Ο συγγραφέας, του οποίου το όνομα λίγοι γνωρίζουν παρά τις πολλές εκδόσεις έργων του στα ελληνικά, επανέρχεται στην ελληνική βιβλιογραφία χάρη στις εκδόσεις Ροές, με δύο δοκίμια πραγματικά κοσμήματα, πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικό εισαγωγικό σημείωμα που μας εντάσσει στον κόσμο του Μορίς Μαίτερλινκ. Ο Μαίτερλινκ, που κατά τη διάρκεια των σπουδών του κατέστρεψε πολλά από τα ποιήματα και τα σύντομα μυθιστορήματά του και από τα οποία δεν έχουν μείνει παρά λίγα αποσπάσματα, είναι ένας συγγραφέας που πραγματεύτηκε το θάνατο και την ουσία της ζωής στα πολύτιμα εναπομείναντα γραπτά του. Βραβευμένος με Νόμπελ το 1911 για το σύνολο της προσφοράς και του έργου του δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρος.
Ένας συγγραφέας στην υπηρεσία της όμορφης φύσης
Υπήρξε μέλος του κινήματος του Συμβολισμού σε μια εποχή όπου οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις ήταν έντονες και οι περισσότεροι συγγραφείς στα ξεκινήματά τους τουλάχιστον όλο και κάπου ανήκαν για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να εξελιχθούν. Ο Μαίτερλινκ αναζήτησε ενδελεχώς το νόημα της ύπαρξης και στοχάστηκε ως ένας ανήσυχος δημιουργός που επιθυμεί να λάβει απαντήσεις στα πολλαπλά ερωτήματα. Ως ένας ποιητής του λόγου, ένας λυρικός και ένας φυσιολάτρης στις σύντομες ιστορίες του, όπως αυτές που παρουσιάζονται εδώ, παρασέρνει τον αναγνώστη του στα μονοπάτια μιας διαφορετικής προσέγγισης της ζωής. Ο Μαίτερλινκ μας πηγαίνει εκεί που βρίσκεται η απλότητα και η σύνεση μέσω όντων όπως του σκύλου και της μέλισσας που βρίσκουμε εδώ, όπως των λουλουδιών και των φυτών που συναντάμε σε άλλα του βιβλία. Μας παίρνει από το χέρι για να γνωρίσουμε την καρδιά της φύσης που μπορεί και υπάρχει χάρη στα λίγα.
Αυτός ο σπουδαίος, αλλά και όχι και τόσο γνώριμος στο ελληνικό κοινό συγγραφέας, μας παρασύρει σε μία γνωριμία με το δικό του κόσμο όπου η φύση πρωταγωνιστεί. Διαβάζοντας τον Μαίτερλινκ είναι σαν να περπατούμε στους κήπους του Μονέ και να γνωρίζουμε την φύση σαν να ήμασταν μέρος της, είναι πάλι σαν να ακούμε τους ήχους του Σατί και του Σοπέν να γαληνεύουν το μέσα μας, σαν να νιώθουμε μέρος ενός γλυπτού του Χένρι Μουρ που κοσμεί αρμονικά έναν κήπο. Η Αγλαΐα Τζόκα στο εισαγωγικό σημείωμα αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο λόγος του Μαίτερλινκ είναι λακωνικός και αποσπασματικός. Στέκεται ν’ ακούσει τον εσωτερικό ήχο των λέξεων. {…} Τα κείμενά που παρουσιάζονται εδώ συνδυάζουν τον φιλοσοφικό στοχασμό με το δοκίμιο – και τα δύο μαζί συναντούν την ποίηση”.
Σαν ένας άλλος Αίσωπος ή Λα Φονταίν χρησιμοποιεί τη φύση για να ευαισθητοποιήσει με την πεποίθηση πως η φύση έχει να μας διδάξει πολλά και να μας νουθετήσει ως προς τις συμπεριφορές μας. Ο περίφημος σκύλος του πρώτου διηγήματος διαφέρει από κάθε άλλο ον, είναι εκεί να υποδεχτεί τον σωτήρα του, δηλαδή αυτόν που θα του χαρίσει ένα χάδι και θα τον φροντίσει. Αυτόν θα αναγάγει πλέον ως κύριό του και θα προστατεύει μέχρι να κλείσει τα μάτια του. Ο σκύλος είναι στην υπηρεσία του αφέντη του και του αρκεί να βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο, δεν ζητάει πολλά και αυτό είναι το μάθημα για τον άπληστο άνθρωπο που δεν αρέσκεται στα λίγα. Ο θάνατος ενός μικρού σκύλου είναι μια ιστορία στενάχωρη αλλά και σαγηνευτική. Υπέροχος όμηρος των δικών του ανησυχιών ο Μαίτερλινκ δίνει φωνή στον σκύλο και τον θέτει σε πρωταγωνιστικό ρόλο αφήνοντας τον άνθρωπο να παρατηρεί ως δευτερεύον σώμα.
Τα πολύτιμα μηνύματα του σκύλου και της μέλισσας
Ο σκύλος μάς μιλά ανοιχτά μέσω του Μαίτερλινκ, είναι αθόρυβος και ήσυχος αλλά είναι συνάμα ηχηρά παρών και μας εξομολογείται: “…όταν έχει σημάνει η ώρα του ύπνου για τους ανθρώπους, αποσύρεται στο σπιτάκι σου, με το σκοτάδι, την ησυχία και την υπέροχη μοναξιά της νύχτας να σε κυκλώνουν. Όλα κοιμούνται μέσα στην κατοικία του αφεντικού. Νιώθεις πολύ μικρός και πολύ αδύναμος ενώπιον του μυστηρίου”. Ο σκύλος είναι η προσωποποίηση ενός όντος σε πλήρη αφοσίωση, ενός πλάσματος που δεν έχει απαιτήσεις, δεν κρύβει κακία και ας την εισπράττει, δεν γυρνάει να δαγκώσει το χέρι του αφεντικού του ακόμα και αν αυτός του φέρεται όχι και τόσο καλά. Είναι υπομονετικός, υπάκουος, κύριος ενώπιον του κυρίου του.
Ως προς την οργή των μελισσών ο Μαίτερλινκ είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός και η ανάλυσή του διαφορετική, όχι όμως λιγότερο φιλοσοφική. Αναρωτιέται λοιπόν: “Πώς θα μπορούσαμε εξάλλου να κατανοήσουμε τα κίνητρα της μέλισσας, ενώ μας είναι ακατανόητα τα κίνητρα των πιο απλών πράξεων των συνανθρώπων μας”. Είναι κοινός τόπος η έκφραση άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων, όμως άλλο τόσο είναι άβυσσος και χαώδης η εξήγηση του πώς συμπεριφέρεται η φύση και οι μέλισσες εν προκειμένω. Η φύση είναι ένα ανεξάντλητο πεδίο άντλησης πολύτιμων πληροφοριών στο οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να στέκεται ενεός. Οι μέλισσες παράγουν το μέλι και ενεργούν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τη διάθεσή τους και είναι ο άνθρωπος εκείνος που οφείλει να υπαχθεί στους νόμους και τους κανόνες των μελισσών για να λάβει ό,τι πολυτιμότερο παράγουν και όχι το αντίθετο.
Αλίμονο στον άνθρωπο που θεωρεί πως είναι ο κυρίαρχος της φύσης, από την οποία είναι μόνο περαστικός και προσωρινός επισκέπτης, αν το πιστεύει αυτό πλανάται πλάνη οικτρά. Ο Μαίτερλινκ, με την σοφία που χαρακτηρίζει την σκέψη του και με την τρυφερότητα που προσεγγίζει τα θέματα της φύσης είναι ένας καθοδηγητής, ένας λόγιος που σπέρνει, όχι αποκλειστικά για να θερίσει. Αναφέρεται στον σκύλο και την μέλισσα με σεβασμό και αγάπη σαν να ήταν τα πιο ιερά όντα στον κόσμο. Πώς να ξεχάσει κανείς τη φράση του “Τα φυτά νιώθουν πόνο και έχουν μνήμη”, η πλάση αισθάνεται και διαισθάνεται και οι άνθρωποι οφείλουν να την ακούσουν. Ο Μαίτερλινκ στην εποχή της κλιματικής αλλαγής είναι αναγκαίος όσο ποτέ, είναι ένας λάτρης και ένας θαυμαστής της φύσης και εμείς τυχεροί που μπορούμε και τον διαβάζουμε.
“Πώς άραγε θα τα βγάζαμε πέρα εμείς οι άνθρωποι, αν έπρεπε να υπηρετούμε, παραμένοντας στον δικό μας κόσμο, μια θεότητα όχι φανταστική και όμοια μ’ εμάς τους ίδιους – αφού έχει προέλθει από τη σκέψη μας -, αλλά έναν θεό απόλυτα ορατό, πανταχού παρόντα, πάντα δραστήριο, εξίσου αλλόκοτο και τόσο ανώτερο από τη δική μας ύπαρξη, όπως ακριβώς είμαστε και εμείς στα μάτια του σκύλου;”
“Είναι στ’ αλήθεια επικίνδυνη η μέλισσα; Μπορείς να την εξημερώσεις; Κινδυνεύεις σαν πλησιάσεις τις κυψέλες; Πρέπει να αποφύγεις ή να αψηφήσεις την οργή τους; Μήπως ο μελισσοκόμος έχει κάποιο μυστικό ή κάποιο φυλαχτό που μπορεί να τον προστατεύσει από τα τσιμπήματα; Να τι σας ρωτούν με αγωνία όλοι όσοι έχουν μόλις τοποθετήσει μια μικρή κυψέλη και ξεκινούν τη μαθητεία τους”.