Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, αυτός που είπε όταν γνωρίσω την ψυχή σου θα ζωγραφίσω τα μάτια σου, φιλοτέχνησε το 1915 την προσωπογραφία του Ραντιγκέ με έναν ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο, με αυτή την τεχνική που ο ίδιος γνώριζε πως να προσεγγίζει ανθρώπους ιδιαίτερους όπως ήταν ο περίφημος Γάλλος συγγραφέας Ρειμόν Ραντιγκέ. Είναι τέτοια η μέθοδος του Μοντί, όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά, που αν προσέξει κανείς από κοντά τον πίνακα και τον παρατηρήσει επίμονα θα συναντήσει ένα πρόσωπο αρκετά μυστηριακό, έναν άνθρωπο που το ένα του μάτι είναι σχεδόν ανύπαρκτο γιατί πολύ απλά το άλλο τα λέει όλα. Ο Μοντιλιάνι αναμφίβολα εκτός από το ότι αποτίνει φόρο τιμής στον καταραμένο συγγραφέα που δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή του φεύγοντας πολύ νέος στα 20 του χρόνια, προσφέρει στον θεατή έναν Ραντιγκέ σχεδόν μεταφυσικό, έναν άνθρωπο που ατενίζει το άπειρο με το ένα μάτι και με το άλλο έχει ήδη μεταπηδήσει στο επέκεινα.
Ένας λογοτεχνικός πρίγκιπας που έφυγε νωρίς
Στην υπέροχη έκδοση του βιβλίου που ανήκει στην διάσημη πλέον σειρά της Μικρομέγκα λογοτεχνίας, ο αναγνώστης θα βρει πλούσιο υλικό σχετικά με τη σύντομη ζωή του Ραντιγκέ αλλά θα διαβάσει και εξαιρετικές πληροφορίες στο επίμετρο που έχει επιμεληθεί η μεταφράστρια Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, η οποία και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο Διάβολος στο κορμί, το πρώτο μυθιστόρημα του Ραιυμόν Ραντιγκέ, είναι πλημμυρισμένο από το ευγενικό, εξαίσιο άρωμα που αναδίδει ένας κήπος με τριαντάφυλλα. Η γοητεία του, που την αισθάνεται κανείς σε κάθε σελίδα, απογειώνεται στην κυριολεξία στις σκηνές εκείνες όπου ο συγγραφέας, κεντρικός ήρωας στο έργο, μιλά για το μέλλον – τραγική ειρωνεία για τη δική του ζωή: “θα ζούσαμε στην εξοχή, θα μέναμε αιώνια νέοι…”. Αλήθεια, αυτή του η ομολογία είναι μια προφητεία για το δικό του μέλλον που ουσιαστικά θα ακυρωθεί από ένα σκοτεινό παρόν;
Ο Ραντιγκέ σε αυτό το μυθιστόρημα μοιάζει να καθρεφτίζει τη δική του ζωή, διότι δεν είναι τυχαίο πως τα περισσότερα μυθιστορήματα, εκούσια ή ακούσια, ερμηνεύουν στιγμές ή βιώματα των ίδιων των γραφόντων. Αιωρείται εκ των όσων διαβάζουμε μία μελαγχολία που πλανάται πάνω από τη ζωή του νεαρού ήρωα. Ρουφάει τη ζωή όσο δύναται περισσότερο σαν να αισθάνεται πως αυτός ο έρωτας είναι φανταστικός. Ζει έναν έρωτα ανήθικο και κάπως νωρίς φερμένο στη ζωή του με την αίσθηση πως όλα πρέπει να γίνουν άμεσα και δίχως καθυστέρηση. Σαν να συμπυκνώνεται δηλαδή όλη του η ζωή σε μερικά κλάσματα χρόνου γιατί ο παρονομαστής με τον αριθμητή αδυνατούν να οδηγήσουν σε επόμενη εξίσωση. Μπορεί αυτός ο συνειρμός να έχει μια μαθηματική χροιά ωστόσο ο έρωτας του νεαρού δεν περιέχει κανέναν μαθηματικό συνδυασμό, η μόνη πράξη που εκτελείται είναι η κατά μέτωπο ομολογία ενός κεραυνοβόλου έρωτα.
Η ποιητική διάθεση και ο ρομαντικός οίστρος του συγγραφέα μέσω του ήρωά του είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όπως άλλωστε και το μεγαλείο του νεαρού συγγραφέα. Η αφήγηση του Ραντιγκέ είναι καταιγιστική, πρόκειται για την εξιστόρηση ενός παράνομου έρωτα μέσα στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων που έχουν ήδη ξεσπάσει στην Ευρώπη. Ίσως να αποτελεί και το αντίβαρο της δραματικής κατάστασης των συρράξεων αυτών με έναν έρωτα που προβάλλει ακριβώς αυτό, δηλαδή την υπεροχή της ζωής έναντι του επικείμενου ή και πιθανού θανάτου του Ζακ, του συζύγου της Μάρθας, της Μάρθας που είναι το μήλο της έριδος. Είναι ίσως μια ιστορία που έχει ειπωθεί και στο παρελθόν αλλά η γραφή του Ραντιγκέ είναι τέτοια και το απαράμιλλο πάθος που καταθέτει την εξιστόρηση των γεγονότων τέτοιο που οδηγεί τον αναγνώστη στον θαυμασμό του νέου αυτού και φέρελπι συγγραφέα.
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες του έρωτα
“Το μυαλό μου ναρκωνόταν λίγο λίγο κοντά της, την έβρισκα διαφορετική. Αυτό σήμαινε ότι τώρα που ήμουν σίγουρος πως δεν την αγαπούσα πια, τώρα άρχιζα να την αγαπάω. Ένιωθα ανίκανος για υπολογισμούς, μηχανορραφίες, για όλα εκείνα που μέχρι τότε – αλλά και σήμερα, αυτήν εδώ τη στιγμή – νόμιζα ότι είναι αναπόφευκτα στον έρωτα. Ξαφνικά, αισθάνθηκα καλύτερος”. Να η πεμπτουσία του έρωτα στον Ραντιγκέ, αυτή που απογειώνει τους ανθρώπους, που τους μετατρέπει σε αερικά έτοιμα να κατακτήσουν τους παραμυθένιους αιθέρες μίας άλλης, διαφορετικής ζωής, μακριά από τα φώτα της γης και των κοινών θνητών. Είναι τότε που ο κόσμος μοιάζει πολύ μικρός για να χωρέσει τα φτερωτά μέρη που ο θεός Έρως αποθεώνει και τοποθετεί στο πάνθεον.
Ο ήρωας και πρωταγωνιστής είναι φορές που αδυνατεί να εκφράσει με λόγια το σκίρτημα της καρδιάς του, την ανύψωση της ψυχής του μέσα από τα μάτια ενός πρόωρου έρωτα που όμως του εμφανίζεται σαν οπτασία ενώπιόν του. Προφανώς και δεν είναι έτοιμος να “χωνέψει” μέσα του τον έρωτα με μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερή του και αυτό είναι που τον αναστατώνει, που τον περιπλέκει, που του καίει τα σωθικά γιατί πως να έχει την ωριμότητα να τον διαχειριστεί σε μια τόσο νεαρή ηλικία; Αυτή όμως η άγνοια, αυτή η όμορφη αδυναμία του να κατευθύνει τις ορέξεις του είναι και η ομορφιά του ίδιου του έρωτα που δεν ρωτάει ποτέ κανέναν και καμία αν έχει την άδεια να εισβάλλει. Κατά τον Μανόλη Καραγάτση ο νόμος της ζωής διδάσκει πως ο έρωτας είναι είτε ευχή του Διαβόλου είτε κατάρα του Θεού και κατά τα φαινόμενα ο Ραντιγκέ το γνώριζε ήδη πριν μας το πει ο Καραγάτσης.
Ο δικός του Διάβολος είναι μέσα σε ένα κορμί παραδομένο, σε ένα κορμί φτιαγμένο για να ερωτεύεται δίχως να βλέπει συνέπειες, ένα κορμί που καίγεται και θέλει να πιαστεί στα δίχτυα του για να ξεδιψάσει τον πόθο. Και έχει παρ’ όλα αυτά την εξαιρετική δυνατότητα να απευθυνθεί στον εαυτό του με δόση αυτοκριτικής λέγοντας: “…ήμουν αφελής με τον δικό μου τρόπο, αφού καμία ηλικία δεν ξεφεύγει από την αφέλεια, ούτε καν τα γηρατειά”. Μάλιστα λοιπόν, ο ήρωας του Ραντιγκέ, όπως ο ίδιος ο Ραντιγκέ, όχι μόνο ερωτεύεται και στοχάζεται σαν μεγάλος πριν γίνει μεγάλος και όλα αυτά ταχέως και αμέσως μιας και δεν υπάρχει χρόνος να απομένει αλλά ζει την ηδονή και κάθε στιγμή διπλά. Ο χρόνος στην περίπτωσή του ήδη κυλάει και η κλεψύδρα αδειάζει, όχι όμως και η αγάπη για ζωή που ποτέ δεν στερεύει…
“…Ήμουν σε αυτό το τελευταίο στάδιο όπου ο έρωτας δεν ικανοποιείται χωρίς κάποια τεχνάσματα”.
“Όπως η μέλισσα τρυγάει τα λουλούδια και κάνει πιο πλούσια την κυψέλη, έτσι και ένας ερωτευμένος, ικανοποιώντας τις επιθυμίες που τον συνεπαίρνουν, εμπλουτίζει τον έρωτά του…”