Με σαφώς αυτοβιογραφικά στοιχεία που αναφέρονται και στη δική του ζωή στο Παρίσι και το Μεξικό αλλά και από τα χρόνια που υπηρέτησε ως στρατιώτης στηρίζοντας την ιδέα του μπολσεβικισμού, ο Σερζ παραθέτει ένα πανόραμα των ιστορικών κρίσιμων στιγμών της εποχής και ένα συνολικό πλαίσιο των γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των χρόνων που προηγήθηκαν του πολέμου. Μέσα από την στοχαστική και καυστική αφήγησή του διαπιστώνουμε τις εκφάνσεις του παραλογισμού ενός πολέμου που καταφθάνει ενώ παράλληλα όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα μαρτυρούν την ωμότητα μίας αυταρχικής εξουσίας και μία ουτοπία στην πίστη ενός καλύτερου μέλλοντος. Αυτό που είχε χαρακτηρίσει τις εξελίξεις της περιόδου είναι ο άνθρωπος της εποχής να παλεύει να επιβιώσει σε μία εποχή όπου συνειδήσεις καταβαραθρώνονται, άνθρωποι θυσιάζονται στο βωμό μιας ανούσιας προπαγάνδας και τα όνειρα ποδοπατούνται.
Ένας στρατευμένος και σκεπτόμενος συγγραφέας
Ο James L. Hoberman, στο επίμετρο του βιβλίου, το οποίο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό στην προσπάθεια κατανόησης του έργου και της ζωής του συγγραφέα, γράφει χαρακτηριστικά: “Η έντονη αυτο-αμφισβήτηση των ηρώων του μυθιστορήματος συνοδεύει τους προβληματισμούς και τις αγωνίες τους σε σχέση με την επίδραση του πολέμου στην ανθρώπινη συνείδηση, όσο και την πάλη της συνείδησης για την αλλαγή των πραγματικών συνθηκών όταν αυτές περιλαμβάνουν τον πόλεμο”. Είναι έκδηλο το ενδιαφέρον του Σερζ να διηγηθεί τα όσα έζησε ο ίδιος, υποστηρίζοντας αρχικά τον μπολσεβικισμό ενώ στην πορεία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει έχοντας εκδιωχθεί από τους αντιπάλους του Τρότσκι, τον οποίο και στήριζε. Ο Σερζ πολέμησε ως στρατιώτης, έδρασε ως αναρχικός επαναστάτης και έμεινε πιστός στις δικές του αρχές και πεποιθήσεις για έναν κόσμο όπως εκείνος τον ονειρευόταν.
Στο μυθιστόρημα αυτό περιγράφει τα όσα του συνέβησαν στο Παρίσι μέσω του πρωταγωνιστή στον οποίο δίνει τη δική του γενναία φωνή, μια φωνή απελπισίας και απόγνωσης για τα όσα διαδραματίζονταν μακριά από την πατρίδα που αγάπησε αλλά εκείνη τον πρόδωσε. Στο Παρίσι ο Ντ. βιώνει την απειλή των ανθρώπων του καθεστώτος και βρίσκεται υπό την ομηρία τους καθώς ζει υπό το καθεστώς του κινδύνου της ίδιας του ζωής. Πρόκειται για έναν άνθρωπο σε σύγχυση που προσπαθεί να βρει διέξοδο διαφυγής ύστερα από την επιθυμία του να παραιτηθεί, το σοβιετικό καθεστώς όμως έχει σαφώς άλλη γνώμη και εκείνος πασχίζει με νύχια και με δόντια να ξεφύγει από τα δίχτυα ενός επαπειλούμενου θανάτου. Στη συνέχεια αναφέρεται στην πλευρά των κατακτητών όπου η πρωταγωνίστρια Ντάρια με την οποία ο Ντ. διατηρούσε επαφή μεταδίδει με ανατριχιαστικό τρόπο τα όσα εκτυλίσσονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σιγά σιγά διαφαίνεται η κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ όπου σε μια γερμανική πόλη ο συγγραφέας καταμαρτυρά τις τελευταίες στιγμές του ναζιστικού μορφώματος.
Η σταλινική τρομοκρατία είχε ήδη απλώσει τα δίχτυα της και έχει εξολοθρεύσει πλήθος πρώην συντρόφων με τη δικαιολογία της προδοσίας, είναι η εποχή όπου η εξορία είναι μία συνήθης πολιτική τακτική και διαδικασία η οποία και στέλνει πολλούς πρώην πιστούς του καθεστώτος στο απόσπασμα λόγω της υπόνοιας περί προδοσίας. Αυτά ο Σερζ τα γνωρίζει και όσα εκτυλίσσονται στη ζωή του Ντ. είναι η αντανάκλαση και ο καθρέφτης των δικών του προσπαθειών διαφυγής. Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών και ο κόσμος του Ντ. βρίσκεται σε πλήρη αναταραχή, επικρατεί μία αταξία και μία ανασφάλεια, μία πλήρης αβεβαιότητα για την οποία κανείς δεν γνωρίζει πού θα οδηγήσει. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αναφέρει γλαφυρά: “Αν η εξουσία στρέφεται κατά του εαυτού της κι αρχίζει ν’ αυτοκαταστρέφεται με τόση αγριότητα, τότε έχω δίκιο να είμαι εναντίον της. Όμως εκείνη θα επιβιώσει, εγώ θα χαθώ, επομένως έχει δίκιο να είναι εναντίον μου… Μπορεί να επιβιώσει αν καταβροχθίσει τον εαυτό της, αν υποστεί μία τέτοια πρωτοφανή αλλοίωση;”
Ο παραλογισμός του πολέμου ως φαινόμενο
Σε όλο το φάσμα της κατάθεσης ψυχής και της φιλοσοφικής διάθεσης που επιστρατεύει για να εξηγήσει και να προσπαθήσει να ερμηνεύσει το πρόσωπο της εξουσίας και τις αλλαγές των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από αυτήν, ο Σερζ πραγματεύεται και την έλευση του πολέμου, αυτήν την παράλογη συγκυρία που μάχεται το καλό. Τόσο στο πρώτο όσο και στα άλλα μέρη, ο συγγραφέας δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις, είναι χείμαρρος ως προς τις εξελίξεις και ένας ποταμός σκέψεων ξεχύνεται με μελάνι για να δώσει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αναλογιστεί τι είναι αυτό που οδηγεί το χέρι του ανθρώπου να επιλέξει την εξόντωση του πλησίον του χωρίς την παραμικρή ενοχή. Με φλεγματικό τρόπο γράφει: “Ο μεγάλος εγκέφαλος, το Κράτος, αναθέτει στον συγγραφέα το καθήκον να προετοιμάζει τις ψυχές για το μαρτύριο, την υποχώρηση ή την επίθεση, και ο συγγραφέας κάθεται μπρος στη γραφομηχανή του σαν να κάθεται μπροστά σε μαγική συσκευή”.
Ο δικός του ο ξεριζωμός είναι αυτός που τον στηλίτευσε και τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή και ταυτίζεται με κάθε στρατιώτη που θυσιάστηκε στο βωμό των ορέξεων ενός Χίτλερ, ενός Στάλιν ή κάποιου άλλου που τον οδήγησε εκόντα άκοντα σε έναν παράλογο θάνατο. Στέκεται τόσο με αυτό όσο και με τα άλλα βιβλία ενώπιον της ιστορίας και μας αφηγείται επεισόδια με την κρυφή ελπίδα να εκφράζει τον λόγο αυτών που δεν είδαν το φως της. Και αναφέρει και πάλι: “Ομολογώ ότι έχοντας τόσους νεκρούς πίσω μου, από τους οποίους πολλοί άξιζαν περισσότερο από μένα ως προς την ενεργητικότητα, τις ικανότητες, τη συμβολή στη διαμόρφωση της ιστορίας, αισθανόμουν συχνά ότι φέρω ένα ασήκωτο βάρος, και ότι αυτό το αίσθημα ήταν η πηγή ενός θάρρους στο οποίο θα ταίριαζε ίσως να δοθεί άλλο όνομα”.
“Αν είχε κάποτε υπάρξει, αν υπήρξε ποτέ στον κόσμο μια άλλη πραγματικότητα, τώρα πια στην ανθρώπινη μνήμη δεν διατηρείται παρά μόνο σαν μια μακρινή ανάμνηση, ανάμικτη με αμφιβολία και λύπη, παρά με μεταμέλεια”
“Μα πού είναι οι άνθρωποι; Πού είναι οι μεγάλες ιδέες; Ίσως οι ιδέες να μην είναι παρά εφήμερα αστέρια. Μας οδηγούν όσο ζουν, έπειτα σβήνουν, και τότε άλλα αστέρια πρέπει να λάμψουν στη θέση τους…”