“Ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική άποψη, η Αργώ έχει μια υπόσταση κοινωνική και ιστορική, ως χρονικό μιας εποχής εξαιρετικά ενδιαφέρουσας. Όταν περάσουν τα χρόνια και μπει οριστικά αυτή η εποχή στην ιστορία και αποκτήσει την αίγλη των περασμένων, το χρονικό θα κερδίσει κύρος. Δεν θα είναι μια ιστορική αναπαράσταση, που θα μπορεί να την κάνει όποιος θέλει, αλλά κάτι που θα ξαναγίνεται: η κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα […] Είναι άραγε ικανή να διαρκέσει; Θα δούμε. Νομίζω ναι […] έχω το προαίσθημα ότι θα σωθεί”. Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος προφητικά διέβλεψε την Αργώ ως ένα μυθιστόρημα διαχρονικό που άντεξε στον χρόνο και διαβάζεται ακόμα και σήμερα από όλες τις γενιές. Η επιτυχία του Θεοτοκά έγκειται στο γεγονός πως δεν αφηγείται απλά τη ζωή ανθρώπων της εποχής του αλλά μας παραδίδει και ένα εξαιρετικό μωσαϊκό, ένα πανόραμα της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής εκείνης.
Η μύθος που ζει και η Ελλάδα του Θεοτοκά
Η Αργώ είναι ένα ταξίδι στον χρόνο της ελληνικής ιστορίας, κυρίως τις αρχές της δεκαετίας του ’30, με γραμμένο όμως στο σκληρό δίσκο και με στραμμένο το βλέμμα στο ιστορικό των γεγονότων που σημάδεψαν τη χώρα την προηγούμενη δεκαετία. Πρωταγωνιστές δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά πολλά, ανάμεσα τους πολιτικοί, καθηγητές, σπουδαστές, μαθητές και πρόσωπα βγαλμένα από την φαντασία του Θεοτοκά, που όμως αντιπροσωπεύουν το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την εξιστόρησή του. Με όπλο τον μύθο του Ιάσωνα και των Αργοναυτών του και τον μύθο να ζει, ο Θεοτοκάς με αφηγηματική δεξιοτεχνία συγγράφει ένα μυθιστόρημα που μας συγκινεί με τον καθαρό λόγο, τις ξεχωριστές περιγραφές και την ανάγκη του να διατυπώσει και να μεταφέρει στο χαρτί όσα παρατηρεί γύρω του εκείνην την κρίσιμη περίοδο. Γιατί μην ξεχνάμε πως ο συγγραφέας είναι ο καθρέφτης του κόσμου στον οποίο ζει.
Ιστορικά γεγονότα και πολιτικές εξελίξεις, συγκρούσεις και κομμουνισμός, φοιτητικές εξάρσεις και εμπνεύσεις, έρωτες και πάθη στα χρόνια των αναταράξεων, γυναίκες αράχνες σε έναν κόσμο που αλλάζει, όλα αυτά συνυπάρχουν σε ένα πλήρες μυθιστόρημα που μετά από χρόνια μας ξαναπαρουσιάζεται από τις εκδόσεις Εστία επίτομο και με ένα εξαιρετικό επίμετρο της Κατερίνας Μουστακάτου. Ένας κόσμος όχι πολύ διαφορετικός από τον σημερινό ανοίγεται μπροστά μας και εμείς ταξιδεύουμε ως αναγνώστες σε εποχές που έκριναν τον ρου της ιστορίας έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι. Ο Θεοτοκάς, έχοντας βιώσει όπως όλοι οι Έλληνες την τραγωδία και τις συνέπειες της ολέθριας για το γένος Μικρασιατικής καταστροφής, έρχεται την ακριβώς επόμενη δεκαετία, το 1933 και το 1936 σε δύο φάσεις, να ξεδιπλώσει τις εξελίξεις που βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσονται με ραγδαίο ρυθμό και ταχύτητα που ξεπερνά και τον ίδιο. Ο Εθνικός διχασμός μετά την ήττα είναι κύριο συστατικό της νέας κατάστασης και βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο, ο Βενιζέλος έρχεται να αναλάβει και πάλι τις τύχες της χώρας, η Ελλάδα αλλάζει και εκείνος βρίσκεται με την πένα του στο επίκεντρο των γεγονότων.
Πώς θα μπορούσε άραγε να μείνει άπραγος και αμέτοχος όταν διαπιστώνει γύρω του τέτοιες συγκλονιστικές μεταλλάξεις; Πώς ο συγγραφέας που ήδη στην πρώτη του απόπειρα στο Ελεύθερο πνεύμα αφουγκράζεται ήδη τον παλμό των ιστορικών δρώμενων μπορεί να μην επηρεαστεί από τον κυκεώνα γύρω του; Τα πρόσωπά του είναι σημαντικοί άνθρωποι της εποχής, είναι πρόσωπα που ξεπηδούν από τις εξελίξεις, η οικογένεια Νοταρά, μια οικογένεια με ιστορία και παράδοση, την οποία μας παρουσιάζει εξαρχής στην εισαγωγή, είναι αυτή που θα βιώσει και τις συνέπειες των ξέφρενων στιγμών. Με τις ασταθείς όμως ζωές και των υπόλοιπων ηρώων που ταράζουν τα νερά να πρωταγωνιστούν κομβικά και έντονα ξετυλίγεται το κουβάρι που θα προσφέρει τροφή για ψυχολογική και κοινωνική ανάλυση από μέρους του. Ο Θεοτοκάς γίνεται ο ψυχαναλυτής, ο ιστορικός, ο κοινωνιολόγος, ο πολιτικός ανταποκριτής, μετατρέπεται σε έναν ερευνητή των παθών, των ερώτων και των χαρακτήρων των γυναικών.
“Ο Θεοτοκάς ήταν και είναι σύγχρονος κάθε εποχής που ασχολείται μαζί του, γιατί μιλά για μια βαθύτερη αλήθεια των καταστάσεων και των ιδεών, που παραμένει πάντα επίκαιρη. Η διορατική του σκέψη, η διαυγής γραφή, τα καθαρά νοήματα αποτελούν υπόδειγμα στοχασμού. Ο συγγραφέας, συναιρώντας τα όρια δοκιμιογραφίας και μυθιστοριογραφίας, εισάγει διακριτικά την κοινωνιολογία στη μελέτη της λογοτεχνίας, αντιμετωπίζοντας σφαιρικά και με ρεαλισμό τα κοινωνικά γεγονότα και τις αισθητικές αξίες, με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να διαβάζεται και ως μυθιστόρημα ιδεών”. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καταστήσουν το μυθιστόρημα αυτό ένα υπέροχο δείγμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και θα αναδείξουν τον ίδιο ως έναν πολυσχιδή και πολυεπίπεδο συγγραφέα με οξύ νου και κοσμοπολίτικο αέρα. Με δεξιοτεχνία και αφηγηματική δεινότητα μεταφέρει τον αναγνώστη σε Αθήνα, Παρίσι και Ρώμη, δίνει το στίγμα των ταραχών, των μεταβολών στο πολίτευμα, τις επαναστατικές δράσεις της Αργούς και τελικά ολοκληρώνει το έργο του με έναν επίλογο και σημείωση που επιβεβαιώνει τον ηγετικό του ρόλο και την ξεχωριστή του φυσιογνωμία ως προς τη συμβολή του στην περίφημη γενιά του ’30.
“Το ξέρω καλά πως η κοινωνία μας πάσχει, αλλά δεν είναι δύσκολο να διαγνώσουμε την αιτία του κακού. Πάσχει από την έλλειψη της πνευματικής και ηθικής τάξης, επειδή απομακρύνθηκε στις μέρες μας από τις παραδόσεις του έθνους και της εκκλησίας και από τις υγιείς αρχές του πατριαρχικού βίου. το χρέος μας είναι να την ξαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο, αντί να αυξάνουμε το κακό σπείροντας τριγύρω μας την ηττοπάθεια και τον πανικό”.
“Οι μικροί άνθρωποι μισούν τη φιλοδοξία με πάθος, με μανία, με κίτρινη λύσσα. Δεν τη συγχωρούν ποτέ. Ακόμα και σαν της γλείφουνε τα πόδια, στα βάθη της ψυχής τους εύχουνται το χαμό της. Τη δέχουνται, σα δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, όταν η φιλοδοξία τούς επιβάλλει το σεβασμό με το βούρδουλα του πνεύματος ή με τον άλλο βούρδουλα, τον πραγματικό”.