Το Μεφίστο είναι ένα σκοτεινό και ομιχλώδες μυθιστόρημα, είναι μία καταβύθιση από μέρους του συγγραφέα σε όσα ο ίδιος βίωσε κατά την κρίσιμη περίοδο της επικράτησης της δικτατορίας του Γ’ Ράιχ. Είναι η αντανάκλαση ενός κόσμου κλεισμένου και αποκλεισμένου από μία ομάδα, μια συμμορία ανθρώπων που εξευτελίζουν, εκμεταλλεύονται και χειραγωγούν την ανθρώπινη υπόσταση. Το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη είναι μία παράσταση κωμικοτραγική με χαρακτηριστικά τέρατος, ένας θίασος στον οποίο δεν παίρνουν μέρος μόνο οι ηθοποιοί όπως ο Χέφγκεν, αλλά κυρίως οι ίδιοι οι οργανωτές που κινούν τα νήματα του όλου θεάματος, δηλαδή η χιτλερική προπαγάνδα. Πίσω από τη μάσκα κρύβεται ένας άνθρωπος που χωρίς να το κατανοεί υπηρετεί τον σκοπό μιας ολόκληρης κυβέρνησης – αν μπορεί κανείς να την ονομάσει κυβέρνηση γιατί δεν είναι δημοκρατική ως προς την λειτουργία της – και υποσκάπτει την ίδια του την ελευθερία.
Επικίνδυνες ακροβασίες ενός ανδρείκελου
Πρόκειται για ένα έργο που περιγράφει τη δίνη ενός ανθρώπου μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων και των γεγονότων, έναν άνθρωπο υποχείριο και έναν άνθρωπο ευάλωτο αλλά και εύθραυστο που παρουσιάζεται ως αδύναμη μάζα πηλού στα χέρια του πλάστη. Αυτός ο πλάστης είναι το ίδιο το σύστημα εξουσίας που εισβάλλει στην κοινωνία και τον κόσμο μέσω του θεάτρου. Είναι σκοτεινό το σχέδιο, είναι ύπουλες οι ενέργειες, είναι διαβολικές οι συγκυρίες, όλα είναι στρατηγικά διαμορφωμένα και κανείς δεν τους αντιστέκεται. Χύνουν το γλυκό μέλι και οι άνθρωποι σπεύδουν να το γευτούν, αυτή είναι η πολιτική τους. Σε τέτοιο βαθμό που ο Δράκουλας του Στόκερ μπροστά τους μάλλον μοιάζει με άκακο ανθρωπάκι. Αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο Γκαίρινγκ που παίζουν με τον πρωταγωνιστή/μαριονέτα Χένρικ Χέφγκεν είναι άκρως επικίνδυνοι, θυσιάζουν στον βωμό της εξουσίας τα πάντα για να επικρατήσουν και να εδραιωθούν.
Ο Κλάους Μαν, αυτός ο συγγραφέας φαινόμενο που φεύγει τόσο νωρίς από τη ζωή έχοντας γοητευτεί και μαγευτεί από τον ιδέα του θανάτου που τον γυρόφερνε, γράφει αυτό το βιβλίο εν μέσω συνταρακτικών συμβάντων με το Τρίτο Ράιχ να απειλεί όλο και περισσότερο τις ελευθερίες και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Τα παρασκήνια και οι υπόγειες στοές του επικίνδυνου και ολέθριου για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συνείδηση ναζιστικού καθεστώτος είναι το κύριο θέμα του χρησιμοποιώντας για επένδυση το πρόσωπο ενός ηθοποιού σαν να θέλει να μας μεταδώσει το μήνυμα πως όλο αυτό το σκηνικό που παίζεται εντός και εκτός θεατρικής αίθουσας είναι μία κακογουστιά, ένα θλιβερό και απωθητικό θέαμα που δυστυχώς όμως δεν τελειώνει. Και αν η παράσταση του Χέφγκεν που υποδύεται τον Μεφίστο είναι μόνο για λίγο έξω η χιτλερική παρωδία μόλις ξεκίνησε και θα παίζεται για πολύ.
Ο Δημήτρης Τσεκούρας πολύ εύστοχα γράφει στο επίμετρο του βιβλίου: “Με το Μεφίστο του, λοιπόν, ο Κλάους Μαν – σαν έτοιμος από καιρό – καταφέρεται αναφανδόν εναντίον του Γ’ Ράιχ, αφού ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύμβολο “μιας εξουσίας τελείως κωμικής, απόλυτα ψεύτικης και ανειλικρινούς”. Ο Χέφγκεν είναι ένα πρόσωπο του καιρού του, είναι η προσωποποίηση μιας αφελούς φιλοδοξίας, ένα πρόβατο που σαγηνεύεται από τον κακό λύκο για να θυμηθούμε και τα παραμύθια. Γιατί στην πραγματικότητα, όλη του η σταδιοδρομία και η ανέλιξή του είναι ένας γυάλινος κόσμος, ένα σαθρό οικοδόμημα που φέρει το ψέμα και την απάτη σε όλες του τις εκφάνσεις. Δεν του δίνεται τυχαία η διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου, δεν τον καλούν τυχαία στο Βερολίνο, το πέπλο της προδοσίας τον ακουμπά ολοκληρωτικά απλά εκείνος αδιαφορεί προς το παρόν για τις συνέπειες και κάθεται περήφανος πάνω στις δάφνες του.
Ένας άνθρωπος σε αποδρομή πελαγοδρομεί
Ο ίδιος βρίσκεται συνεχώς σε απόλυτη σύγχυση για τις πράξεις του αλλά δεν οπισθοχωρεί και ας αισθάνεται το βάρος των επιλογών του. Για αυτό άλλωστε και αναρωτιέται μέσα του σαν τον διάβολο που παλεύει με το καλό: “Είναι, λοιπόν, ανάγκη να εκλιπαρώ για συγχώρεση αυτή τη συμμορία των δολοφόνων; Μήπως εξαρτώμαι από αυτούς; Μήπως δεν είναι ήδη διεθνώς γνωστό το όνομά μου; Παντού θα μπορούσα να επιβληθώ – δεν θα ήταν πολύ εύκολο, αλλά θα γινόταν. Τι ανακούφιση, τι λύτρωση θα ήταν αυτό: Να αποσυρθώ περήφανα και με τη θέλησή μου από μια χώρα όπου ο αέρας είναι μιασμένος {…}”. Ένας εσωτερικός μονόλογος αυτοψυχανάλυσης λαμβάνει χώρα και τα σπλάχνα του καίγονται από αμφιβολία, όμως ποια τα βήματά του; Θα κλείσει τα αυτιά του στις “Σειρήνες” και θα μείνει πιστός στις αρχές του ή θα δελεαστεί από το δόλωμα που του προσφέρουν τόσο απλόχερα;
Η ζωή όμως και οι επιλογές έχουν πάντα το τίμημά τους και αυτός καλείται να το πληρώσει ή να μην περάσει από το ταμείο της συνείδησης και να μείνει άγνωστος αλλά ακέραιος. Αγνοεί ή μάλλον προτιμά να αγνοεί τον κίνδυνο των πράξεών του σαν να επιτελεί εκούσια αυτοχειρία στο ίδιο του το πρόσωπο παρασέρνοντας όμως και στον θάνατο συντρόφους και προδίδοντας ανθρώπους γύρω του. Κλίνω σαφώς προς το δεύτερο γιατί ο ίδιος στο τέλος του βιβλίου θα αναφωνήσει με σπαρακτικό τρόπο: “Τους έχασα όλους. Την Μπάρμπαρα, τον φύλακα-αγγελό μου͘ και την πριγκίπισσα Τεμπάμπ, τη σκοτεινή πηγή της δύναμής μου ͘ και την κυρία Φον Χέρτσφελντ, την πιστή μου φίλη, ακόμα και τη μικρή Ανγκέλικα: Όλους τους πούλησα”. Είναι πολύ αργά για δάκρυα και όμως πλέον η αυτογνωσία έχει φτάσει στα αυτιά του και ο ίδιος βιώνει τα όρια των συνειδησιακών αντοχών του, είναι αντιμέτωπος με τις σκιές και τα φαντάσματα του ίδιου τού του εαυτού και παλεύει να αποδράσει.
Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για ένα μεγαλειώδες σύγγραμμα με πολιτική ταυτότητα, μία κατάθεση ψυχής από μέρους του Κλάους Μαν και ένα καυστικό κείμενο για τα δρώμενα της εποχής του. Είναι δίχως άλλο ένα βιβλίο που παραμένει σημερινό, ζωντανό και σπαρταριστό αν και έχουν περάσει τόσες δεκαετίες. Σήμερα όσο ποτέ, τα διάφορα φερέφωνα εθνικολαϊκισμού και οι ακραίες φωνές αναδύονται και πάλι με δυναμισμό και καιροφυλακτούν να μας οδηγήσουν σε ένα αποκρουστικό παρελθόν που θέλουμε να ξεχάσουμε μια για πάντα. Τελειώνοντας να σημειώσω πως η μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού αξίζει εύσημα.
“Πόσο ισχυρό είναι το κακό! σκεφτόταν ο ηθοποιός Χέφγκεν ανατριχιάζοντας με σεβασμό. Και τι δεν μπορεί να καταφέρει – και τι δεν μπορεί να τολμήσει, και μάλιστα ατιμώρητα! – Τα πράγματα, λοιπόν, στον κόσμο γίνονται όπως στις ταινίες και στα έργα, όπου τόσο συχνά ο ήρωας ήμουν εγώ”.
“Δεν ήμουν ο Άμλετ, σκέφτηκε με πίκρα. Οι εφημερίδες θα με διαβεβαιώνουν πως ήμουν αντάξιος του πρίγκιπα της Δανίας. Αλλά θα λένε ψέματα. Ήμουν κάλπικος, ήμουν κακός – αυτό τουλάχιστον το ξέρω και το ομολογώ. Όταν θυμάμαι το κούφιο ύφος με το οποίο απήγγειλα το “Να ζει κανείς ή να μη ζει”, όλα γκρεμίζονται μέσα μου…”