυαλό του εκκρίνει ως ουσίες. Ουσίες διανοητικές που οφείλουν να βγουν από τα έγκατα της ψυχοσύνθεσής του για να βρει ο ίδιος τον επόμενο σταθμό του. Και ελπίζουμε το ταξίδι του αυτό στον λόγο να διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα!
“Βλέπω τη ράχη των βιβλίων που έχουν εκδοθεί με το όνομά μου και δε μου φαίνεται να λείπει κανένα. Η δικαιολογία για το ότι βρίσκομαι στον κόσμο δε βρίσκεται μέσα σ’ εκείνες τις σελίδες. Βρίσκεται σε κάποια πράξη που προέκυψε από μια ώθηση, ανεξέλεγκτη κι ακυβέρνητη. Βρίσκεται εκεί όπου απαγορευόταν να προχωρήσω κι όμως εγώ δεν πειθάρχησα”.
“Οι λέξεις, γιε μου δεν εφευρίσκουν την αλήθεια, η οποία έτσι κι αλλιώς υπάρχει. Δίνουν στην αλήθεια την ξαφνική διαύγεια, που της αφαιρεί τη φυσική της θολότητα κι έτσι την αποκαλύπτουν. Οι λέξεις είναι το εργαλείο των αποκαλύψεων”