Είναι αδιαμφισβήτητο πως η φρίκη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου προκαλεί στους Ευρωπαίους μια συγκλονιστική κρίση συνείδησης, σε τέτοιο βαθμό που αμφισβητούν πλέον ανοιχτά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Έχουμε άρνηση των παραδοσιακών αξιών, φυγή στο παράλογο, αμφισβήτηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης των ελίτ και αναζήτηση εξόδου από το αδιέξοδο με μία τάση στην γενική ανατροπή (κάτι που εκφράζεται και μέσω του σουρεαλισμού). Η Κοινωνία των Εθνών, πρόδρομος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δημιουργήθηκε ακριβώς μετά τον πόλεμο για να εξομαλύνει τις διαφιλονικούμενες πλευρές και να αποσοβήσει μελλοντικές συγκρούσεις. Δυστυχώς, αποδείχτηκε φρούδα η ελπίδα αυτή και ο ρόλος της αυτοακυρώθηκε, χάνοντας σιγά σιγά μέλη της όπως η Γερμανία και η Ιταλία που αποχώρησαν.
Μία κοινωνία και μία πολιτική τάξη σε αποδρομή
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρίσκεται στο στόχαστρο της ανάλυσης της εποχής αυτής για πολλούς και διάφορους λόγους που αξίζει να μελετηθούν. Αυτό το γυάλινο οικοδόμημα, το Ράιχ που προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα των εσωτερικών παλινωδιών, να ανορθώσει την οικονομία και να ανοικοδομήσει μια νέα Γερμανία δεν είχε κανένα απολύτως μέλλον. Τόσο οι πολιτικές δυνάμεις που πρωταγωνίστησαν ή που προσπάθησαν να πρωταγωνιστήσουν, όσο και η κοινωνία που βρισκόταν στα όρια του χάους και της εξαθλίωσης, δημιουργούσαν ένα πολεμικό σκηνικό που δύσκολα μπορούσε να εξομαλυνθεί. Αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, ασυνεννοησία των κομμάτων, δυσχέρεια στην σύσταση κυβερνητικών συμμαχιών, έθεταν εν αμφιβόλω την κοινοβουλευτική δημοκρατία που κάποιοι πίστευαν πως μπορούσε να θεμελιωθεί πάνω σε γερές βάσεις και να λειτουργήσει πυροσβεστικά και να βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο.
Όλες αυτές οι φιλονικίες και οι αψιμαχίες μεταξύ των διαφόρων κομμάτων που αλληλοεξοντώνονταν δίχως να το καταλάβουν, όλο αυτό το σκηνικό αλληλοσπαραγμού και αδυναμίας κυβερνησιμότητας, μιας και είχαμε εκείνη την περίοδο πολλές εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς αντίκρισμα, όλη αυτή η κατάσταση τροφοδοτούσε σιγά σιγά το μόρφωμα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος υπό τον ηγεμονικό “Φύρερ” Αδόλφο Χίτλερ. Ήδη από το 1923 είχε αρχίσει να δείχνει δείγματα γραφής και να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο με δηλώσεις όπως η παρακάτω: “Ο μαρξιστικός διεθνισμός θα τσακιστεί μόνο από έναν φανατικό και ακραίο εθνικισμό ύψιστης κοινωνικής ηθικής και κορυφαίου κοινωνικού ήθους”. Και πέρα από αυτό άρχισε να θρέφεται και το τέρας του μίσους έναντι των Εβραίων – οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω θεωρήθηκαν οι κύριοι υπαίτιοι της ήττας στον Μεγάλο πόλεμο – με επιθέσεις εναντίον τους σε μικρή ακόμα βέβαια κλίμακα. Είχε όμως αρχίσει να προετοιμάζεται όλο αυτό το κλίμα έχθρας και ρατσισμού, η κοινωνία βρισκόταν πραγματικά υπό διάλυση και αποδρομή.
Είχε προηγηθεί το 1918 η αποδόμηση του Κάιζερ λόγω της ήττας στον πόλεμο και η νέα πολιτική της δημοκρατίας της Βαϊμάρης που προσπάθησε να αποτελέσει τον σωτήρα του Έθνους γέννησε τελικά περισσότερες ελπίδες από αυτές που πραγματικά μπορούσε να μετουσιώσει σε πράξεις. Η περίοδος 1918 με 1933 που συμπίπτει με ένα μέρος της εύθραυστης περιόδου του μεσοπολέμου σηματοδότησε για την Γερμανία μία μεταβατική περίοδο που μύριζε μπαρούτι και ήταν στηριγμένη σε μία ουτοπία και μία ψευδαίσθηση που δυστυχώς έγινε πράξη με τον χειρότερο τρόπο. Η Γερμανία ταπεινωμένη και καταρρακωμένη ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά αντιμετώπιζε από το 1918 έως και το 1933 μία περίοδο εμφυλιακής σύγκρουσης που προλείανε το έδαφος για τον ερχομό του ναζιστικού καθεστώτος και την εδραίωση της κυριαρχίας του Χίτλερ.
Από τον έναν πόλεμο στον άλλον
Υποτίθεται πως ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος που μόλις είχε τελειώσει θα επέφερε την πολυπόθητη ειρήνη στη Γηραιά ήπειρο που τόσο την έχει ανάγκη. Ωστόσο, η συμφωνία των Βερσαλλιών που θα έθετε τέλος στις εχθροπραξίες ήταν κάτι παραπάνω από εύθραυστη αλλά και τόσο ταπεινωτική για τους ηττημένους Γερμανούς που τελικά δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919 ταπεινώνει τους Γερμανούς που αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν, όμως αυτή η συμφωνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα προεόρτια και η αθόρυβη και υποδόρια προετοιμασία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, είναι μία από τις αιτίες του. Η Γερμανία χάνει εδάφη, δέχεται όρους επονείδιστους, τόσο γεωγραφικά όσο και οι οικονομικά, υποτάσσεται στις αδηφάγες διαθέσεις των συμμάχων της Αντάντ που βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να αρπάξουν ό,τι περισσότερο μπορούσαν.
Αυτό που ο Βίνκλερ καταγράφει στο βιβλίο είναι το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής από την λήξη του πολέμου μέχρι και την άνοδο του Χίτλερ μετά την ανικανότητα του Προέδρου του Ράιχ να διαβλέψει τον δαιμονικό Ναζιστή που θα βύθιζε την Ευρώπη και τον κόσμο σε μία δεκαετία ολέθριων συμβάντων που όλοι γνωρίζουμε. Η μεθοδολογία και η στρατηγική του Χίτλερ στο τιμόνι ενός λαϊκιστικού σε δόγμα και ιδέες κινήματος έγινε με ύπουλο και υποδόριο τρόπο όντας ελάχιστα διπλωμάτης και πρωτίστως απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού που ο ίδιος όριζε. “Οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κινητοποιούσαν τις μάζες και προέκριναν την οργανωμένη βία. Οι διανοούμενοι της “Συντηρητικής Επανάστασης”, σε όλα όσα έγραψαν και σκέφθηκαν, παρέμεινα μέσα στο πλαίσιο του μορφωμένου κοινού, από το οποίο προέρχονταν και στο οποίο απευθύνονταν”. Ο Χίτλερ λοιπόν με τη δική του προπαγάνδα και εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που γινόταν όλο και πιο έντονο και εμφανές κατόρθωσε σε λίγα χρόνια να εδραιώσει τη δική του εξουσία.
Όλο αυτό το πλαίσιο της Ιστορίας έχει πολλές πτυχές και εκφάνσεις που έχει πολύ ενδιαφέρον να μελετηθούν και πέραν αυτού του βιβλίου, ωστόσο αυτό το βιβλίο είναι ένα βασικό, απαραίτητο και πολύ σημαντικό εγχειρίδιο από το οποίο αξίζει κανείς να ξεκινήσει για να αντλήσει πάρα πολλές πληροφορίες, να διδαχτεί και να εντρυφήσει σε όλα όσα ο άνθρωπος του σήμερα – σε εποχές κρίσιμες όπως η σημερινή – θα ήθελε να δει στο μέλλον να μην ξανασυμβούν. Ο συγγραφέας, χάρη και στην εξαιρετική μετάφραση της Άντζης Σαλταμπάση που έφερε εις πέρας ένα δύσκολο έργο, με λόγο ακέραιο και εξαιρετικά δομημένο κατορθώνει να μας παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα γεγονότων με ακρίβεια, αντικειμενικότητα εντάσσοντας μας πλήρως στα δρώμενα της περιόδου.
“Η Βαϊμάρη είχε πέσει στην παγίδα της νομιμότητας, την οποία είχαν στήσει στους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος”
“…το συντηρητικό και φιλελεύθερο στρατόπεδο είχε συνεισφέρει πολύ περισσότερο, σε σύγκριση με τους σοσιαλδημοκράτες στην άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού”.
“Η γοητεία που ασκούσε ο εθνικοσοσιαλισμός στα μεσαία στρώματα ήταν τόσο καταφανής, που την άνοιξη του 1930 ο σοσιαλδημοκράτης κοινωνιολόγος Theodor Geiger χαρακτήρισε την επιτυχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ως έκφραση του “πανικού της μεσαίας τάξης””.