“Δύο είναι τα μέρη στον κόσμο όπου μπορεί κανείς να ζήσει ευτυχισμένος: το σπίτι του και το Παρίσι” έγραφε πριν χρόνια ο Χέμινγουεϊ. Το Παρίσι είναι μια πόλη ζωντανή, μία πόλη με ιστορία, μία πόλη όπου συγκεντρώνονται οι δημιουργοί και μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας μπορούν και εκφράζονται δίχως περιορισμούς. Αυτήν την Πόλη του φωτός επιλέγει ο Φοκς για να χτίσει το μυθιστόρημά του και να αφηγηθεί μία ιστορία που μας πηγαίνει στο παρελθόν και μας επαναφέρει με δεξιοτεχνία στο παρόν μέσα από ένα ευφυές παιχνίδι εναλλαγής της μηχανής του χρόνου. Γιατί το Παρίσι προσφέρεται δίχως άλλο για αυτήν την αναδρομή στον χρόνο, από τη μία τα συμβάντα στην Αλγερία που επέφεραν όχι άδικα το μίσος για την Γαλλία και από την άλλη τα όσα εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου με την κυβέρνηση του Βισύ και τους δωσίλογους κυβερνήτες.
Με όχημα την ιστορία και τα γεγονότα
“Το να είσαι Παριζιάνος δεν σημαίνει πως γεννήθηκες στο Παρίσι αλλά πως εκεί ξαναγεννήθηκες” είπε κάποτε ο περίφημος Γάλλος συγγραφέας Σασά Γκιτρύ. Αυτό είναι το Παρίσι του Φοκς, εκεί μοιάζουν οι ήρωές του να προσπαθούν να ξαναγεννηθούν, εκεί πηγαίνουν με έναν όνειρο να τους οδηγεί σαν φωτεινό άστρο. Μοχλοί ανάδευσης των γεγονότων του παρελθόντος σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του παρόντος είναι δύο πρόσωπα, ο Τάρεκ και η Χάνα, που πηγαίνουν στο Παρίσι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και όμως κατά βάθος με τον κρυφό πόθο να ζήσουν από κοντά την περιπλάνηση στους δρόμους και τις υπόγειες στοές του. Ο Φοκς έχει κατανείμει τα κεφάλαια του βιβλίου με βάση σταθμούς του μετρό, σταθμούς που αποτελούν σημεία αναφοράς για την γαλλική πρωτεύουσα.
Τι και αν το πρόσωπα των πρωταγωνιστών του και οι φυσιογνωμίες τους είναι εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους, τι και αν το πέρασμά τους από το Παρίσι συνέβη για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τι και αν η ύπαρξή τους εκεί οφείλεται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες, ο Τάρεκ στην αναζήτηση της μητέρας του και η Χάνα στην προσπάθεια να συμπληρώσει το κομμάτι του παζλ που λέγεται ιστορία της γερμανικής κατοχής και να γράψει την εργασία της; Δεν έχει καμία σημασία γιατί και οι δύο θα επηρεαστούν από την ατμόσφαιρα του Παρισιού που κανέναν δεν αφήνει ασυγκίνητο και ακλόνητο. Περιδιαβαίνοντας την πόλη θα ανακαλύψουν ο καθένας πτυχές της πόλης όπου η ιστορία βρίσκεται σε κάθε στενό. Στο τέλος του βιβλίου ο Ταρέκ αναρωτιέται: “Αναρωτήθηκα αν θα ξαναγύριζα ποτέ στο Παρίσι και τι άνθρωπος θα ήμουν τότε. Ποια θα ήταν η θέση μου ανάμεσα στους ενήλικες που έβλεπα να πηγαινοέρχονται στον υπόγειο κόσμο; Θα ήμουν πατέρας; Επιχειρηματίας; Πλούσιος ή φτωχός;”.
“Στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου”
Ο λόγος του Φοκς και η εξιστόρησή του είναι έτσι ευφυώς καταγεγραμμένα που μοιάζει σαν να έχουμε μπει σε κινηματογραφικό πλάνο και να παρακολουθούμε ως κρυφοί θεατές τις ζωές των πρωταγωνιστών. Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στα παρισινά σοκάκια, μπαίνει στους συρμούς και ταξιδεύει νοερά στο Παρίσι, τόσο το σημερινό όσο και εκείνο της γερμανικής κατοχής. Γιατί η Χάνα έρχεται σε επαφή με γυναίκες που επέζησαν και της αφηγούνται τις δυσκολίες της ζωής της εποχής εκείνης και η ίδια μέσα από έγγραφα και επιστολές καταφέρνει και μας ξανασυστήνει την ιστορία εκείνων των σκληρών χρόνων. Ο Φοκς έχει πραγματοποιήσει τη δική του έρευνα και δια μέσω της Χάνα ξαναζωντανεύει μία περίοδο αρκετά ομιχλώδη και διχαστική για την γαλλική κοινωνία που πάλεψε με το φάσμα του ναζισμού.
Σε κάθε περίπτωση και επανερχόμενος στους πρωταγωνιστές, ο Φοκς μέσα από την ασυμβατότητά τους αυτή μας μεταφέρει με περισσή επιτυχία στο Παρίσι των αντιθέσεων, της φτώχειας, της ομορφιάς, της πόλης που κανείς δεν μπορεί να μην αγαπήσει, με λίγα λόγια ο αναγνώστης νιώθει να πάλλεται από την Ηχώ του Παρισιού. Πλήθος αναμνήσεων και εικόνων πλημμυρίζουν τους δύο ήρωες, στοχάζονται και μελαγχολούν, παθιάζονται και γαληνεύουν, οργίζονται και χαλαρώνουν. Όλα τα συναισθήματα αυτά είναι σαν μανδύες που ο καθένας διαλέγει ή η μοίρα τα διαλέγει για αυτούς. Εν τω μεταξύ, μαγεμένοι και δοσμένοι στις έρευνές τους ανακαλύπτουν έρωτες, ανθρώπους και οσμίζονται το Παρίσι που ποτέ δεν κοιμάται, μια πόλη που ποτέ δεν αρκεί ο χρόνος για να την γνωρίσεις, τα μπιστρό της, την τέχνη της, την αρχιτεκτονική της.
“Ο Θεός έστειλε σπουδαίους ανθρώπους – συγγραφείς και μουσικούς και λόγιους – να είναι οι προφήτες του στη γη, όπως τον Μολιέρο και τον Ρακίνα, που έχουν αγγίξει το θείο, δεν έστειλε όμως τον παπά της ενορίας”. Για τον Φοκς, το Παρίσι είναι μία πόλη από την οποία δύσκολα φεύγεις και αν φύγεις πάλι σύντομα θα επανέλθεις για να την ξαναζήσεις. Η Αλγερία και το φάσμα της ιστορίας της περιόδου αυτής είναι για τον Τάρεκ και τους Αλγερινούς που γνωρίζει μία ευκαιρία να έρθει αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος και να γνωρίσει τα μονοπάτια της Ιστορίας, όπως το πρόσωπο του Ντε Γκολ που συναντά παντού στις διαδρομές του. Οι Αλγερινοί που συναναστρέφεται δεν έχουν για τους Γάλλους παρά πικρές αναμνήσεις, μία χώρα που τους κατέλαβε και τους εκμεταλλεύτηκε, μια χώρα που λεηλάτησε την Αλγερία προς ίδιον όφελος κάτι που το Μαρόκο του Τάρεκ ευτυχώς δεν γνώρισε.
“Δεν αισθανόμουν την απουσία των φαντασμάτων τους έτσι όπως καθόμουν δίπλα στο ποτάμι, ατενίζοντας το σιωπηλό νερό. Αυτό που με στοίχειωνε ήταν η αίσθηση ότι τα μυστικά τους είχαν αφήσει ένα μόνιμο κενό στη ζωή μου”
“Υπήρχε τέτοιο πράγμα σαν τη χρονική συναισθησία – μια κατάσταση όπου δεν μπέρδευες δύο αισθήσεις, όπως την όραση και την όσφρηση, αλλά στην οποία συγχωνεύονται διαφορετικές εποχές; Ήταν δυνατόν το μυαλό μου, υπερδραστήριο από την ένδεια του παρόντος, να βίωσε, μέσω της όσφρησης, ένα πιο γεμάτο παρελθόν;”