Σε ένα σκηνικό βγαλμένο από άλλη εποχή, στην Βενετία του 18ου αιώνα όπου όλα θυμίζουν γιορτή με μασκαρεμένους, χαρμόσυνες μουσικές, ερωτικές περιπτύξεις και άλλα δρώμενα ο συγγραφέας χτίζει την ιστορία μιας συναυλίας μπαρόκ. Παρούσες οι προσωπικότητες του Βιβάλντι και του Χέντελ που μας εντάσσουν σε έναν κόσμο γιορτής, έναν κόσμο ξέφρενο σε ρυθμό, με πρωταγωνιστές ευγενείς και δούλους, λευκούς και μαύρους και με τον Καρπεντιέρ με τις μουσικές του γνώσεις να μας ταξιδεύει στον χρόνο μπερδεύοντας εκούσια τον ίδιο τον χρόνο και τις στιγμές του. Ποτέ μια συναυλία δεν ήταν τόσο εύηχη και ας είναι γραμμένη με λόγια! Ο γλαφυρός λόγος του συγγραφέα αγκαλιά με την ποιητικότητα και τις συνεχείς ανατροπές στην ιστορία δίνουν στο σύντομο αυτό μυθιστόρημα μία μοναδική σημασία.
Η ιδιαίτερη μουσική γλώσσα του Καρπεντιέρ
Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Καρπεντιέρ, όπως και στο βιβλίο του Η άρπα και η σκιά, όπου αναφέρεται στο Χριστόφορο Κολόμβο, αρέσκεται να πισωγυρίζει στον χρόνο και να αφηγείται γεγονότα άλλων εποχών με ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο και με μία δόση νοσταλγίας αλλά και δίνοντας και την εντύπωση στον αναγνώστη πως ο ίδιος είχε ζήσει κάποτε σε εκείνο το περιβάλλον. Εδώ βέβαια βρίσκεται στα δικά του λημέρια και στο δικό του πεδίο γνώσεων, ξεδιπλώνει τον προσωπικό πλούτο μάθησης. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα και συμπυκνωμένα καθώς το μυθιστόρημα είναι εμποτισμένο με λυρισμό και διαλόγους που έχουμε ξεχάσει πια να ακούμε, αυτήν την ευγένεια, το ιλαρό ύφος αλλά και την φλεγματικότητα των χαρακτήρων. Η μεταφράστρια Μελίνα Παναγιωτίδου με την εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου μάς βοηθάει να βιώσουμε και εμείς ως αναγνώστες την πλούσια ευγλωττία και την δεινότητα της γλώσσας του Καρπεντιέρ.
Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά στον μικρό πρόλογο του βιβλίου: “Ο Καρπεντιέρ κινείται στο Κοντσέρτο Μπαρόκ σαν το ψάρι στο νερό: ένας μουσικολόγος συγγραφέας, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η μπαρόκ γραφή, -γραφή η οποία εδώ επιχειρεί να γίνει μελωδική εναλλαγή αλέγκρο και αντάντε, αναγωγή της μουσικής σε λόγο και του λόγου σε μουσική”. Και πράγματι η ιστορία του περίφημου κοντσέρτου αναδίδει όλο αυτό το πνεύμα της εποχής όπου από την Βενετία παρέλαυναν κάθε λογής φιγούρες εξωτικές που έλαμπαν και κατείχαν θέση εξέχουσα στα θεάματα της πόλης, όμοια με αυτά που περιγράφει ο συγγραφέας. Η πόλη ήταν έτσι όπως το Παρίσι στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα ήταν ένα κινητό θέαμα που κανέναν δεν άφηνε ασυγκίνητο και όλοι συγχρωτίζονταν στην Βενετία για να ζήσουν από κοντά κάτι πολύ μοναδικό.
“Χάρη στο θέατρο μπορούμε να ταξιδέψουμε ανάδρομα στο χρόνο και να ζήσουμε σε εποχές χαμένες ανεπιστρεπτί, πράγμα που αδυνατεί να κάνει τούτο δω το σαρκίο μας. Χρησιμεύει επίσης, αυτό το έγραψε ένας αρχαίος φιλόσοφος, για να μας εξαγνίζει από ανησυχίες φωλιασμένες σε ό,τι πιο μύχιο κι απόκρυφο της ύπαρξής μας”. Αυτό το θέατρο που περιγράφεται είναι οι γιορτές που λαμβάνουν χώρα στη Βενετία, ανάμεσα σε μασκαρεμένους ανθρώπους και μουσικές θεϊκές όπως αυτές του Χέγκελ και του Βιβάλντι, οι οποίοι άλλοτε ανταλλάσουν ήπιες κουβέντες και άλλοτε αλληλοπειράζονται σε ένα πνεύμα αντιζηλίας και ανταγωνισμού. Και κάπου εκεί έρχεται να προστεθεί και ο περίφημος Μεξικανός προσκεκλημένος που ταράζει με την παρουσία του τα νερά καθώς φέρνει και έναν μαύρο Κουβανό και η γιορτή μόλις αρχίζει.
Με την ευρυμάθειά του να οδηγεί το καράβι της ευδαιμονίας και της απόλαυσης της γραφής του, ο Καρπεντιέρ εμπλέκει και εντάσσει στην ιστορία του μύθους, θεότητες, πτηνά, μακρινές περιοχές, αλλόκοτα πλάσματα αλλά πλάθει μοναδικά και αναχρονισμούς. Και αυτό γιατί με εξαιρετική δεξιοτεχνία μπλέκει, προφανώς εκούσια, τον Ιγκόρ Στραβίνσκι μέσα σε ένα περιβάλλον όπου αν μη τι άλλο η φαντασία οργιάζει. Όλα στα χέρια του Καρπεντιέρ μοιάζουν τόσο φυσιολογικά και κανείς μένει ενεός μπροστά στο χειρισμό της γλώσσας που κανέναν δεν αφήνει ασυγκίνητο. Η συναυλία που είναι έτοιμη να διοργανωθεί δεν είναι ένα απλό γεγονός, εκεί συμμετέχουν φυσιογνωμίες του 18ου αιώνα όπως ο Βιβάλντι, τον οποίο ο Καρπεντιέρ εξυμνεί και του δίνει τον ρόλο που αξίζει στην ιστορία της μουσικής.
Είναι προφανής η γνώση του περί του μπαρόκ, της όπερας και του λυρικού θεάτρου εν γένει, γιατί το βιβλίο είναι πλούσιο σε παραπομπές και πληροφορίες για την περίοδο εκείνη. Αυτό όμως που επίσης είναι χαρακτηριστικό του γνώρισμα και χάρισμα είναι η ευχέρεια που έχει να παρουσιάζει έναν κόσμο που συγκεντρώνει στοιχεία, τα οποία αφηγείται εμπνευσμένα δίχως να ζορίζεται. Το πάντρεμα όλων των στοιχείων δεν είναι μία εύκολη εργασία, δεν είναι επ’ουδενί αυτονόητη και δεδομένη, ο Καρπεντιέρ αγαπά τη μουσική, αγαπά την ιστορία και αναζητά ίσως και κάπου ένα δικό του Δον Κιχώτη, για αυτό και δεν σταματά να εκπλήσσει με την αφήγησή του. Και τελειώνει κάπως ανορθόδοξα αλλά τόσο ευφάνταστα: “Μα τώρα πίσω από την τρομπέτα του Λούις Άρμστρογνκ ξεσπούσαν όλοι σε ένα χειμαρρώδες strike-up εκθαμβωτικών παραλλαγών πάνω στο θέμα τού I Can’t Give You Anything But Love, Baby – ένα καινούργιο κοντσέρτο μπαρόκ…”.
“[…] απόψε, σε μισή ώρα, θα δινόταν η συναυλία, η τόσο περιπόθητη συναυλία εκείνου που έκανε την τρομπέτα να δονείται λες και ήταν ο Θεός του Ζαχαρία, ο Κύριος του Ησαΐα ή όπως τέλος πάντων τον αποκαλούσε η χορωδία του πιο χαρούμενου ψαλμού των Γραφών”.
“Ο καθένας μιλούσε, φώναζε, τραγουδούσε, διατυμπάνιζε, προσέβαλλε, προσέφερε, κολάκευε, υπονοούσε με φωνή που δεν ήταν η δική του, στο τρίπτυχο του κουκλοθέατρου, στη σκηνή των κωμικών, στο έδρανο του αστρολόγου ή στον πάγκο του πωλητή βοτανιών για τον έρωτα κι ελιξιρίων για τους σφάχτες ή το στυτικό ξανάνιωμα των γέρων”.