Στο βιβλίο του ο Φιλαράκος, ο Γκυ ντε Μωπασάν αναφέρει: “…η ζωή είναι ένας λόφος, όσο ανεβαίνεις κοιτάζεις την κορυφή και χαίρεσαι, αλλά όταν φτάσεις επάνω, βλέπεις άξαφνα την κατηφόρα, και το τέλος, που είναι ο θάνατος”. Όπως στο μυθιστόρημα, έτσι και στα διηγήματα αυτά, ο αναγνώστης ικανοποιείται από την απόλαυση του λόγου του Μωπασάν που συνεπαίρνει με το ύφος και δαμάζει ό,τι βρει μπροστά του με έναν νατουραλισμό αψεγάδιαστο. Η σφαίρα της ανθρώπινης περιγραφής είναι για τον Μωπασάν ό,τι και το ψυχογράφημα για τον Ντοστογιέφσκι, εισέρχεται στα άδυτα του ήρωά του για να ρίξει φως στις άγνωστες και αδύναμες πτυχές του, να φωτίσει τον δρόμο προς την επιτυχία ή την αποτυχία του με την διαφορά πως δεν θα βρούμε εδώ την σκληρότητα με το ίδιο πρόσωπο που θα συναντήσουμε στους Αδελφούς Καραμαζόφ.
Ένας ρεαλιστής συγγραφέας με ποιητικό πρόσημο
Ο Γάλλος συγγραφέας μπορεί σε κάποιες στιγμές να σπέρνει τη θλίψη και τη λύπη, την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα, παράλληλα όμως, φροντίζει να πασπαλίζει τις ζωές των ηρώων του με τον ρομαντισμό και τον ερωτισμό όταν πρόκειται να μας εκμυστηρευτεί το τι συμβαίνει πίσω από το παραβάν και τα παρασκήνια, εκεί όπου εισβάλει για να μην ξεφύγει τίποτα που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα ένα πράγμα ξένο προς την ίδια τη ζωή. Και όλα αυτά σαν τον ζαχαροπλάστη που έχει βάλει την τελευταία πινελιά για να μας πει την τελευταία του λέξη. Ο ρομαντικός αυτός συγγραφέας που με την γραφή του έχει θεσπίσει μία δική του σχολή, δεν προσπαθεί με τη γραφή του να επιβάλλει μία νεφελώδη και άνευ λόγου πολυπλοκότητα για να προσδώσει στο μυθιστόρημά του έναν ελκυστικό χαρακτήρα.
Εκείνος με απόλυτη ευφυΐα αφηγηματική και με δεξιοτεχνικό τρόπο αλά Φλωμπέρ, τον οποίο άλλωστε θαυμάζει και έχει μελετήσει, απλά καταγράφει την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και δη των οικογενειακών, οι οποίες όμως ποτέ δεν ορίστηκαν ως εύκολα διαχειρίσιμες και αυτές μας σερβίρει σε ένα πιάτο λιτό και απέριττο αλλά πλούσιο σε εικόνες και στιγμές. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά για να εισχωρήσουμε στον κόσμο του μυθιστορήματος. Η αφήγηση είναι τόσο οικεία όπως ένα σπίτι στο οποίο έχουμε μπει και γνωρίζουμε τα κατατόπια του. τα διηγήματα αυτά είναι μία ανατομία του ανθρώπου που τα έγραψε από τη μία αλλά και του ανθρώπου που τα βιώνει από την άλλη. Είναι τα σημάδια ενός συγγραφέα που περιπλανήθηκε άλλοτε ανάμεσα στα σύννεφα και την βροχή και άλλοτε λούστηκε υπό τον ήλιο της πόλης του φωτός και της συνείδησής του.
Η ζωή του, όσο σύντομη και αν ήταν, τον τροφοδότησε με υλικό πλούσιο για να κατορθώσει να το μετουσιώσει σε πνεύμα, γιατί αν δεν βάλεις ψυχή στο κείμενο και δεν έχει αυτή πονέσει, δεν έχεις ουσία στο λόγο σου. Έχει σε όλες τις ιστορίες έντονη τη μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Οι περισσότερες ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν πραγματεύονται τη ζωή στη πόλη, στην εργασία, στο σπίτι αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις εξάρσεις της, τις διακυμάνσεις της, την αστάθειά τους, ακριβώς έτσι όπως τις βίωσε ο ίδιος μέσα από την ίδια του ζωή, την πολυτάραχη, την πολύχρωμη και τη μυθιστορηματική κατά μία έννοια. Μαθητής του Φλωμπέρ, ο οποίος τον ενέταξε στους κύκλους της διανόησης και φρόντισε να τον κάνει γνωστό στο γαλλικό φιλαναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας με την ιμπρεσσιονιστική γραφή που είναι πλούσια σε περιγραφές, σκιάσεις και συναισθήματα, αποτέλεσε έναν κρίκο μεταξύ κοινωνίας και λογοτεχνίας.
Διηγήματα που αναδεικνύουν το μεγαλείο της έμπνευσής του
Στα διηγήματά του μας προσγειώνει σε μία ωμή αλλά ρέουσα πραγματικότητα από την οποία όσο και να θέλουμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Όπως σε κάθε φυσιολογική κοινωνία, έτσι και στην κοινωνία του τότε όπως και του σήμερα, αυτά τα ζητήματα θα εξακολουθούν να υφίστανται. Θίγει ζητήματα αξιών, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και πίστης σε έναν κόσμο που σίγουρα από την φύση του δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Ο συγγραφέας μέρος του προβλήματος είναι και σπεύδει με την ιστορία αυτή να νουθετήσει και να καταστήσει όσο σαφέστερα γίνεται πως λέξεις όπως αφοσίωση και αγάπη πάντα περνάνε από περιόδους κρίσεων και πως εμείς οι άνθρωποι υποπίπτουμε σε σφάλματα, σε αμαρτήματα και σε λάθη, τα οποία όμως επιδέχονται συγχώρεσης όταν αυτή έχει λόγο να υπάρχει.
Ο Αλέξης Ζήρας που επιμελήθηκε με επιτυχία το μεταφραστικό πέρασμα στα Ελληνικά αναφέρει πολύ εύστοχα στην εισαγωγή του βιβλίου: “…παρά το ολοένα και περισσότερο ορατό γλίστρημά του προς το φανταστικό, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και παρά το αδηφάγο ενδιαφέρον του για γεγονότα που ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική, παρέμεινε ορθολογιστής: ο χαρακτηριστικότερος ίσως εκπρόσωπος του γαλλικού ρεαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα”. O Λέων Τολστόι κατά τα άλλα γράφει για τον Γκυ ντε Μωπασάν: «Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}».
Δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Μωπασάν απολαμβάνει το θρόνο του στο πάνθεον της πλούσιας γαλλικής λογοτεχνίας. Η ματιά του και η το αφηγηματικό του πρίσμα υπήρξαν ξεχωριστά και μοναδικά παρά το σύντομο κατ’ ομολογία πέρασμά του λόγω του πρόωρου χαμού του. Η οξυδέρκεια και η ιμπρεσιονιστική γραφή του που αποκαλύπτει τους χαρακτήρες ξεντύνοντας χωρίς φειδώ τους ήρωές του είναι ένα μοναδικό χάρισμα με το οποίο πορεύτηκε και εξέλιξε κατά πολύ την φλωμπερική κληρονομιά. Όλες τις ιστορίες αυτές, που ο Μωπασάν πλάθει με πλήθος εικόνων και λέξεων, δεν τις επινοεί απαραίτητα. Είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές των συμβάντων που ακούει κατά την παραμονή του και παρουσία του σε καφέ της πόλης αλλά και αποκύημα της έκτακτης φαντασιακής του ικανότητας.
«Κανένας μας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αφού κανένας μας δεν απέχει από τις ερωτοτροπίες και, καθώς κανένας μας, νομίζω, δεν είναι φανατικός οπαδός των αιώνιων δεσμών, τα μάτια μας, η μύτη μας και το στήθος μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του τρομερού υγρού».
«η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίνουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει».