Είναι ευχής έργον για κάποιον να πέφτει εκούσια στα δίχτυα της ποίησης και να βγαίνει από αυτήν ηρεμότερος και πιο γαληνεμένος, ακόμα πιο ρομαντικός και ακόμα πιο εμπνευσμένος. Με την ποίηση που πηγάζει από τα τρίσβαθα της ψυχής του ποιητή και ραντίζει με αυτήν λέξεις στο χαρτί τελείται μία ιεροτελεστία που εκκινεί με την κατάθεση των σκέψεών του, των συναισθημάτων του, των ενδόμυχων αγωνιών του. Ο Λουί Αραγκόν υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς και σημαίνοντες ποιητές σε παγκόσμια κλίμακα, ένας στρατευμένος διανοούμενος που με τον λόγο του έβαλε τα θεμέλια του κινήματος του υπερρεαλισμού και πάλεψε σθεναρά για τις ιδέες του, ιδέες που υπερασπίστηκε με την πολυεπίπεδη και πολυπρισματική του γραφή.
Ο Ζορζ Σαντούλ που επιμελήθηκε την έκδοση αυτή παραθέτει πλήθος πληροφοριών σχετικά με τη ζωή του και με μία επιλογή ποιημάτων του παρουσιάζει στον επίδοξο αναγνώστη την γνώση για το πρόσωπο αυτού του σημαντικού ανθρώπου και δημιουργού. Ο Αραγκόν έδρασε καλλιτεχνικά σε μία εποχή με έντονη λογοτεχνική παραγωγή και συμμετείχε σε καλλιτεχνικούς κύκλους όπου σύχναζαν ζωγράφοι, συγγραφείς, γλύπτες και ποιητές που άλλαξαν τον ρου της πολιτιστικής ιστορίας της Ευρώπης. Ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες και συνοδοιπόρους του υπήρξε ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Μπρετόν και πολλά ακόμα μεγαθήρια της εποχής. Ακόμα και αν η ποίησή του υπάγεται κατά κάποιον τρόπο τουλάχιστον στις αρχές της στο υπερρεαλιστικό κίνημα, ο ίδιος αποτελεί μία μοναδικότητα και μία ισχυρή φυσιογνωμία που έγραψε ιστορία στα δρώμενα της περιόδου εκείνης.
Ένα φωτεινό πρόσωπο της ποιητικής έκφρασης
Ο επιμελητής της έκδοσης περιγράφει στην πλούσια αυτή βιογραφία την έντονη ζωή του ποιητή, τις στιγμές με την σύντροφό του Έλσα Τριολέ, τις αμοιβαίες τους αναζητήσεις και ανησυχίες, τις ζυμώσεις της εποχής μέσα σε μία πολιτική περίοδο εξαιρετικά ασταθή, το βίωμα δύο πολέμων και των συνταρακτικών γεγονότων που προηγήθηκαν και επακολούθησαν αυτών και μεταξύ πολλών άλλων τις σχέσεις του Αραγκόν με τους άλλους δημιουργούς της εποχής, όπως για παράδειγμα την έντονη αντιδικία με τον Ντριέ λα Ροσέλ. Ο Αραγκόν μέσα από την εισαγωγή του Σαντούλ εμφανίζεται ως ένας μέγας “ιερέας” του πεζού και ποιητικού λόγου, ένας άνθρωπος αναμφίβολα ευαίσθητος και πολύ εκφραστικός, μία μοναδική μορφή των γραμμάτων που συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό και την ευρεία διάδοση του ποιητικού λόγου.
Υπήρξε μία εμβληματική προσωπικότητα που δεν έκρυβε τον πολιτικό λόγο του και που ουδέποτε αρνήθηκε ανοιχτά την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ελεύθερης άποψης απέναντι στο φασιστικό μόρφωμα προκαλώντας πολλές φορές τη μνησικακία και την σφοδρή αντίδραση ομοτεχνών του για το θάρρος του. Ο Σαντούλ αναφέρει χαρακτηριστικά: “Σε περιστάσεις που ήταν αδύνατο τότε να προβλεφθούν, η ποίηση μπορούσε να γίνει ένα μέσο “να μιλήσει κανείς στον κόσμο” με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, υπό τον όρο να χρησιμοποιήσει, όσο γινόταν πιο συχνά, τους παραδοσιακούς στίχους και την ομοιοκαταληξία, στα οποία είναι συνηθισμένες οι πλατιές μάζες ενώ, αντίθετα, κλωτσούσαν ακόμα μπροστά στις πρωτοποριακές αναζητήσεις”.
Πατώντας πάνω σε παλαιότερους γνήσιους και αυθεντικούς εκφραστές του ποιητικού λόγου όπως ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ αλλά και ο Γκαίτε, ο Αραγκόν με την συμμετοχή στο υπερρεαλιστικό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για να εξωτερικεύσει έναν εσωτερικό κόσμο πλούσιο σε εικόνες που άγγιξε πολλούς ανθρώπους και επηρέασε και τους επίγονούς του. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται ο αγωνιστής, ο εραστής, ο ποιητής, ο δυναμικός αλλά και ο εύθραυστος άνθρωπος, αυτός που η κοινωνία έχει ανάγκη για να διώχνει μακριά την σκόνη από την καθημερινότητά του για να θυμηθούμε και την περίφημη ρήση του σύγχρονού του Πικάσο. Ο Σαντούλ γράφει και πάλι με εύστοχο τρόπο το παρακάτω: “Το υπερρεαλιστικό κίνημα, που συσπείρωσε όλους σχεδόν τους καλύτερους συγγραφείς μιας γενιάς, δεν ήταν μια απλή λογοτεχνική Σχολή. Πολύ πιο άτεγκτο στις ηθικές παρά στις αισθητικές του αρχές, είχε την τάση να επιβάλει σε πολλούς χώρους μια καινούργια αντίληψη του κόσμου”.
Ο Αραγκόν, στον κόσμο αυτόν που άλλαζε και μεταμορφωνόταν, διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο και αποτέλεσε πυλώνα έκφρασης απέναντι σε εκείνους που θα επιθυμούσαν χειραγώγηση του λόγου. Και εκτός αυτού, υπήρξε αρκετά γενναίος για να παραδεχθεί και την προσωπική του άγνοια ως προς τα ζητήματα που αντιμετώπιζε η Γαλλία εκείνη την εποχή με τις παρεμβάσεις, τις πολλές φορές βίαιες στις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Ο ίδιος είναι άλλωστε γλαφυρός όταν δηλώνει: “Δίχως άλλο, τα γεγονότα της Βόρειας Αφρικής με έκαναν να καταλάβω τις άγνοιές μου, μια έλλειψη καλλιέργειας, η οποία δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά δική μου. Τι ξέρει ένας Γάλλος για την ιστορία της Αιγύπτου, της Τυνησίας, της Αλγερίας, του Μαρόκου, του Μαλί, του Σουδάν ή έστω, της μουσουλμανικής Ισπανίας;”
Τέλος, για την ποίησή του, που όσα και να γραφούν θα είναι λίγα, θα περιοριστώ να πω πως διαβάζοντάς την κάποιος μπορεί να κατανοήσει το γεγονός πως ο ποιητής είναι χειμαρρώδης, ευρηματικός, ονειρικά μαινόμενος, ένας αοιδός του λόγου όπου το εκφραστικό μέσο γίνεται στα χέρια του το ιδανικό εργαλείο για να καταγράψει όσα τον διακατέχουν. Εξάλλου, επηρεασμένος ο ίδιος από τους τροβαδούρους του Μεσαίωνα, και χρησιμοποιώντας πολλές φορές τον αλεξανδρινό δωδεκασύλλαβο τηρώντας αλλοτινές παραδόσεις, μας ταξιδεύει με έναν εμπνευσμένο λόγο που αγγίζει τα ουρί του παραδείσου στον ονειρικό κόσμο των ιδεών του και μας αιχμαλωτίζει με τις αλληγορίες του που πλάθει σαν παιδί στην άμμο. Ο Αραγκόν υπερασπίζεται σθεναρά την ποίηση που απευθύνεται στο ευρύ φάσμα του κόσμου και δηλώνει πως η ποίηση, για να είναι αληθινά ένα μέσο γνώσης, πρέπει να μιλήσει πρώτα στην ψυχή όλων μας, και ο στοχασμός του νου να έρθει μετά, όταν θα τον έχει διεγείρει η ηχώ του τραγουδιού. Αλλιώς, έχουν απλώς κατασκευασθεί απαίσιες διδακτικές “ποιήσεις”.
Δεν είν’ το κρασί που γεννιέται απ’ τα πόδια του όποιου λαού
Ω φίλε το αίμα μας είναι
Ψαύσε τη νύχτα ψαύσε τον όμβρο ψαύσε το δάκρυ
Η χίων του γεννώμενου χρυσού είμαστε
Ω ποίηση
Ποίημα αφιέρωμα του Αραγκόν στον Πάμπλο Νερούδα
Ωσάν κορμιά που τον τάφο τους στέρησανοι άνθρωποι περπατούν στων ματιών μου τον κήπο
Ακατανόητοι ονειροπόλοι
ή μόνον τάχα με χτύπησε ξεραμένο χέρι
μέσα σε τούτη τη σφύζουσαν έρημο μέσα σε τούτα τα άγονα άνθη