“Είμαι άθεος. Δεν βλέπω καμία ηθική υπερδομή στο σύμπαν. Θεωρώ το έργο μου αισιόδοξο στον βαθμό που οι άνθρωποι, στη διάρκεια της περιόδου που γράφω γι’ αυτούς, βιώνουν έντονες συγκινήσεις. Και είναι βαθιά μου πεποίθηση πως αυτό είναι το μόνο που υπάρχει. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει.” Αυτά δηλώνει ο Κάρπεντερ και παίρνει θέση ως προς την ερμηνεία του έργου του που προκαλεί πολλά και ποικίλα ερωτήματα. Ο Κάρπεντερ περιγράφει στο βιβλίο αυτό μία κοινωνία σε αποδρομή μέρος της οποίας είναι ο Τζακ Λέβιτ, ένας νέος που εμφανίζεται ως ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός συστήματος που ευνοεί συμπεριφορές όπως η δική του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που βιώνει το βάρος των ενεργειών του, πνίγεται στην ασταθή συμπεριφορά του και στην εγκληματική του δράση και βρίσκεται ενώπιον σωφρονισμού δίχως όμως το σύστημα σωφρονισμού να τον συνδράμει στην προσπάθεια “αποτοξίνωσής” του.
Η ανατομία ενός καταδικασμένου εγκληματία
Ο Κάρπεντερ, σύγχρονος του Τσίβερ και του Pancake, με δεξιοτεχνία, με αλήθεια και με σαρκασμό περιγράφει μία εποχή που μαστιγώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την νουθετεί για να την ελέγξει σε κάθε της βήμα. Πόσο επίκαιρο είναι να σε βαφτίζουν ανίκανο και να σε καταδικάζουν σε εξευτελισμό ενώ εσύ πασχίζεις να υψώσεις ανάστημα και να αποδείξεις ότι όλα αυτά είναι ένα λάθος και μία αυταπάτη; Αυτή είναι η οδυνηρή πραγματικότητα του πρωταγωνιστή Λέβιτ, ενός ανθρώπου που καθίσταται υποχείριο και υπόδουλος ενός ολόκληρου καθεστώτος χωρίς καμία προστατευτική μεμβράνη να τον καλύπτει. Η φυλακή στην οποία είναι έγκλειστος ο Λέβιτ είναι κρανίου τόπος και αυτός ο σκουριασμένος και αφιλόξενος τόπος που μυρίζει σαπίλα και υπόνομο είναι κατά τας γραφάς και κατά τον νόμο εκεί όπου ο «εγκληματίας» Λέβιτ για το αδίκημα, οφείλει να συνετιστεί και να δεχτεί τον χρόνο παραμονής του ως ένα μάθημα σωφρονισμού.
Πως όμως να συμβεί αυτό όταν όλα μέσα στην φυλακή φροντίζουν για το ακριβώς αντίθετο και όταν ο έξω κόσμος μοιάζει πιο αγγελικός από εκείνο το άντρο διαφθοράς και απανθρωπιάς για έναν άνθρωπο που κάθε μέρα που περνάει γίνεται δέκτης επιθετικών και ατιμασμένων συμπεριφορών από τους πανίσχυρους άρχοντες που ονομάζονται σωφρονιστικοί υπάλληλοι; Είναι αυτή η διάθεση και ο σκοπός του Κάρπεντερ, να εγείρει ερωτήματα, να μιλήσει την γλώσσα της Αμερικής τού τότε, όπως και του τώρα άλλωστε, όταν κάθε προσπάθεια για σεβασμό και αλληλεγγύη αποσιωπάται. Ο Λέβιτ μέσα σε αυτό το άγριο τοπίο εκδηλώνει το αίσθημα επιβίωσης και καλείται να βρει τρόπους διαφυγής μακριά από το σαράκι της απομόνωσης.
Στα όρια του άστατου εαυτού του
Με την γυναίκα του, την Σάλι τα πράγματα βαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Είναι μία σχέση σύγκρουσης, η οποία μοιάζει να μην ξεπερνιέται ακόμα και μετά τον γάμο τους και την απόκτηση του παιδιού τους, του Μπίλι, το οποίο κανείς δεν μοιάζει πραγματικά να θέλει. Ο γάμος τους πνέει τα λοίσθια και εκείνη τον έχει εγκαταλείψει και τον γελοιοποιεί σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιάζεται και εκείνος όλο και βυθίζεται στις ενδόμυχες σκέψεις του για να αντιμετωπίσει με υπομονή και νηφαλιότητα την σκληρότητα που του επιφύλασσε η ζωή. Ο Τσίβερ σε ένα βιβλίο του αναφέρει: “«Οι νεκροί έχουν τουλάχιστον στη διάθεσή τους ένα πανόραμα από αναμνήσεις και τύψεις, ενώ εκείνος, ο έγκλειστος, έβλεπε τις αναμνήσεις του από τον λαμπερό έξω κόσμο τσακισμένες, κατακερματισμένες και εξαρτημένες από τυχαίες μυρωδιές – γρασίδι, δέρμα παπουτσιού, η οσμή του νερού από τις σωληνώσεις των ντους. Οι δικές του αναμνήσεις ήταν επισκιασμένες, θολωμένες.»
Αυτή μοιάζει να είναι η φιλοσοφία και του Κάρπεντερ, να μας κάνει δηλαδή κοινωνούς μίας κατάστασης ιδιαίτερα κρίσιμης και επισφαλούς για τον πρωταγωνιστή του, έναν άνθρωπο σε σύγχυση και σε αδυναμία κρίσης του σωστού και του λάθους. Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, είναι ο καθρέφτης ενός κατατρεγμένου, ενός ήρωα χωρίς όπλα που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην αδυναμία λήψης αποφάσεων που θα τον βγάλουν από τον λήθαργο και τη λάσπη που έχει κυλιστεί. Ο Λέβιτ ακροβατεί ακόμα και όταν βγαίνει από την φυλακή, η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή και μία λάθος ενέργεια από μέρους του μπορεί να τον οδηγήσει και πάλι εντός των τειχών της φυλακής. Ο Τζακ όσο ήταν στη φυλακή εμφάνιζε επιθετική συμπεριφορά και η έξοδός του από αυτή ήταν μία μοναδική ευκαιρία να τον απαλλάξει από όσα τον βασάνιζαν.
“Αν ο Τζακ είχε έναν εχθρό, αυτόν τον εχθρό θα τον σκότωνε. Τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Θα σκότωνε τον εχθρό αυτόν στα γρήγορα, θα τον ξεπάστρευε στο άψε σβήσε και δεν θα απαλλασσόταν μια και καλή από δαύτον.” Οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος είναι οριακά ανεκτές, σχεδόν αφόρητες και διακατέχονται από έναν έντονα δραματικό τόνο και από ένα ασήκωτο φορτίο. Ο χρόνος κάπου εκεί μοιάζει να σταματάει και να κοιτάει κατάματα τους ήρωες. Κάτι σαν τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ όπου η αναμονή είναι βασανιστική και εξωθεί τους πρωταγωνιστές σε ενατένιση και διάλογο με το βρώμικο εγώ τους σαν η κάθαρση δεν έχει ώρα άφιξης. Αμαρτίες, ψέματα, προδοσίες, αιματοκυλίσματα, διαφθορά και φθορά, όλα βρίσκονται στον κόσμο, τον εξουθενωμένο από τις ανθρώπινες αδυναμίες που δεν λένε να λάβουν τέλος.
“Τα βράδια ήταν το καλύτερο κομμάτι της ημέρας. Μετά την εξαντλητική δουλειά, τον θόρυβο, τον πανταχού παρόντα κίνδυνο και τη διαρκή αίσθηση επιβολής, το να βρεθεί στο σπίτι του, σ’ ένα κελί για δύο άτομα, ήταν σχεδόν η επιτομή της γαλήνης, παρότι υπήρχε πάντα ένας απόηχος θορύβου που δεν χαμήλωνε ούτε τη νύχτα, παρότι υπήρχε ένας άνθρωπος ακόμα που μοιραζόταν τον ημι-ιδιωτικό του χώρο”.
“Η σκέψη φούσκωνε σαν μπαλόνι στο μυαλό του: δεν είχαν το δικαίωμα να του φέρονται σαν να ήταν ζώο, ανεξάρτητα από το τι είχε κάνει ή δεν είχε κάνει. Όλη τη νύχτα στο κελί του, φλεγόταν από το μίσος. Δεν είχε σημασία ι σκεφτόταν, αλλά το πώς ένιωθε, και μόνος, μέσα στο σκοτάδι, με τους ανεπαίσθητους θορύβους της νύχτας να τον κυκλώνουν, ένιωσε πως ήθελε να δολοφονήσει το σύμπαν”.