Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία εκείνο το καλοκαίρι του 1936, όλα μυρίζουν μπαρούτι και η νέα χιτλερική προπαγάνδα ακμάζει. Εν μέσω πολιτικών εξελίξεων, αναβρασμών και προπολεμικών αναταράξεων, λίγο πριν στην Ευρώπη ξεσπάσει θύελλα συγκρούσεων με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες, οι δύο φίλοι Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ θα συνυπάρξουν στο βελγικό θέρετρο απολαμβάνοντας κοινές στιγμές απολαυστικών και εποικοδομητικών συζητήσεων, αναλύσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων πριν τη μεγάλη έκρηξη. Αναμφίβολα, αυτός ο αέρας που θα αναπνεύσουν έστω και για λίγο ατενίζοντας τη θάλασσα και τον καυτό ήλιο θα καταστεί παραπάνω από πραϋντικός, καθώς ανάμεσα σε απογοητευτικά νέα που καταφθάνουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εκείνοι συνεχίζουν για ακόμα λίγο να ξεκουράζονται και να λυτρώνονται από το ποτό του έρωτα και της λογοτεχνίας.
Η κοινή αγωνία δύο επιστήθιων φίλων
Πρόκειται για μια φιλία όμοια με αυτή του Δάμωνα και του Φιντία τους κρατά σε συνεχή επικοινωνία και δεμένους στο άρμα της διανόησης αλλά και του στοχασμού περί των μελλούμενων. Στο καλοκαιρινό θέρετρο βρίσκουν τον χρόνο και τον χώρο να μιλήσουν πνευματικά και να απολαύσουν στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης έχοντας πάντα κατά νου τι τους περιμένει, σαν τον Χριστό που αναμένει να προδοθεί και να ανέβει τον Γολγοθά. Έτσι και εκείνοι, απολαμβάνουν τις συζητήσεις τους, γεύονται τους καρπούς της ελευθερίας τους προτού τους στοιχειώσει η ξενιτιά και η καταχνιά μιας σκοτεινής περιόδου. Φίλοι τους πεθαίνουν εκείνο το καλοκαίρι όπως ο Έρνστ Τόλερ και εκείνοι βιώνουν νοσταλγικά άλλες εποχές τότε που πρωτογνωρίστηκαν προσπαθώντας έτσι να ξεχάσουν για λίγο την βαρβαρότητα που τους περιτριγυρίζει.
Ο Τσβάιχ και ο Ροτ, υπήρξαν, όπως οι πρωταγωνιστές και ήρωες των βιβλίων τους, άνθρωποι ταραγμένοι από τους χαλεπούς καιρούς, άνθρωποι ανήσυχοι και υπό καθεστώς αγωνίας για όσα λάμβαναν χώρα στην χώρα τους. Ωστόσο, αγωνίστηκαν με κάθε μέσο και στροβιλίστηκαν στον άνεμο της αντίστασης διαισθανόμενοι την άνιση μάχη που έδιναν με ένα τέρας γεμάτο επικίνδυνα πλοκάμια, το τέρας του φασισμού. Άνθρωποι μειλίχιοι με παραγωγή λόγου, άνθρωποι πνευματικοί, ειρηνιστές και εμπνευσμένοι, είδαν με διορατικότητα τη φωτιά να πλησιάζει και προσπάθησαν με κάθε μέσο να τη σβήσουν. Το ότι δεν το κατάφεραν δεν σημαίνει πως δεν πάλεψαν για τα ιδεώδη τους και για έναν καλύτερο κόσμο. Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα, με τον λόγο και την γραφή τους για σπαθί πολεμούν το θηρίο και του επιφέρουν πλήγματα.
O Στέφαν Τσβάιχ και o Γιόζεφ Ροτ άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους και το αποτύπωμά τους σε αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία και διανόηση, συμπορεύτηκαν και μοιράστηκαν κοινές αγωνίες σε μία κρίσιμη εποχή για τους ίδιους και την Ευρώπη. Η παράλληλη πορεία τους είναι μυθιστορηματική από μόνη της, αλλά αξίζει να ιδωθεί υπό ένα κοινό πρίσμα λογοτεχνικής αλληλεγγύης που επιστράτευσαν σε καιρούς χαλεπούς, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κόσμο στον οποίο βρέθηκαν να ζήσουν, να επιβιώσουν και ευτυχώς για μας να δημιουργήσουν. Οι δύο Αυστριακοί συγγραφείς συμπορεύτηκαν λογοτεχνικά και διανοητικά, έγιναν επιστήθιοι φίλοι, στήριξαν ο ένας τον άλλον με αποδείξεις και πράξεις και με τη φιλία τους αυτή όρθωσαν τείχος απέναντι στο τέρας του ναζισμού που έμελλε να συμπαρασύρει την Ευρώπη στο χάος. Τι και αν οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, διαπράττουν ακριβώς τα ίδια λάθη, αλλά λάμπουν κιόλας με το μεγαλείο της ψυχής τους, με τους ίδιους ακριβώς όρους και υπό τις ίδιες συνθήκες.
Τόπος περισυλλογής και αναστοχασμού πριν τον αποχαιρετισμό
Στην Οστάνδη, στα περίφημα μπιστρό και κάτω από τις πολύχρωμες ομπρέλες της παράκτιας ζώνης θα συναντήσουν και άλλους «εκφυλισμένους» και διάσημους συγγραφείς όπως ο Ερνστ Τόλερ, ο θάνατος του οποίου τρία χρόνια αργότερα συγκλόνισε και βύθισε στη θλίψη τον Γιόζεφ Ροτ, πρωταρχική αιτία μελαγχολίας που τον οδήγησε στο ποτό και λίγο πιο μετά στον θάνατο. Έχοντας για παρέα και συντροφιά ο ένας τον άλλον αλλά και έχοντας ο καθένας για στήριγμα δύο γυναίκες, ο Ροτ τη νεαρή πεζογράφο Ιρμγκαρντ Κόιν, με την οποία θα γίνουν εραστές και ο Τσβάιχ την αγαπημένη όσο και αφοσιωμένη Λότε, θα επιδοθούν στη συγγραφή και την κατάθεση των προσωπικών αγωνιών και ανησυχιών, θα πάρουν ανάσες ελευθερίας και ανεμελιάς πριν τυλιχτούν στο μανδύα απρόβλεπτων επερχόμενων συννεφιασμένων ημερών και για τους δύο.
Εκείνο το καλοκαίρι θα είναι το τελευταίο που θα τους βρει μαζί, στα λίγα χρόνια που τους απομένουν θα ακολουθήσουν και θα χαράξουν χωριστούς δρόμους, με τον Ροτ να πεθαίνει πρόωρα το 1939 και τον Τσβάιχ να ταξιδεύει οριστικά στην μακρινή Βραζιλία, όπου και θα αυτοκτονήσει στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου το 1942. Πιασμένος χέρι χέρι με την αγαπημένη του Λότε, έχοντας καταρρεύσει ψυχολογικά μια και αδυνατούσε να δεχθεί πως δεν θα ξαναδεί ελεύθερη την Αυστρία και την Ευρώπη, φεύγει για το αιώνιο ταξίδι. Ο Ροτ με μία κραυγή απόγνωσης θα γράψει χαρακτηριστικά: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Ενώ από τη μεριά του ο Τσβάιχ σε έναν πρόωρο αποχαιρετισμό θα αφήσει την εξής επιστολή: «Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι».
Ουσιαστικά, δεν ήταν μόνο η ζωή τους που απειλούνταν κατά κύριο λόγο, ήταν και η αδυναμία τους να αντέξουν το διασυρμό της ίδιας τους της ζωής, αυτή την λαίλαπα της άνευ λόγου καταδίκης και συνεχόμενης δίωξής τους, του φόβου και τρόμου που τους δημιουργούσε πνευματική ασφυξία και ατμόσφαιρα εκφραστικής στέρησης. Μονόδρομος λοιπόν και για τους δύο αποτέλεσε η διαφυγή τους στο εξωτερικό και η εγκατάστασή τους σε τόπους πιο φιλόξενους και πιο «ζεστούς» ως προς την ελευθερία και την αποδοχή του έργου τους. Παρά τη μετοίκησή τους σε άλλα μέρη θα συνεχίζουν να συνδιαλέγονται και να αναπτύσσουν τους προβληματισμούς τους δια αλληλογραφίας και έτσι να λυτρώνονται ο ένας με τη βοήθεια του άλλου, σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία που ποτέ δεν στερεύουν.
“Η Οστάνδη είναι για τον Τσβάιχ και μια ανάμνηση ενέργειας, έντασης, δύναμης. Η θύμηση μιας νέας ορμητικής αρχής, της απότομης εξόδου από τη νωχέλεια της καλοπέρασης, της εντελώς αναπάντεχης δυνατότητας ενός νέου κόσμου, ενός αισθήματος αλληλεγγύης πέρα για πέρα απρόσμενου”.
“Στον Ροτ ο Τσβάιχ έγραψε: “Ρότ, συνέλθετε, σας χρειαζόμαστε. Είναι τόσο λίγοι οι άνθρωποι, τόσο λίγα τα βιβλία σ’ αυτόν τον παραγεμισμένο κόσμο!””